Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν απαγόρευσε την περασμένη Παρασκευή (21/6) στη ρωσική εταιρεία κυβερνοασφάλειας Kaspersky να παρέχει τα δημοφιλή προϊόντα antivirus στις ΗΠΑ επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους «η εταιρεία έχει βαθιές σχέσεις με τη ρωσική επιθετικότητα στον κυβερνοχώρο».
Συγκεκριμένα η Αμερικανίδα υπουργός Εμπορίου, Τζίνα Ραϊμόντο, δήλωσε πως:
Η Ρωσία έχει δείξει ξανά και ξανά ότι έχει την ικανότητα και την πρόθεση να εκμεταλλευτεί ρωσικές εταιρείες, όπως η Kaspersky Lab, για να συλλέξει και να χρησιμοποιήσει ως όπλο ευαίσθητες πληροφορίες των ΗΠΑ.
Από την άλλη η εταιρεία αρνήθηκε όλες της κατηγορίες και δήλωσε ότι θα κινήσει όλα τα νομικά μέσα για την άρση της απόφασης. Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή καθότι δεν πρόκειται για μια απλή περίπτωση εμπορικού πολέμου.
Το ιστορικό της κόντρας
Η Kaspersky Lab ιδρύθηκε το 1997 και πλέον είναι η μεγαλύτερη και γνωστότερη Ρωσική εταιρεία κυβερνοασφάλειας. Το Kaspersky Anti-Virus θεωρείται ένα από τα καλύτερα antivirus προγράμματα στον κόσμο, προσφέροντας αρκετά μεγάλη προστασία στον χρήστη.
Παρ’ όλα αυτά, στη σημερινή εποχή ένα προϊόν δεν αξιολογείται μόνο βάσει της ποιότητάς του, αλλά και του ποιος το παράγει. Στον παραπάνω σύνδεσμο, αν και επιβεβαιώνεται το πόσο ισχυρό antivirus πρόγραμμα είναι, η αρθρογράφος αναφέρει ότι δεν θα το πρότεινε «επειδή η εταιρεία έχει σχέσεις με τη ρωσική κυβέρνηση και επειδή δεν καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία».
Η αρθρογράφος μπορεί να έχει την δική της άποψη μεν, αυτή η άποψη δε αντανακλά και την πολιτική των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.
Για το ιστορικό, η Kaspersky κατηγορείται ήδη από το 2017 -ναι ακριβώς, επί προεδρίας του «ρωσόφιλου» Ντόναλντ Τραμπ, όπως έλεγαν ορισμένοι- ότι έχει πάρε-δώσε με τη ρωσική κυβέρνηση και τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβρη του 2017, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαγόρευσε σε κάθε Ομοσπονδιακή Υπηρεσία να χρησιμοποιεί προϊόντα της Kaspersky από φόβους ότι έχει δεσμούς με τη ρωσική κυβέρνηση.
Στις αρχές του Οκτώβρη του ίδιου έτους, κατηγορήθηκε ευθέως από την αμερικανική κυβέρνηση ότι παραβίασε τον προσωπικό υπολογιστή ενός Βιετναμέζου υπερεργολάβου της NSA, ο οποίος δούλευε για την αντικατάσταση των εργαλείων χάκινγκ που είχε διαρρεύσει ο Έντουαρντ Σνόουντεν το 2013.
Λίγες μέρες μετά, διέρρευσε άλλη μία πληροφορία -που στο χωριό μου θα τη λέγαμε και non paper- σύμφωνα με την οποία κατά την διάρκεια μίας ισραηλινής κυβερνοεπίθεσης στα συστήματα της Kaspersky τον Οκτώβρη του 2015 , οι Ισραηλινοί κατάσκοποι αναφέρουν πως εντόπισαν Ρώσους κατασκόπους να παρακολουθούν αμερικανικά συστήματα. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωσε ότι αυτή η πληροφορία ήταν αρκετή για την απαγόρευση των συστημάτων της Kaspersky από τις Ομοσπονδιακές Υπηρεσίες.
Εφόσον όμως αυτή η πληροφορία ήταν γνωστή από παλιά και εφόσον οι Αμερικανοί αξιωματούχοι έμμεσα παραδέχονται ότι έχουν επικοινωνία με τους συγκεκριμένους «Ισραηλινούς κατασκόπους», για ποιο λόγο βγήκε ένα μήνα μετά η απόφαση απαγόρευσης του Kaspersky από τις Ομοσπονδιακές Υπηρεσίες; Όπως και από πού ακριβώς προκύπτει ότι η Kaspersky σχετιζόταν με αυτούς τους Ρώσους χάκερς;
Ο (κυβερνο)πόλεμος ως συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα
Ο κυβερνοπόλεμος μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ (με το Ισραήλ πάντα στο πλευρό τους) κρατά από παλιότερα, καθώς η Kaspersky ήταν η εταιρεία που συνέβαλε στον εντοπισμό και τη μελέτη του Stuxnet, του πρώτου κακόβουλου λογισμικού που έγινε εργαλείο κυβερνοπολέμου όταν και «χτύπησε» πυρηνικό εργοστάσιο του Ιράν, κάνοντας σοβαρή ζημιά στα συστήματα.
Τον Φεβρουάριο του 2015 πάλι, η Kaspersky ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε μία περιβόητη ομάδα ονόματι Equation Group, η οποία συνδέεται με την περίπτωση Stuxnet, καθώς ο παρόμοιος τύπος χρήσης και των δύο αξιοποιήσεων του κενού ασφαλείας μαζί σε διαφορετικά worms (τύπος κακόβουλου λογισμικού), περίπου την ίδια χρονική στιγμή, υποδεικνύει ότι το Equation Group και οι προγραμματιστές του Stuxnet είναι είτε οι ίδιοι, είτε συνεργάζονται στενά.
Δεδομένης της περιπλοκότητας των εργαλείων και του κώδικα, αλλά και τις πολλαπλές εμπλοκές σε διάφορα πεδία, αυτή η ομάδα δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο παρά κρατική υπηρεσία με το δάχτυλο να δείχνει την NSA.
Το γεγονός λοιπόν ότι η κυβερνοεπίθεση στα συστήματα της Kaspersky έλαβε χώρα μόλις μερικούς μήνες μετά την ανακοίνωση της εταιρείας για το Equation Group, κάνει σαφές ότι επρόκειτο για μια μαζική κρατική αντεπίθεση κατά της εταιρείας και φυσικά της Ρωσίας, καθώς η τελευταία χρησιμοποιεί τα συστήματα της Kaspersky για τις υπηρεσίες της.
Οι αντιδράσεις της εταιρείας
Η εταιρεία καθ’ όλο αυτό τον καιρό επιχειρούσε να αποδείξει ότι δεν συνεργάζεται άμεσα με κρατικούς φορείς, παρ’ όλα αυτά το 2017 και μετά την πρώτη μετωπική επίθεση από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, προέβη σε πιο δραστικά μέτρα.
Συγκεκριμένα, προχώρησε σε μια πρωτοβουλία σύμφωνα με την οποία προέβη σε μια ανεξάρτητη επανεξέταση του πηγαίου κώδικα της Kaspersky, μια ανεξάρτητη αξιολόγηση των δικών της πρακτικών ασφαλείας και τη δημιουργία νέων ελέγχων προστασίας δεδομένων για τον χειρισμό ασφαλών δεδομένων, που επίσης επιβλέπονταν από ανεξάρτητο φορέα και μετεγκατέστησε τις βασικές υποδομές και τα δεδομένα πελατών από τη Ρωσία στην Ελβετία.
Απ’ ό,τι φαίνεται όμως δεν ήταν αρκετό, καθώς ολοένα και περισσότερες χώρες αύξαναν την επίσημη πολεμική τους κατά της εταιρείας, ιδιαίτερα κατόπιν της έναρξης της ρωσικής Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης.
Η περίπτωση του ρωσικού κεφαλαίου
Σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται διάφοροι διαδικτυακοί μπουρδολόγοι, η Ρωσία και το ρωσικό ιδιωτικό κεφάλαιο δεν μπορούν να ειδωθούν υπό το ίδιο πρίσμα με το οποίο βλέπουμε π.χ. το αγγλικό, το γερμανικό, ακόμα και το ελληνικό κεφάλαιο.
Η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία είναι μεγάλες (νεο)αποικιοκρατικές δυνάμεις, η Ελλάδα έπιασε λαβράκι με το σχέδιο Μάρσαλ και την εύνοια που απολαμβάνει από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Δύσης λόγω του ρόλου που επιτελεί, ενώ η Ρωσία ήταν μία χώρα που προέκυψε από το μηδέν, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ.
Όπως και σε όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, οι γραφειοκράτες που ‘χαν αρπάξει μία θέση επί Μπρέζνιεφ και Γκορμπατσόφ, χρησιμοποίησαν όση πολιτική επιρροή διέθεταν προκειμένου να αποκτήσουν οικονομική εξουσία και φυσικά πολιτική. Έτσι χτίστηκε μία κάστα κομπραδόρων και ραντιέρηδων που συνεργάζονταν με όλες τις πλευρές προκειμένου να διατηρήσουν την θέση και τον πλούτο τους.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι Ρώσοι καπιταλιστές και συνάμα η πολιτική τους εκπροσώπηση γλυκοκοίταζαν τη Δύση μπας και πάρουν κι αυτοί ένα μερίδιο από την παγκόσμια πίτα, όμως η απάντηση ήταν πάντα όχι καθώς η Δύση αντιμετώπιζε τους Ρώσους ως κομμάτι της πίτας και όχι ως άλλον έναν διεκδικητή. Υπήρξαν λοιπόν τρία κομβικά σημεία πάνω στα οποία η «ρωσική αντεπίθεση στη Δύση» έγινε αναπόφευκτη και οι γέφυρες κάηκαν.
Το τελευταίο από αυτό ήταν η ειδική στρατιωτική επιχείρηση η οποία αποδείχθηκε κομβικό σημείο για την μοίρα του ρωσικού κεφαλαίου, το οποίο βρέθηκε να πατάει σε δυο βάρκες μέχρι που οι κυρώσεις και το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων τις έσπρωξαν μακριά και τώρα πρέπει να επιλέξει: ή θα μπει στην μία εκ των δύο, ή θα πνιγεί στη θάλασσα.
Πολλοί έτρεξαν να μπουν στη βάρκα που ταξίδευε προς δυτικά. Άλλωστε γιατί όχι; Τα λεφτά τους σε δυτικές τράπεζες τα είχαν, περιουσιακά στοιχεία στη Δύση είχαν, μετοχές και ομόλογα δυτικών εταιρειών κατείχαν, γιατί να τα ρισκάρουν όλα αυτά;
Η Kaspersky όμως είναι μια άλλη περίπτωση. Πρόκειται για high tech εταιρεία, αν όχι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, τότε σίγουρα από τις καλύτερες παγκοσμίως στον κλάδο και δεν είναι τυχαίο ότι η παροχή τεχνικής υποστήριξης χαίρει πελατείας από όλο τον δυτικό κόσμο. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η κίνηση των ΗΠΑ σπρώχνει την Kaspersky ολοσχερώς όχι στη ρωσική βάρκα, αλλά στο ρωσικό θωρηκτό με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεδομένης της ισχύος και των δεσμών της εταιρείας άλλωστε, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά.
Αυτό που θα πρέπει να περιμένουμε είναι μία περαιτέρω κλιμάκωση των κυβερνοεπιθέσεων από την μία προς την άλλη πλευρά, μία εντατικοποίηση των επιθέσεων προς εταιρικές οντότητες κάθε χώρας και ίσως -αν και πιο μακροπρόθεσμα- μία βαλκανοποίηση του κυβερνοχώρου, ένα νέο τείχος του βερολίνου να χωρίζει την μία από την άλλη πλευρά. Το τελευταίο δεν το αναφέρω κριτικά ή πεσσιμιστικά, αλλά περιγραφικά. Το ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι να επιλέξουμε μεταξύ ενός παγκοσμιοποιημένου διαδικτύου με κρατική λογοκρισία ή ενός χωρισμένου με τείχη διαδικτύου με περισσότερη λογοκρισία. Δεν θέλουμε καμιά λογοκρισία, όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αυτή την στιγμή. Στην τελική, η ελευθερία ή μη του ίντερνετ δεν είναι τίποτα παραπάνω μία αντανάκλαση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εκάστοτε εποχής. Αυτή η εποχή φέρει πόλεμο, τέτοιο θα ‘ναι και το ίντερνετ -και όχι μόνο.
Διαβάστε επίσης: