Κατά το Ferragosto, λένε οι κάτοικοι της Ρώμης, το μόνο που συναντά κανείς στους δρόμους της Αιώνιας Πόλης είναι cani e americani, ήτοι αδέσποτα σκυλιά και Αμερικανούς τουρίστες.
Το Ferragosto, είναι βέβαια από πολλές απόψεις ιερό. Το ότι από ένα σημείο και μετά συνδέθηκε με την Κοίμηση (ή, όπως την προτιμούν οι Καθολικοί, την Μεταστάση) της Θεοτόκου δύσκολα αποκρύπτει τις παγανιστικές ρίζες της μεγάλης αυτής εορτής της ραστώνης. Το λέει και το όνομα: Feriae Augusti – οι διακοπές που καθιέρωσε ο Οκταβιανός Καίσαρ Αύγουστος, ως ανάπαυλα στην εντατική αγροτική εργασία του καλοκαιριού.
Το έθιμο ήθελε από ένα σημείο και μετά τους ανθρώπους της εξαρτημένης εργασίας να εύχονται Buon Ferragosto, στους εργοδότες τους, οι οποίοι όφειλαν να απαντήσουν με φιλοδώρημα. Αυτό το οιονεί επίδομα αδείας έγινε υποχρεωτικό στο Παπικό Κράτος κατά την Αναγέννηση.
Και δεν έπαψε ποτέ το ιταλικό Δεκαπενταύγουστο να είναι πολιτική υπόθεση. Το καθεστώς Μουσολίνι καθιέρωσε τη δωρεάν σιδηροδρομική μεταφορά των εκδρομέων για ένα τριήμερο στα μέσα Αυγούστου. Οι «παραδόσεις» και εδώ και στην γείτονα αποκαλύπτονται, με ελάχιστη έρευνα, πολύ νεωτερική υπόθεση.
Ύποπτες νεωτεριστικές τάσεις έχει εκδηλώσει και σε αυτό το ζήτημα ο κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, ο οποίος στα εννέα χρόνια του στον παπικό θρόνο έχει αρνηθεί να εγκαταλείψει για διακοπές τη Ρώμη, ακόμη και μες στο Ferragosto. Αντιθέτως, ο φιλόμουσος, εστέτ και γατόφιλος προκάτοχός του Βενέδικτος ΙΣτ’ μοίραζε το καλοκαίρι του ανάμεσα στην παπική έπαυλη του Castel Gandolfo και την Κοιλάδα της Αόστης.
Η μεγάλη αφοσίωση του λατινικού κόσμου στην Παρθένο Μαρία προέκυψε κάπως όψιμα. Το Δεκαπενταύγουστο ως γιορτή πρωτοκαθιερώθηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου επιδεικνύεται και ο τάφος της Θεοτόκου στη Γεθσημανή. Στη Ρώμη η Dormitio Beatae Virginis εισήχθη από τον συριακής καταγωγής πάπα Σέργιο (687–701). Ήταν η Ανατολή αυτή που πρώτη έφερε στο προσκήνιο της ευλάβειας τη Μεγάλη Μητέρα, κατά παραχώρηση μάλιστα προς κύκλους που βρίσκονταν στο όριο αίρεσης και ορθοδοξίας.
Αλλά με τη σάρκινη, τόσο ανθρώπινη υπόσταση της Μαρίας, που ενθουσίαζε τους Ανατολικούς, οι κακόδοξοι παπικοί είχαν μονίμως προβλήματα. Εξ ού και εισήγαγαν δογματικές καινοτομίες, που τοποθετούν την Παρθένο κάπως ξέχωρα από την λοιπή ανθρωπότητα, όπως η Άμωμος Σύλληψη της Θεοτόκου (ήτοι η εξαρχής απαλλαγή της από το προπατορικό αμάρτητα) και η Μετάσταση.
Σε αντίθεση με την Κοίμηση, που προϋποθέτει φυσικό θάνατο της Θεομήτορος, η έννοια της Μεταστάσεως διακρίνεται από «δημιουργική ασάφεια». Η Μετάσταση κηρύχθηκε ως δόγμα το 1950 από τον Πάπα Πίο ΙΒ’, στην μοναδική φορά που έγινε χρήση του «παπικού αλαθήτου», δηλ. της δυνατότητας του ποντίφηκα να αποφαίνεται τελεσίδικα ex cathedra επί δογματικού ζητήματος. Το ίδιο το αλάθητο καθιερώθηκε στην Α’ Βατικανή Σύνοδο, την πρώτη, αρκούντως ατυχή προσπάθεια του Ρωμαιοκαθολικισμού να οχυρωθεί απέναντι στην νεωτερικότητα, η οποία και έληξε πρόωρα με την προσάρτηση της Αιώνιας Πόλης στο νεοσύστατο ιταλικό βασίλειο το 1870. Ο δε συγκαλέσας την Σύνοδο Πάπας Πίος Θ’ υπήρξε τόσο λαοφιλής που κατά την κηδεία του ο όχλος της Ρώμης επιχείρησε να ρίξει τη σορό του στον Τίβερη.
Σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1952 ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ χαιρέτιζε την πρόσφατη τότε διακήρυξη του Δόγματος της Μεταστάσεως ως την σημαντικότερη θεολογική εξέλιξη μετά τη Μεταρρύθμιση. Επρόκειτο, υποστήριζε, για την μετατροπή της Αγίας Τριάδας σε Τετράδα, με αναγνώριση της θηλυκότητας του Θείου.
Μιλώντας για ψυχαναλυτές, αξίζει να σημειωθεί ότι, καίτοι Εβραίος, ο Ζίγκμουντ Φρόιντ αναφωνούσε συχνά «Μα την Παναγιά!». Εικάζεται ότι αυτό ήταν κατάλοιπο της ανατροφής του από Χριστιανή γκουβερνάντα.
Για τη ζωή και τον θάνατο της Μαρίας όλες οι πληροφορίες προέρχονται από απόκρυφες πηγές, αφού στην Καινή Διαθήκη δεν μνημονεύεται καν το όνομα των γονέων της, Ιωακείμ και Άννας. (Στο υπέροχο ψηφιδωτό «Η Σύλληψις της Υπεραγίας Θεοτόκου» στην κακοποιημένη από τους ερντογαναίους Μονή της Χώρας μπορούμε να δούμε τον Ιωακείμ και την Άννα να φασώνονται).
Όπως και αν έχει, κανείς δεν ξέρει πώς έζησε και από πού κρατούσε πραγματικά η Μεγάλη Μητέρα. Και δεν μπορεί να έχουν αλλιώς τα πράγματα, θα μας έλεγε η Ψυχανάλυση.
Οι Αρμένιοι, που πρώτοι καθιέρωσαν τον Χριστιανισμό ως κρατική θρησκεία τους, συνήθιζαν αρχικά να εορτάζουν την Κοίμηση της Θεοτόκου μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα. Αλλά η ταύτιση της γέννησης του Υιού με τον θάνατο της Μητέρας υπήρξε πολύ προχωρημένη για να καθιερωθεί.
Στο εικονογραφικό θέμα της Κοιμήσεως στην βυζαντινή (και ρωσική) τέχνη βλέπουμε, πάλι, την αντιστροφή των ρόλων, καθώς ο Υιός κρατά στα χέρια του ως βρέφος την ψυχή της Μητέρας. Το να γίνεσαι ο γονιός του γονιού σου είναι, ως γνωστόν, δοκιμασία εφάμιλλη της Σταυρώσεως.
(*Το κείμενο είναι αναδημοσίυεση από τον Δεκαπενταύγουστο του 2022 – Εικόνα: Μαξ Ερνστ, «Η Παρθένος τιμωρεί τον μικρό Ιησού με μάρτυρες τον Αντρέ Μπρετόν, τον Πολ Ελυάρ και τον ζωγράφο», λάδι σε καμβά, 1926)