ΑΘΗΝΑ
04:35
|
07.11.2024
Αρκεί η επίκληση των μαγικών λέξεων «σεξισμός», «πατριαρχία», «στερεότυπα» για να ακυρωθεί η όποια δυνατότητα δημόσιας συζήτησης.
Ο Πάπας Ιωάννης ο XXII ευλογεί τον ιεροεξεταστή Bernard Gui
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το «Όνομα του Ρόδου» όπως ήδη θα ξέρετε είναι ένα βιβλίο που τα λέει όλα ή σχεδόν όλα. Όπως κάποιοι ανοίγουν τη Βίβλο σε μια τυχαία σελίδα και έχουν τη λύση που αναζητούν στο πρόβλημά τους, κάτι τέτοιο μπορεί να κάνει κανείς ανοίγοντας το «Όνομα του Ρόδου» σε μια τυχαία σελίδα από τις 666 της ελληνικής του έκδοσης. Όλο το βιβλίο το διαπερνά μια μεταμοντέρνα κριτική της Λογικής και γενικότερα του Λόγου. Είναι ενδιαφέρουσα από αυτή την άποψη η συνάντηση των δύο πρεσβειών, εκείνης του Πάπα με εκείνη του Αυτοκράτορα. Ο Γουλιέλμος, πράκτορας του δεύτερου, αναπτύσσει μια δική του, υστερομεσαιωνική – πρωτοδημοκρατική ατζέντα βασιζόμενος σε θεολογικά επιχειρήματα. Η θεολογία εξάλλου ήταν το κοινό πλαίσιο αναφοράς. Επιτελούσε έναν ρόλο πολύ παρόμοιο με αυτόν της επιστήμης στην πολιτική οργάνωση των σύγχρονων κοινωνιών.

Αν αυτό δείχνει τραβηγμένο για τις θετικές επιστήμες, δεν ισχύει το ίδιο για τις κοινωνικές. Τα θέσφατα εκεί δεν απέχουν πολύ από αυτά της θρησκείας. Στο ίδιο βιβλίο, όταν η μάγισσα συλλαμβάνεται από τους τοξότες που ο βασιλιάς της Γαλλίας έχει θέσει στην υπηρεσία του ιεροεξεταστή, αυτή ουρλιάζει και διαμαρτύρεται στη δημώδη της Βόρειας Ιταλίας. Ο Άντσο παρατηρεί ότι υπάρχει ένας λόγος που φέρει εξουσία και ενδυναμώνει αυτόν που ξέρει να τον χειριστεί, όπως η γλώσσα στην συνάντηση των πρεσβειών και μία γλώσσα που σε χαντακώνει, που σε αποδυναμώνει, σε κάνει έρμαιο της εξουσίας. Είναι κάτι που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε οποιαδήποτε δικαστική αίθουσα όπου έρχονται σε σύγκρουση ο ακατέργαστος πρωτόγονος λόγος του υποπρολετάριου παραβατικού με την επεξεργασμένη και σε κάποιον βαθμό ερμητική γλώσσα της εξουσίας.

Μια ωραία ιστορία είχα ακούσει από μια συνεδρίαση της ιεράς συνόδου κατά την εκλογή Χριστόδουλου. Ένας ιεράρχης είχε παρατηρήσει ότι υπήρξαν μεθοδεύσεις για κάποιο υποτιθέμενο οικονομικό σκάνδαλο ώστε να αποδυναμωθεί ο αντίπαλος τότε του Χριστόδουλου. Ένας υποστηρικτής του είχε απαντήσει «δηλαδή θέλετε να πείτε ότι η εκλογή αρχιεπισκόπου δεν υπαγορεύεται από την Θεία Χάρη;» ή κάτι τέτοιο, και ο αντίπαλος του μακαριστού είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι προφανώς και υπαγορεύεται από τη Θεία Χάρη. Όλοι το ξέρουμε άλλωστε.

Πολύ αντίστοιχο είναι το φαινόμενο σε κάθε συζήτηση κάποιας πολιτικής συλλογικότητας όταν ένα ολίσθημα του λόγου φαίνεται να παραβιάζει κάποια βασική αρχή. Θυμάμαι πόσο εύκολο είναι μια λέξη να κάνει τζιζ, όπως η λέξη «ιεραρχία» ή «εξουσία» σε μια αναρχική συλλογικότητα. Κάποτε, σε άλλα πολιτικά συμφραζόμενα, υπήρχε ο όρος «ξύλινος λόγος» που χρησιμοποιούνταν για να απαξιωθεί ο ενάντια στην εξουσία λόγος. Θα μπορούσαμε να το δούμε σαν κάποιο λαϊκισμό της εξουσίας, που αναγνώριζε στον λαό τη σοφία μόνο όταν αυτή ερχόταν σε σύγκρουση με τον λόγο της αριστεράς.

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος δόκιμος όρος, αλλά θα το ονόμαζα «επιτελεστικό λόγο». Είναι εκείνο το είδος κατά σύμβαση λόγου, όπου αυτός που τον εκφέρει ξέρει ότι λέει βλακείες, το κοινό ξέρει ότι πρόκειται για βλακείες αλλά που είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί. Περιβάλλεται από το κύρος εκείνης της εξουσίας που ξέρει να τον επιβάλει με αποκλεισμό από τη δημόσια σφαίρα, από την πολιτική, από την ακαδημία, εκείνου που θα αμφισβητήσει την αυτονόητη αλήθεια αυτού του λόγου.

Νομίζω ότι αυτό που λέμε πια με τον μάλλον απαξιωτικό όρο «πολιτική ορθότητα» έχει να κάνει ακριβώς με αυτό, με τον επιτελεστικό λόγο που θεωρείται αδιανόητο να τεθεί υπό αίρεση, υπό συζήτηση, κάτω από κάποια δοκιμασία αμφισβήτησης και διάψευσης. Με το πεδίο εκείνο όπου με λίγα λόγια η πολιτική ή η εξουσία επιβάλλεται σαφώς της έρευνας και της επιστήμης.

Ένα πρόσφατο λάιτ παράδειγμα είναι αυτό που συνέβη με τις δηλώσεις Παπανώτα που του κόστισαν την ένταξη στο ευρωψηφοδέλτιο. Αρκούσε η επίκληση των μαγικών λέξεων «σεξισμός», «πατριαρχία», «στερεότυπα» για να ακυρωθεί η όποια δυνατότητα δημόσιας συζήτησης. Στην πραγματικότητα, δεν γεννήθηκε καν η ανάγκη συζήτησης, μέσα από το δια βοής «ω τι σου είπε» που επικαλέστηκε η Αχτσιόγλου.

Είπα πριν ότι στις κοινωνικές επιστήμες η τέτοια αντιμετώπιση με επίκληση της αυθεντίας είναι απλά στανταράκι, αρκεί ένα name dropping μεγαλοκαθηγητών για να καταστήσει θέσφατο κάποια σχεδόν τυχαία, αυθαίρετη άποψη. Θεωρώ ότι η κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας, η κενότητα της σημερινής δημοκρατίας είναι τέτοια που ακόμα και οι θετικές επιστήμες έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία τους από την εξουσία. Αν αυτό χρειάζεται να το κάνω εικόνα, δεν υπάρχει κάτι πιο εύγλωττο από την υπαγωγή του Εθνικού Αστεροσκοπείου στην κυβέρνηση και τη στέρηση της αυτονομίας του.

Τα τελευταία χρόνια μπήκε στο λεξιλόγιό μας η λέξη «ψέκα». Αφορά κυρίως τα πεδία εκείνα όπου μια σειρά από απόψεις στο πεδίο της επιστήμης έχουν υπαχθεί, κυριαρχούνται από την πολιτική: κλιματική αλλαγή και πανδημία. Αν για το πρώτο τα πράγματα είναι μάλλον σκόπιμα ασαφή (όλη η συζήτηση είναι μόνο για τις εκπομπές άνθρακα -ούτε λέξη για την υπερκατανάλωση ενέργειας), στην περίπτωση της πανδημίας τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Στην περίοδο εκείνου του τεράστιου κοινωνικού εργαστηρίου που ήταν τα υγειονομικά λοκντάουν, ο μόνος δημόσια αποδεκτός λόγος ήταν αυτός της επίσημης αφήγησης Τσιόδρα-κυβέρνησης. Θυμόμαστε όλοι το σόου με την αστυνομική συνοδεία των εμβολίων. Θυμόμαστε επίσης ότι ο κάθε δημοσιογράφος ή αγράμματος δημοσιολόγος θεωρούσε εαυτόν qualified να αμφισβητήσει τον γιατρό Πολάκη, όταν ο τελευταίος έλεγε ότι μια πανδημία στην έξαρσή της δεν αντιμετωπίζεται με εμβόλια.

Τώρα, μάλλον είναι ώρα να μαζέψω τα disiecta membra του μέχρι τώρα κειμένου: υπάρχει τεράστιο χάσμα της κοινωνικής αντίληψης και του δημόσιου λόγου. Η πρώτη βρίσκει διεξόδους στο YouTube και στις πλατφόρμες που, να μην ξεχνάμε, είναι ιδιωτικά μονοπώλια. Ο δεύτερος έχει εύκολα θεσμικό στασίδι. Δεν βρίσκω τίποτα που να μου κάνει πιο συμπαθή, αντίθετα με πολλούς αριστερούς, τον επιτελεστικό λόγο της εξουσίας. Και αν η εξουσία, η πυρηνική δεξιά, γνωρίζει τι κάνει, μου φαίνεται γελοίος ο ελιτισμός μια συγκεκριμένης αριστεράς. Η περιφρόνηση του λαού, η αναφορά σε ψεκασμένους. Η όποια απελευθέρωση των ανθρώπων δεν είναι θέμα κάποιας μισομορφωμένης, μικροαστικής ηγεσίας. Συμβαίνει όταν τα εργαλεία της γνώσης γίνονται δημόσια, όχι όταν επικαλούμαστε θέσφατα που δεν αντέχουν την παραμικρή έρευνα και με τα οποία γελάει ο κόσμος. Η δημόσια θυμηδία δεν θα μείνει για πολύ καιρό χωρίς πολιτική εκπροσώπηση. Θα την βρει, ακόμα και χωρίς θεσμική κάλυψη και διδακτορικό από το Πάντειο.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Υπό κατάρρευση ο κυβερνητικός συνασπισμός στη Γερμανία

Συγκροτημένα, δημοκρατικά και αποφασιστικά θα γίνει το συνέδριο, λέει η Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ

Δύο νέα πυροσβεστικά οχήματα απέκτησε η Ρόδος

Προεδρικές Εκλογές 2024: Επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα