Βρέθηκα για μια προσωπική περίσταση στο Περιστέρι. Ψηλά, στην Ανθούπολη, στην άκρη της πόλης. Ανήκω σε αυτήν την περίεργη κλάση Ρωμιού που δεν έχει αυτοκίνητο και κινούμαι με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Δεν είναι πως δεν αναγνωρίζω τη χρησιμότητα του ΙΧ, κάθε άλλο. Τα ‘χει φέρει όμως έτσι η ζωή που δεν έχω κι όταν χρειάζεται έχουν οι περισσότεροι γύρω τριγύρω, οπότε όλο και κάποιος θα βρεθεί να με εξυπηρετήσει ή να με πάρει μαζί στη βόλτα. Γιατί, κακά τα ψέματα, χωρίς ρόδα σε αυτήν εδώ τη χώρα είσαι τελειωμένος. Επίσης, είμαι καλός πελάτης του ταξί. Έζησα χρόνια στη Γερμανία και εκεί, λένε, μαθαίνεις την οικονομία, να υπολογίζεις καλά ακόμα και το σέντσι. Ενώ εμείς, χουβαρντάδες παρορμητικοί Βαλκάνιοι (ναι, τέτοιοι είμαστε, το ξέρατε;) και φορτωμένοι/ες με μεσογειακό ταμπεραμέντο, όξω καρδιά κι οι τσέπες τρύπιες, σκορπάμε τα λεφτά μας. Έτσι λέγανε.
Υπολόγισα, λοιπόν, πως 27 ευρώ η κάρτα και καμιά σαρανταριά ευρώ τον μήνα σε ταξί, άντε και κάνα φράγκο στη φίλη ή το φίλο που με εξυπηρέτησε με το ΙΧ, η σούμα για μετακινήσεις βγαίνει πολύ μικρότερη από το να είχα ΙΧ. Και έχω και σοφέρ! Αυτά τα είχα ήδη υπολογίσει από τότε που ζούσα στη Γερμανία. Ξόδευα 100 με 120 ευρώ τον μήνα για μετακινήσεις, πολύ λιγότερα από το να είχα δικό μου ΙΧ. Αλλά εκεί, στο Βερολίνο, έχουν και καλές συγκοινωνίες. Πας παντού γρήγορα, έχει γραμμές και τη νύχτα, κι άμα βαριέσαι παίρνεις κι ένα ταξί, δίνεις είκοσι ευρώ κι έφτασες. Επίσης, εγώ μεγάλωσα δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού οπότε τα τρένα ήταν κομμάτι της ζωής μου. Μόλις όμως έβγαινα από το σιδηροδρομικό δίκτυο και έπεφτα στα νύχια του λεωφορείου, βίωνα το χαμό που λέγεται «δημόσιες συγκοινωνίες στην Αθήνα».
Πήγα, λοιπόν, στο Νεκροταφείο Περιστερίου. Η μάνα ενός φίλου μας άφησε και την κηδέψαμε. Συγκίνηση και στοχασμός, αναμνήσεις, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν τελείωσε η τελετή και αφού ήπιαμε τον καφέ, κίνησα να φύγω, να κατέβω στο κέντρο. Μεσημέρι, ντάλα ήλιος. Δυο γραμμές περνάνε από το μέρος εκείνο. Ένα λεωφορείο, γραμμή κορμός, αυτή που αρχίζει με γράμμα Α και ένα τρόλεϊ. Για το τρόλεϊ, μην το συζητήσουμε, στην αφετηρία περίμενε μόνο μια κοπέλα.
Ψάχνω στην εφαρμογή του ΟΑΣΑ να δω πότε θα έρθει το τρόλεϊ και πότε θα ξεκινήσει να με πάει πιο κάτω στο μετρό. Εννοείται, η στάση είχε άλλο όνομα στην ταμπέλα και άλλο στην εφαρμογή. Η εφαρμογή έλεγε θεωρητικά πότε ξεκινά το επόμενο δρομολόγιο. Ούτε ενημέρωση σε αληθινό χρόνο, ούτε τίποτε. Εμπιστεύεσαι; Νούκου! Φεύγω λοιπόν και πάω λίγο πιο πέρα, που έχει στάση από την οποία περνά και η γραμμή λεωφορείου κορμός και το τρόλεϊ. Δεν ήταν μακριά, τρακόσια μέτρα παραπέρα. Εκεί περίμεναν γυναίκες. Γενικά, με τα λεωφορεία κυκλοφορούν πολλές περισσότερες γυναίκες παρά άντρες. Άντρες στα ΜΜΜ είναι πλειοψηφία μόνο πολύ νωρίς το πρωί, όταν πιάνουν δουλειά οι φάμπρικες και οι βιοτεχνίες ή οι οικοδομές. Μετά, στις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης από τις εργασίες του λευκού κολάρου η σύνθεση είναι μεικτή και κατά τη διάρκεια της μέρας η πλειοψηφία των επιβατών είναι γυναίκες. Μαζί με συνταξιούχους, νεολαία, μαθητιώσα κυρίως και τους εργάτες που προανέφερα. Αυτή είναι η κοινωνιολογική μου αίσθηση. Έρευνες δεν υπάρχουν, νομίζω. Ποιος να ασχοληθεί με τις γυναίκες που κυκλοφορούν με τα μέσα, εξάλλου;
Πάντως, κι ενώ τα ΜΜΜ είναι η λύση ώστε να μην υπάρχει κίνηση στους δρόμους, αλλά και για βελτίωση του περιβάλλοντος, της υγείας και της εθνικής οικονομίας, είναι σαφές πως το κράτος μας τιμωρεί εμάς που τα χρησιμοποιούμε. Και τιμωρεί γυναίκες, ηλικιωμένους, νεολαία και εργάτριες κι εργάτες. Θα υποφέρετε, ρε! Έτσι μας λέει.
Φτάνει το λεωφορείο μετά από έξι λεπτά αναμονής. Σκοπός μου να φτάσω στην πλησιέστερη στάση του μετρό. Ανθούπολη. Κοιτάζω στην εφαρμογή, στο app, τις στάσεις του λεωφορείου. Γράφει, πως μετά από έντεκα στάσεις φτάνει στον Αγ. Αντώνη. Μπαίνουμε στο λεωφορείο και ρωτάω δυο μαθήτριες, γυμνασίου μάλλον. Μου λένε, δε χρειάζεται να πάτε μέχρι τον Αγ. Αντώνη, το λεωφορείο κάνει στάση και στην Ανθούπολη και στο σταθμό Περιστέρι. Κάνει στάση σε ό λ ου ς τους σταθμούς του μετρό. Ναι, αλλά το app, η εφαρμογή δεν το λέει. Μύρισε τα νύχια σου. Ή ρώτα!
Το λεωφορείο γεμίζει ασφυκτικά, κάποιοι ταλαίπωροι μέσα στη ζέστη αποφασίζουν να μην επιβιβαστούν. Φτάνω μια στάση πριν το μετρό. Ανοίγει η μεσαία πόρτα. Επιβάτες φωνάζουν στον οδηγό να ανοίξει και την πισινή. Αυτός αδιαφορεί. Βγαίνω, πάω μπροστά, του λέω απ’ έξω: «Ανοίξτε την πίσω πόρτα, κάποιοι θέλουν να αποβιβαστούν». Μου απαντά: «Δεν ανοίγω, δεν πάτησαν το κουμπάκι.» «Μα , μπορεί να είναι χαλασμένο» «Δεν είναι» «Θα τους αφήσετε μέσα;» Λυπάται ο μικρός αντιπαθής θεός. Μας κάνει τη χάρη και ανοίγει την πόρτα. Κατεβαίνουν -κυρίως- κάμποσες. Πάμε όλοι σχεδόν για το μετρό. 13.30, βράζει ο τόπος. Οι υπόλοιπες κι οι λίγοι υπόλοιποι συνεχίζουν σα σαρδέλες. Αν δε ρώταγα, θα συνέχιζα κι εγώ. Γιατί το app του ΟΑΣΑ δε μου είπε να κατέβω να μπω στο μετρό. Αναξιόπιστο. Ίσως γι’ αυτό όταν έφτασα, νωρίτερα, ολόκληρο τρένο κατέβασε στο τέρμα μόνο είκοσι πέντε νοματαίους. Οι υπόλοιποι μποτιλιαριζόντουσαν στους φρακαρισμένους δρόμους που οδηγούν στο Περιστέρι. Ή είχαν λάθος πληροφορίες από το app, την εφαρμογή για κινητά του Οργανισμού -τρομάρα του- Αστικών Συγκοινωνιών Αθήνας. Να ρωτάτε!