Ήταν μια κατσαρίδα τεράστια. Όχι από εκείνες τις πιο μικρές που συνήθως βρίσκουμε στα σπίτια ή τους κλειστούς χώρους. Αλλά από εκείνες που βλέπουμε στα πάρκα και τα πεζοδρόμια. Που σε κοιτάνε κατευθείαν στην ψυχή κι ανάλογα τα κρίματά σου πετούν κατά πάνω σου ή όχι. Μια κατσαρίδα τεράστια ανάμεσα σε δύο τραπέζια πάνω στο γυάλινο στηθαίο του deck ενός fine dining εστιατορίου. Τέλεια πίστα. Κοιτάξτε με. Όλα τα φώτα πάνω μου, όλες οι κάμερες σε μένα. Όπως την έβλεπες, στο αριστερό τραπέζι ήταν μια εξαμελής οικογένεια Αμερικάνων και δεξιά ένα ζευγάρι με διαφορετικά φυλετικά χαρακτηριστικά που μιλούσαν όμως μεταξύ τους στα γαλλικά. Ιδιαίτερα τραπέζια, αμφότερα. Με διατροφικές ιδιαιτερότητες, αλλεργίες αλλά και παραξενιές, έψαχναν καλό κρασί, ήθελαν για να ξεδιψάσουν και για να τους ανοίξει η όρεξη μερικά κοκτέιλ στην αρχή. Οι κυρίες φορώντας τα καλά τους άψογα σιδερωμένα -άρα είχαν φέρει πολλές αποσκευές μαζί τους και σίγουρα έμεναν σε ακριβά ξενοδοχεία όπου τα ρούχα τους σιδερώνονταν, οι κύριοι ευγενικοί, αλλά με μια κάποια απόσταση. Όλοι τους ζεσταίνονταν και ο κλιματισμός στο εστιατόριο δεν βοηθούσε ιδιαίτερα εκείνη τη βραδιά. Όλα, δηλαδή, έδειχναν ότι χρειαζόταν προσοχή γιατί παρά τη φαινομενική χαλαρότητα μια οποιαδήποτε λεπτομέρεια θα μπορούσε να προκαλέσει μια πολύ δυσάρεστη τροπή στο service.
Την κατσαρίδα την εντόπισε το γαλλόφωνο ζευγάρι στο δεξί τραπέζι. Την έδειξαν με το χέρι και χαζογέλασαν λίγο, αλλά και ψιλοπάγωσαν κιόλας στη θέση τους. Το ίδιο έκανε κι η εξαμελής οικογένεια στα αριστερά. Ψιλοπάγωσαν. Κοίταξαν λίγο να δουν πώς θα το χειριστούμε, αλλά δεν υπήρξε κανένας φόβος, κανένας πανικός. Θα περίμενε κάποιος να ακουστούν ουρλιαχτά. Να αρχίσουν να τρέχουν να σωθούν από την τεράστια σαρκοφάγα κατσαρίδα που θα τους έτρωγε πρώτα την ψυχή. Θα περίμενε κάποιος ποτήρια να γκρεμίζονται, πιάτα να σωριάζονται κάτω, λινά τραπεζομάντιλα να παρασύρονται και να μπουρδουκλώνονται στα πόδια έντρομων ανθρώπων που τρέχουν να σωθούν από αυτό το τέρας. Ένα ντόμινο τρόμου και πανικού να συμπαρασύρει και τα πιο πέρα τραπέζια, όλο το deck του fine dining εστιατορίου, όλο το εστιατόριο, αλλά και το δίπλα εστιατόριο. Ένα τσουνάμι να συμπαρασύρει όλα τα εστιατόρια της περιοχής, fine dining αλλά και ταβέρνες, καντίνες με βρώμικο αλλά και σουβλατζίδικα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Η μάνατζερ του εστιατορίου ξεροκατάπιε ενώ σκεφτόταν συγχρόνως τι θα πει, τι θα πει στην αναφορά, τι θα απαντήσει στους πελάτες και ότι θα έπρεπε να μιλήσει με την εταιρεία απεντόμωσης. Και περίμενε με μια μαύρη χαρτοπετσέτα πολυτελείας να μου τη δώσει για να μαζέψω την σκοτωμένη κατσαρίδα που θα την έστελνα στον άλλο κόσμο με ένα αποφασιστικό πάτημα. Η κατσαρίδα φυσικά, πέρασε από την σχισμή του στηθαίου από την οποία και μας ήρθε και κατευθύνθηκε προς το δημόσιο πάρκο απέναντι. Η ζωή συνεχίστηκε.
Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όμως, η αντίδραση των πελατών. Αυτή η αταραξία δεν ήταν ακριβώς ψυχραιμία. Ούτε coolness, ας πούμε. Ωραία, μια κατσαρίδα είναι, δεν έγινε και τίποτα. Η αντίδρασή τους ήταν κάπως απόκοσμη, αλλούτερη, σίγουρα όχι η αναμενόμενη. Και το γεγονός ότι μιλάμε για δύο διαφορετικά τραπέζια με τελείως διαφορετικά πολιτιστικά υπόβαθρα ή σε τελείως διαφορετικές προσωπικές καταστάσεις κάνουν αυτή την κοινή συμπεριφορά ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη. Ποιος ξέρει. Μπορεί στη Δύση να είναι όλοι πια χαπακωμένοι μπας κι αντέξουν όλο αυτό το βάρος. Κι οι αντιδράσεις τους να είναι σχεδόν μηχανικές. Μπορεί να είχαν σκάσει οι άνθρωποι από τη ζέστη και να μην είχαν το κουράγιο να κάνουν το παραμικρό, μπορεί να είχαν jet lag, μπορεί να βρίσκονταν κάτω από μια συνεχή κίνηση που σε αποδιοργανώνει όπως γίνεται πολλές φορές όταν ταξιδεύεις. Μπορεί να μας θεωρούν τριτοκοσμικούς a priori ή τριτοκοσμικούς με αυτά που βλέπουν πια σε αυτή τη χώρα με τον υπερτουρισμό και τις κάκιστες συνθήκες, μπορεί η κατσαρίδα να είναι μέρος του όλου, μια από τις αποχρώσεις του κουλέρ λοκάρ, μπορεί γι’ αυτούς το δικό μας genius loci να έχει μια τέτοια μορφή.
Μπορεί οι άνθρωποι πια να ενδιαφέρονται για πιο σοβαρά πράγματα. Και η κατσαρίδα να είναι μια υπολεπτομέρεια. Κάτι που δεν χρειάζεται καν να ασχοληθείς. Στη σύγχρονη συνθήκη άλλωστε μακάρι να ήταν αυτό το πρόβλημά μας. Οι άνθρωποι δεν είναι πια όπως ήταν. Ή θα είναι πολύ κλειστοί, αφηρημένοι μάλλον, σκεπτόμενοι διαρκώς άλλα πράγματα χωρίς να είναι ακριβώς στην στιγμή. Ή θα είναι υστερικοί. Θα πάνε σε ένα εστιατόριο και θα φωνάζουν. Θα γελάνε δυνατά. Θα περνάνε καλά με το ζόρι όμως, το επιβάλλουν στον εαυτό τους, το επιβάλλουν και στους δίπλα. Γελάνε, φωνάζουν δυνατά, αλλά κι αυτοί είναι κάπου αλλού κι όχι στην στιγμή, όπως οι παραπάνω. Είναι σαν ένα σκετς στο οποίο πρέπει να εξηγήσεις τι είναι ένα ψυχωσικό επεισόδιο. Μπορεί και να το λέω λάθος. Αλλά σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Τους βλέπω όμως. Δεν είναι φτωχοί, να τους βαραίνει έτσι κι αλλιώς η πραγματικότητα, να τους συνθλίβει αυτή η καθημερινότητα. Είναι πολύ καλά οικονομικά, πλούσιοι. Κι όμως. Τους βαραίνει τούτος ο κόσμος κι αυτούς. Και πώς όχι, άλλωστε;
Πόλεμος, γενοκτονίες, πικρή πολιτική, μικροί πολιτικοί, πληθωρισμός, τρομοκρατικά media, ολοκληρωτισμός και, συγχρόνως, έκλυση, στιγμιαία συναισθήματα, παροδικά φλερτ, σχέσεις καρτούν, ανίκανος ο άνθρωπος πια να διακρίνει ποια είναι η πραγματικότητα, αν είναι η online ή αυτή έξω στο δρόμο. Μοιάζει σαν να μεταμορφωνόμαστε όλο και περισσότεροι σε κάτι άλλο. Να αλλάζουν τα μυαλά μας. Η ματιά μας. Αλλά και τα ίδια τα σώματά μας. Να βγάζουμε κεραίες και να μας αρέσουν τα πιο σκοτεινά μέρη. Να γινόμαστε όλο και περισσότεροι σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα, αυτό που περιέγραφαν παλιότερα οι πιο λόγιοι ως καφκική πραγματικότητα να έχει γίνει πια μαζικό φαινόμενο. Μπορεί ο Φραντς Κάφκα να μην ήθελε να δημοσιευτούν τα έργα του γιατί ήταν ένας προφήτης τελικά και δεν ήθελε να φανερώσει το τι θα συνέβαινε. Να ήθελε να αφήσει τους ανθρώπους να ζήσουν για λίγο ακόμα το παραμύθι τους. Πριν αλλοτριωθούν. Πριν αποξενωθούν. Πριν μπουν αυτοβούλως καθένας στο κελί του. Πριν μεταμορφωθούν.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήθελα να τη σκοτώσω την κατσαρίδα αυτή. Όσο κι αν θα ήμουν για λίγα δευτερόλεπτα ένας θριαμβευτής. Ένας αποτελεσματικός επαγγελματίας. Θα με έβλεπε κι η μάνατζερ με καλύτερο μάτι που δεν με χωνεύει κι ιδιαίτερα -έτσι νομίζω δηλαδή, καθώς επικρατεί αυτή η καφκική αισθητική όλο και πιο συχνά, σε όλο και πιο πολλά μέρη γύρω. Ούτε εκείνη νομίζω ότι ήθελε να τη σκοτώσω. Βαθειά μέσα της θα ήθελε να γίνει ένας χαμός, να σπάσουν όλα, σκόνη και θρύψαλα να γίνουν. Ηλία, ρίχ’το. Ούτε οι πελάτες ήθελαν να σκοτωθεί αυτή η κατσαρίδα. Πόση βία πια να παρακολουθήσουν. Μπορεί πάλι, αυτή η κατσαρίδα να ήταν ένας οιωνός, ένας Σάμσα όπως είπαμε, ένας σαμάνος που είχε μεταμορφωθεί ψάχνοντας κάποιες ειδικές ποιότητες στις ψυχές μας. Έχω δει κατσαρίδες στη ζωή μου, εννοώ στις δουλειές που έχω κάνει. Έχω γυρίσει με σαλάτα πίσω γιατί στη διαδρομή διαπίστωσα ότι υπήρχε μία κατσαρίδα μέσα, έχω δει σαλάτες με κατσαρίδες να έχουν πάει στους πελάτες κι εκείνοι να αντιδρούν αναλόγως, έχω δουλέψει σε πεντάστερο ξενοδοχείο όπου ερχόταν ο πελάτης και πατάγαμε το κατσαριδάκι γρήγορα πριν το αντιληφθεί εκείνος, που είχαμε γεμίσει κατσαριδάκια και τα πατάγαμε πια με το χέρι, τέτοια εξοικείωση, τέτοια ποσότητα, ανάμεσα στους καφέδες και τα κρασιά, με το χέρι, έπρεπε να κλείσει για μέρες η επιχείρηση για να γίνει σωστά ο αφανισμός τους. Ή να μπει φωτιά να το κάψουμε. Αλλά αυτή η κατσαρίδα, ήταν το κάτι άλλο.
Μπορεί βέβαια τίποτα από όλα αυτά να μην ισχύει. Κι απλά οι συγκεκριμένοι πελάτες να ήταν γνώστες του Φαινομένου της Κατσαρίδας. Του Cockroach Effect όπως είναι γνωστό σε σελίδες αυτοβελτίωσης ή, μάλλον ορθότερα, Cockroach Theory όπως τη διατύπωσε πριν μια δεκαετία περίπου σε μια ομιλία του ο Sundar Pichai της Google, σύμφωνα με την οποία μια κατσαρίδα προσγειώθηκε σε μια κυρία σε ένα εστιατόριο κι εκείνη άρχισε να ουρλιάζει και μετά την πέταξε σε μια άλλη κυρία που άρχισε επίσης να ουρλιάζει και την πέταξε με τη σειρά της στον σερβιτόρο ο οποίος έμεινε ατάραχος και ακίνητος μέχρι που κατάφερε να πιάσει την κατσαρίδα και να την απομακρύνει. Κι έτσι μας διδάσκει αυτή η ιστορία ότι σημασία έχει πώς ενεργούμε στα εξωτερικά ερεθίσματα κι όχι πώς αντιδρούμε. Κι ότι το πώς βιώνουμε τελικά τις καταστάσεις έχει να κάνει με την ικανότητά μας να μην παρασυρόμαστε από τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Ήθελα να μιλήσω για όλα αυτά στον τύπο από την εταιρεία απεντόμωσης που έρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και ήρθε φυσικά εκτάκτως εκείνο το βράδυ. Τι να του πω όμως. Είναι και κάπως περίεργος. Έχει τους πιο έντονους μαύρους κύκλους που έχω δει ποτέ μου. Ανταγωνίζεται τον θείο Φλέτσερ από το Addams Family, ανταγωνίζεται τον Anton Ego από τον Ρατατούη, ανταγωνίζεται ακόμη κι εκείνη τη φίλη που σε κάθε γύρο κρασιού οι κύκλοι των ματιών της πέφτουν όλο και πιο πολύ, που σε έξι γύρους έχουν φτάσει στον αφαλό της. Τέτοια φυσιογνωμία. Οβάλ σώμα, όπως των βλαττοειδών. Πλάσμα της νύχτας κι αυτός. Η σκέψη του όλη πώς να εξολοθρεύσει τον εχθρό. Να σκεφτεί όπως κι εκείνος. Ένας ghostbuster, αλλά καφκικός. Ένας roachbuster. Δεν του είπα τίποτα. Ήταν σε αποστολή. Σε trance. Η περίεργη λάμψη στα σκοτεινά του μάτια δεν άφηνε και πολλά περιθώρια.
Φεύγοντας, αφού είχε τελειώσει η βάρδια, είδα στο διπλανό εστιατόριο υπαλλήλους μιας άλλης εταιρείας απεντομώσεων. Μια γυναίκα έλεγε σε έναν άνδρα πού να ψεκάσει. Δεν είχαν όμως αυτή τη λάμψη στα μάτια τους. Νυσταγμένοι φαίνονταν. Πφφ… Τίποτα δεν θα καταφέρουν.