Την καλησπέρα μου σε όλες τις απελπιστικά αγανακτισμένες υπάρξεις,
Είναι μια από κείνες τις μέρες που τα κορίτσια νιώθουν να μη τους φτάνουν οι λέξεις. Η πόλη τους έχει σχεδόν ερημώσει από γειτόνισσες κι αλληλεγγύη. Έχουνε μείνει να την κυβερνάνε ψηφιακοί νομάδες. 47 βαθμοί Κελσίου υπό σκιά. Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα ο αέρας είναι καυτός σα δρεπάνι πυρωμένο απ’ τον ήλιο. Είναι περίοδος νεκρή: ούτε πορείες, ούτε συναυλίες, ούτε εκδηλώσεις. Τα κορίτσια έχουν μετοικήσει εξαναγκαστικά (ένεκα της αφραγκίας, του τζεντριφικέισον και της περιβαλλοντικής κρίσης) στο κλιματιζόμενο διαμέρισμα του Αγίου Παύλου. Αυτή τη συγκεκριμένη μέρα ο χρόνος δεν λειτουργεί όπως τις προηγούμενες.
Τα ζουμιά των υπολειμμάτων ντελίβερι στάζουν απ’ τους σπασμένους κάδους της πλατείας Βάθη. Οι δρόμοι λιώνουν τα λάστιχα που τους πατάνε. Μια άστεγη χρήστρια, ξεφτιλίζει τα σκουπίδια στη γωνία Μάγερ και Μάρνη. Πετάει το περιεχόμενο του κάδου φωνάζοντας «Αντώνη; Αντώνη αγάπη μου; Πού είσαι ρε μπαγλαμά; Γιατί αποφεύγεις τον έρωτα κλαπάρχιδο;». Δεν είναι σαφές αν στα σκουπίδια αναζητά τον Αντώνη ή τον έρωτα. Σε κάθε περίπτωση είναι δύο το μεσημέρι και η όποια προσπάθεια σε τόση ζέστη είναι αξιοθαύμαστη.
Η Λιοσίων μυρίζει κάτουρα και τέτοιαν ώρα μπορούν να την κυκλοφορήσουν άνετα μόνο ποντίκια, κατσαρίδες και ανυποψίαστοι Βερολινέζοι, που κάνουν τη στάση τους πριν εξορμήσουν στα νεοαποικιοκρατούμενα ελληνικά νησιά, τα οποία από πολεοδομικής απόψεως δεν έχουν πλέον τίποτα να ζηλέψουν απ’ τα Πατήσια, τον Κολωνό και τον Σταθμό Λαρίσης. Τα φυτά προσπαθούν να δραπετεύσουν απ’ τα μπαλκόνια. Τα περιστέρια κρύβονται στα υπόστεγα. Οι τσίχλες ξεκολλάνε απ’ τις στάσεις των λεωφορείων. Και μόνη υπενθύμιση ανθρώπινης ύπαρξης στην πόλη είναι τα γουργουρητά των air-condition. Είναι η περίοδος που ο λαός κάνει τα μπάνια του και οι βουλευτές περνάνε απερίσπαστα τα νομοσχέδια κάτω από το τραπέζι.
Τα κορίτσια έχουν κλειστεί στην κουζίνα του διαμερίσματος της οδού Ψαρών και περιμένουν να τελειώσει ο καύσωνας. Η Ζωή έχει πιάσει το μαγείρεμα. Φτιάχνει μπριάμ. «Ultra καλοκαιρινό φαγητό biatches» δηλώνει ανοίγοντας τη βρύση για να πλύνει τα λαχανικά. Οι άλλες κάθονται κοντά για να της κάνουνε παρέα. H Νεφέλη και η Όλγα πιάνουν να δουλέψουνε τα πρότζεκτ που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν μες στη βδομάδα. Η Μυρτώ σκρολάρει Tinder.
«Γιατί δεν νιώθουμε πλέον να μας ανήκει η πόλη;» ρωτάει η Νεφέλη. «Γιατί οι πόλεις ανήκουν στους ερωτευμένους. Δες το Μυρτάκι, διαλέγει γκόμενους, σαν να διαλέγει κουτιά coca-cola. Light, zero, classic, lemon cola. Δεν ερωτευόμαστε πια. Είμαστε η γενιά της αυνάνας. Παίζουμε τα μουνιά μας μόνο και μόνο για να πέσουμε για ύπνο, όπως θα μπορούσαμε να πιούμε ένα ουίσκι, ή να καπνίσουμε έναν μπάφο. Φλερτάρουμε αποκλειστικά εξ αποστάσεως», λέει η Ζωίτσα ψιλοκόβοντας τις μελιτζάνες. «Θυμάμαι την τελευταία φορά που ερωτεύτηκα. Λίγο πριν τις εκλογές του ’19. Μετωπική με νταλίκα στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ. Ερωτεύτηκα μέσα στο πιο σοβιετικό κτήριο των Αθηνών. Απόδειξη ότι ο έρωτας μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε μέρος, ακόμα και στο πιο ντεκαυλέ σημείο της πόλης. Ο τύπος εκείνος είχε καταφέρει να σταματήσει τον χρόνο και να εξαϋλώσει κάθε έμβιο ον στο φυσικό μας περιβάλλον: δημοσιογράφους που δεν ήταν παρά προεκτάσεις των τσιγάρων που κρεμόντουσαν στις άκρες των χειλιών τους, βιαστικούς anchormen που κατεβαίναν τις σκάλες, θυρωρούς που μιλούσαν στα τηλέφωνα, καλεσμένους εκπομπών που είχαν αργήσει. Απόδειξη ότι ο έρωτας είναι ένας τρόπος να οικειοποιείσαι το περιβάλλον σου. Έχουμε ανάγκη τον έρωτα για να επανεφεύρουμε τις εαυτές μας», συνεχίζει. Ανάβει το μάτι της κουζίνας. Το μάτι ζεσταίνεται πλήρως. Παραμένει ωστόσο λιγότερο καυτό απ’ τα δικά της.
Υπάρχουν κάποια πράγματα που τα καλά κορίτσια δεν πρέπει να λένε. Κι αυτό είναι κάτι που μάλλον κάνει τα δικά μας κορίτσια «κακά». «Δεν μιλάμε. Αυτό είναι το θέμα μας! Τις προάλλες έκανα την εξής διαπίστωση. Ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας που αντιμετώπιζε η μητέρα μου, στα μάτια μου την καθιστούσε αδύναμη. Έτσι, ο πατέρας μου ήταν ο δυνατός. Για να απεγκλωβιστώ από τον ρόλο που ήθελε τη γυναίκα ευάλωτη και σε διαρκή ανάγκη, οδηγήθηκα να ταυτιστώ με τον πατέρα μου. Πέρασε πολύς καιρός και ανακάλυψα πως στα γκομενικά μου δημιουργώ σχέσεις, στις οποίες αναλαμβάνω τον ρόλο της παρόχου φροντίδας. Στην αρχή πίστευα πως λειτουργούσα όπως έπρεπε να λειτουργήσει ο πατέρας μου απέναντι στη μάνα μου. Στη συνέχεια κατάλαβα πως μάλλον ήθελα να αποδείξω στη μάνα μου ότι εγώ, σε αντίθεση με εκείνη, ήμουν ικανή να επιτελέσω τον κοινωνικό μου ρόλο. Παρότι είχα απορρίψει το πρότυπο, συνέχιζα να το ανταγωνίζομαι, σαν να μην μπορώ να υπάρξω πέρα απ’ αυτό. Αφού τα είπα αυτά στην ψυχολόγο μου, ξεκίνησα να σκέφτομαι πως οι επιλογές μας είναι πραγματικά περιορισμένες. Καμιά μας δεν μπορεί να φανταστεί πώς θέλει να μοιάσει, μπορεί μόνο να απορρίψει τη μάνα της. Μαθαίνουμε τί να μην είμαστε, όχι πώς να μάς αγαπάμε», λέει η Όλγα.
Η Ζωίτσα ανοίγει το παράθυρο πάνω απ’ τον νεροχύτη. Απελευθερώνει έτσι τη φλογερή κουβέντα για την επανεφεύρεση της εαυτής απ’ την κουζίνα της οδού Ψαρών. Οι φωνές των κοριτσιών αποφεύγοντας επιδέξια τους ταλαιπωρημένους βασιλικούς στο περβάζι ξεχύνονται στην απόλυτη ερημιά του αθηναϊκού κέντρου.
Η γυναίκα στον κάδο της γωνίας Μάγερ και Μάρνη βγάζει το σουτιέν της. Κρατάει με το ένα χέρι την άκρη του και με το άλλο ψάχνει στην κωλότσεπή της. Βγάζει έναν αναπτήρα και ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο. Βάζει το τσιγάρο στο στόμα. Καίει την άκρη του σουτιέν με τον αναπτήρα. Ανάβει μ’ αυτή το τσιγάρο και στη συνέχεια πετάει το φλεγόμενο εσώρουχο στον κάδο. Ο κάδος εντός δύο λεπτών μπουρλοτιάζει. Ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου στη γωνία βγαίνει κρατώντας έναν κουβά νερό. Βρίζει στα μπαγκλαντεσιανά. Δεν καταφέρνει να σβήσει τον κάδο. Εντός δύο λεπτών καταφτάνει όχι η πυροσβεστική, αλλά η αστυνομία. Η γυναίκα έχει στρίψει στην οδό Βεραντζέρου. Στρίβει πάλι δεξιά στη Μενάνδρου. Στην πολυκατοικία που βρίσκεται Μενάνδρου και Ζήνωνος γωνία μια 13χρονη Ρομά γράφει ΜΙΤΣΟΤΑΚΙ ΓΑΜΙΕΣΕ (μόνο γιώτα κι έψιλον). Στον ίδιο τοίχο υπήρχαν επίσης γραμμένα τα εξής: «Υγρά μπαταρίας» και με μεγάλα κόκκινα γράμματα «Πού πάει η καύλα που μας κλέβουν;».
Απ’ το εμπόλεμο αθηναϊκό κέντρο,
Για το Κοσμοδρόμιο
Η Γειτόνισσα.