Πέρυσι, τέτοια εποχή περίπου, τα social media είχαν πάρει φωτιά: οι εικόνες ενός νεαρού σερβιτόρου που σέρβιρε σχεδόν κολυμπώντας τους πελάτες ενός beach bar στη Ρόδο, είχαν προκαλέσει πύρινα άρθρα και σχόλια για την κατάντια αυτής της χώρας. Όντως, το να βλέπεις ένα νέο παιδί να βουτά μέχρι το στήθος με τα ρούχα προσέχοντας μην πάει νερό στο δίσκο με τα ποτά και τα club sandwich, ήταν κάτι που στο μυαλό μας συνδεόταν μόνο με κάτι μακρινές χώρες -πρώην αποικίες και του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου. Στο μυαλό μας ήταν όλα εντάξει αν βλέπαμε φωτογραφίες με χαμογελαστούς Πολυνήσιους να κουβαλάνε αναψοκοκκινισμένους Δυτικούς μες στο νερό και να τους σερβίρουν πολύχρωμα κοκτέιλ με ομπρελίτσες και κομμάτια ανανά ή άλλων τροπικών φρούτων. Το χρωματικό κοντράστ ήταν αχτύπητο και το φολκλόρ επιτυγχανόταν. Εδώ όμως; Αυτό ήταν; Τα παιδιά μας ‘γίναν δούλοι; Γίναμε όλοι τα περίφημα «γκαρσόνια της Ευρώπης»; Αυτό το περιθώριο αφήσαμε στη νέα γενιά; Να είναι κομμάτι ενός τριτοκοσμικού φολκλόρ;
Γιατί όμως ο σερβιτόρος στα νερά της Ρόδου προκάλεσε τέτοια αναταραχή; Γιατί δεν γράφτηκαν ανάλογα άρθρα και πύρινα σχόλια για τους χιλιάδες εργαζόμενους που δουλεύουν στα μπιτσόμπαρα αυτής της χώρας; Κάτω από τον ήλιο; Ώρες ολόκληρες; Που χάνουν δέκα κιλά σε ένα μήνα από τον ιδρώτα και τα πέρα δώθε; Που παθαίνουν εγκαύματα; Που αναγκάζονται από τους εργοδότες τους να περπατούν ξυπόλητοι μες στην καυτή άμμο και να καίγονται τα πόδια τους; Που έχουν να αντιμετωπίσουν ταλαιπωρημένους και τσαντισμένους πελάτες που στοιβάζονται για μια πετσέτα ή μια ξαπλώστρα όπως κάνουν τα κοπάδια των θαλάσσιων ελεφάντων που τσακώνονται για μερικά εκατοστά κυριαρχικού χώρου; Γιατί δεν γράφτηκαν λίβελοι ενάντια στις εταιρείες catering που δραστηριοποιούνται κυρίως το καλοκαίρι; Όπου οι σερβιτόροι κουβαλάνε εκατοντάδες καρέκλες και τραπέζια κι όλο τον εξοπλισμό για να τα στήσουν μέσα στο μεσημέρι, με ντάλα ήλιο ώστε στα πολυτελή κτήματα οι καλεσμένοι που θα έρθουν αργά το απογευματάκι να έχουν μια όμορφη εμπειρία που θα θυμούνται για καιρό; Που στάζουν κι αφυδατώνονται και μετά θα δουλέψουν με ένα πιάτο φαγητό κάποια στιγμή αργά το βράδυ ώστε να τα μαζέψουν όταν όλοι θα έχουν πια φύγει κι ο ήλιος θα έχει πια φανεί το ξημέρωμα; Γιατί ποτέ δεν γράφεται κάτι για τους εργαζόμενους στην εστίαση που λιώνουν σε αποπνικτικές λάντζες, κουζίνες, χώρους με κακό ή καθόλου κλιματισμό από τσιγκουνιά ή αμέλεια; Που στάζουν δουλεύοντας σε εξωτερικούς χώρους φορώντας ηλίθιες στολές που δεν εξυπηρετούν τη δουλειά, τη δυσχεραίνουν; Που κανείς δεν ξέρει να πει γιατί φοράνε αυτές τις στολές, ποιος το αποφασίζει, αν είναι προϊόν αγνού παρθένου σαδισμού ή απύθμενης βλακείας; Γιατί κανείς δεν γράφει για τους δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους που κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στάζουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τρέχοντας σαν τους τρελούς να καλύψουν κενές θέσεις που προκύπτουν από την υποστελέχωση; Και που -κάθιδροι και νερουλιαστοί- οφείλουν να είναι ατσαλάκωτοι, η γλώσσα του σώματός τους να αποπνέει δυναμισμό, φιλικότητα κι αυτοπεποίθηση και, φυσικά, να είναι χαμογελαστοί;
Τα σχόλια για τον «κολυμβητή της Ρόδου», όμως, ήταν πολλά. Κι ως ένα σημείο κατανοητά. Το να βλέπεις ένα νέο παιδί που έχει μια ολόκληρη ζωή μπροστά του να κάνει αυτό και να διαπιστώνεις με τα μάτια σου το αποτέλεσμα των διαχρονικών επιλογών τούτης εδώ της κοινωνίας, έχει κάτι που σε χτυπάει στο στομάχι. Σου τσιμπάει την καρδιά. Γυρίζουν κάπως τα σωθικά σου. Αλλά τα σχόλια δεν έμειναν εκεί. Επεκτάθηκαν στην επιχείρηση. Αν οι ξύλινες εξέδρες που σωριάζονται οι πελάτες είναι νόμιμες. Αν ο επιχειρηματίας πληρώνει όσα πρέπει να πληρώσει. Φύγαμε από τον σερβιτόρο. Τον κατεβάσαμε πιο κάτω στην αρθρογραφική μας προτεραιότητα. Περάσαμε στους πελάτες. Πόσα δίνουν. Πόσο κοστίζει ο φυσικός χυμός. Πόσο το τοστάκι. Πόσο το ποτάκι. Α, είναι πλούσιοι. Ε, πείτε μας έτσι. Αυτοί φταίνε, μας κάνουν δούλους τους. Αποικιοκράτες είναι. Κι η Ελλάδα μας, μια δουλοπαροικία. Εμείς τι φταίμε; Μόνο σε κάτι ξαπλώστρες μέχρι Ανάβυσσο μπορούμε να φτάσουμε, με τη βενζίνη στο Θεό, θα κάνουμε λίγη φασαρία στο παιδί που φέρνει τους καφέδες, θα του κάνουμε λίγη περισσότερη φασαρία που ξέχασε να μας βάλει 1μιση κουταλιά μέλι κι έβαλε μόνο μία, ανάμεσα στον καφέ και το αφρόγαλο του φρέντο καπουτσίνο μας που έπρεπε να έχει κανέλα Α ΝΑ ΜΕ ΣΑ κι όχι από πάνω και ξέχασε να φέρει τα δωρεάν μπουκαλάκια νερό, θα στραβοκοιτάξουμε τη δίπλα οικογένεια, παραδίπλα την μεγάλη γκόμενα με τον πιτσιρικά, θα δούμε οπίσθια, θα αφήσουμε τα σκουπίδια μας πίσω όταν φύγουμε, θα φωνάξουμε, θα τσιρίξουμε, θα λιώσουμε για να γυρίσουμε στα σπίτια μας, δυο τρεις ώρες, θα σκεφτόμαστε τη ζωή μας, δεν υπάρχει περίπτωση να γράψουμε τίποτα στα social για το καημένο το παιδί που μας έφερνε τους καφέδες και ήταν έτοιμο να πέσει ξερό από ηλίαση, αλλά θα γίνει χαμός, θα γράψουμε για τους πλούσιους στο μαγαζί που δεν μπορούμε να πάμε και για τον σερβιτόρο που έγινε δούλος γιατί ήταν δουλοπρεπής.
Ίσως να είναι κι αυτή μια παράμετρος.
Πάντως οι περισσότεροι στη δουλειά -οι επαγγελματίες δηλαδή του χώρου- δύο πράγματα είχαν να πουν για τον κολυμβητή της Ρόδου: μπράβο του, βγάζει καλά tips και, μπράβο του, τουλάχιστον είναι μέσα στο νερό και δροσίζεται και δεν λιώνει σαν αυτούς που είναι έξω (πράγμα που δείχνει και μια ιεραρχία). Οι περισσότεροι στη δουλειά δεν καταλάβαιναν γιατί γινόταν αυτός ο ντόρος. Η δουλοπρέπεια δεν ήταν κάτι πρωτοφανές. Στον κλάδο μας είναι κάτι που το έχουμε δει από πολλά χρόνια πριν. Ξέρουμε από πριν τι σημαίνει τουριστικό θαύμα και Ελλάδα της Ανάπτυξης. Ξέρουμε από πριν τι σημαίνει ελληνικό καλοκαίρι. Πια. Όχι το παλιό. Το καινούριο ελληνικό καλοκαίρι. Της σεζόν. Του λαχανιάσματος. Του ιδρώτα. Της αποπληξίας. Του να κοιμάσαι σε κοτέτσι μαζί με άλλους. Του να δουλεύεις στον ήλιο. Του να δουλεύεις με 50° βαθμούς Κελσίου. Να κουβαλάς. Να κουβαλάς την ψυχή σου. Να κουβαλιέσαι. Να είσαι στα πρόθυρα να σε κουβαλήσουν.
Μετά, ο κολυμβητής της Ρόδου ξεχάστηκε. Το νησί παραδόθηκε στις φλόγες. Το 2023 ήταν κομβικό έτος για την παγκόσμια θερμοκρασία και την κλιματική αλλαγή.
Φέτος, ο κολυμβητής (ή κάποιος άλλος στη θέση του) επιστρέφει. Ημέρες ενός πρώτου καύσωνα και τα πληκτρολόγια πιάνουν πάλι φωτιά. Επιστρέφουν όμως και τα επιστημονικά δεδομένα. Σε άρθρο του που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στο διαδίκτυο, ο διευθυντής του Κέντρου Priestley για το Μέλλον του Κλίματος στο Πανεπιστήμιο του Leeds, καθηγητής Piers Forster, γνωστός και πολυγραφότατος, κάνει λόγο για εκτίναξη της θερμοκρασίας μέσα στο 2024 εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος. Με την επόμενη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) να αναμένεται το 2027, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα τι θα συμβεί σε αυτό το «κενό» με τις καλπάζουσες θερμοκρασίες και τον καυτό πλανήτη να καίγεται όλο και πιο πολύ. Ίσως η κανέλα ΑΝΑΜΕΣΑ στον καφέ και το αφρόγαλο κι όχι από πάνω να είναι μια πολυτελής μας στιγμή δροσιάς, ένα αεράκι που σπρώχνει τις ασθμαίνουσες ζωές μας, το summer breeze που δημιουργούμε στο κεφάλι μας για να αρνηθούμε την πραγματικότητα, τα καμένα μας όνειρα και τους καμένους μισθούς μας, τις ελπίδες που λιώνουν σαν ένα παγωτό που έπεσε από ένα παιδάκι κι ενώ εκείνο κλαίει, αυτό εξατμίζεται κι αφήνει ένα λεκέ για όσες μύγες προλάβουν. Ίσως είναι ένας μηχανισμός άρνησης της ίδιας μας της απανθράκωσης. Ίσως να τον ζηλεύουμε τελικά τον σερβιτόρο-κολυμβητή.
Ίσως να θέλαμε κι εμείς να κάναμε αυτή τη δουλειά. Να μην λιώναμε στις δικές μας. Ή πηγαίνοντας προς αυτές. Ή φεύγοντας από αυτές. Ή να έχουμε καταρροές από κακοσυντηρημένους κλιματισμούς, πονοκεφάλους, ψύξεις, αποψύξεις, στάσου μύγδαλα, τόσα καλοκαίρια μου ‘χαν φύγει από τα χέρια, όχι άλλο κάρβουνο.