Η συζήτηση για την αμφισβήτηση του φύλου γυναικών αθλητριών είναι τόσο παλιά όσο και η γυναικεία συμμετοχή στις μεγάλες παγκόσμιες αθλητικές διοργανώσεις, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Τι έχει αλλάξει λοιπόν από τότε ως σήμερα και γιατί τώρα αυτός ο ντόρος; Αν δούμε την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου ανά περιόδους θα βγάλουμε κάποια πιο ασφαλή συμπεράσματα. Την περασμένη Κυριακή δημοσιεύσαμε το Πρώτο Μέρος αυτής της εξέλιξης και σήμερα περνάμε σε πιο σύγχρονα γεγονότα.
iv) Η περίοδος 1992-2009
Πέρα από την επιστημονική κριτική περί αμφίβολης διαγνωστικής ικανότητας του Barr body test, οι προβληματισμοί επεκτείνονται στις ψυχολογικές επιπτώσεις που προκαλεί η μαζική υστερία γύρω από την εξακρίβωση φύλου των διαγωνιζόμενων αθλητριών και ανησυχίες ότι αυτή η αγχώδης κατάσταση στην οποία υποχρεωτικά υποβάλλονταν όλες οι αθλήτριες εμπεριείχε τον κίνδυνο καταθλιπτικών επεισοδίων ακόμα και αυτοκτονιών. Παρά τον σκεπτικισμό αυτό μόλις το 1999 οι αντίστοιχες μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις δέχονται τις εισηγήσεις των επιστημόνων ότι το Barr body test δε δύναται να είναι επιστημονικά έγκυρο και αξιόπιστο για την περίσταση.
Παρόμοιο σκεπτικισμό αντιμετώπισαν ακόμα και οι μοριακές αναλύσεις DNA που ακολούθησαν μετά το 1992 , αναλύσεις ανίχνευσης του γονιδίου SRY, θεωρούμενου ως υπεύθυνου για την ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών σε άτομα με γυναικείο φαινότυπο με αποτέλεσμα το 1999 να εγκαταλειφθεί κι αυτή η πρακτική (για την ακρίβεια δεν έχει εγκαταλειφθεί πλήρως από όλες τις αθλητικές διοργανώσεις, σε μερικές εφαρμόζεται ακόμα κατά περίπτωση).
Το 2001 ένα τραγικό περιστατικό έρχεται να επιβεβαιώσει όλους τους ηθικούς προβληματισμούς γύρω από τα τεστ ανίχνευσης φύλου, την αποτελεσματικότητά τους, τη διακριτικότητά τους και τις ψυχολογικές επιπτώσεις που συνολικά έχει αυτή η αντιμετώπιση σε γυναίκες αθλήτριες που μπορεί να διαθέτουν μια μίξη χρωμοσωμάτων, ή παραπάνω επίπεδα τεστοστερόνης από το θεωρούμενο ως φυσιολογικό μέσο όρο για τις γυναίκες. Η 18χρονη Ινδή δρομέας και κολυμβήτρια από την Γκόα, Πρατίμα Γκαονκάρ (Pratima Gaonkar) (γνωστή και ως Σπριντ Βασίλισσα της Γκόα), μια ανερχόμενη αθλήτρια που ολόκληρη η επαρχία της ήταν περήφανη για την ίδια, καθώς κέρδιζε τα χρυσά και χάλκινα μετάλλια το ένα μετά το άλλο, υποβάλλεται σε εξαναγκαστικό τεστ φύλου στο οποίο αποτυγχάνει. Η διαρροή των αποτελεσμάτων στον Τύπο και η δημοσιότητα γύρω από το ζήτημα προκαλούν τεραστία κατακραυγή και κοινωνικό στίγμα για τη νεαρή Gaonkar που μη μπορώντας να αντέξει την κατάσταση θέτει τέλος στη ζωή της. Όταν η σορός της εντοπίζεται στο χωριό της στη Goa το σοκ και το πένθος στην επαρχία είναι ανείπωτο. Η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να καταλαγιάσει την κοινωνική αγανάκτηση υπόσχεται μια νέα σταθερή δουλειά στον αδερφό της και την οικοδόμηση μιας νέας κατοικίας για την οικογένειας της, υποσχέσεις που έμειναν όμως ανεκπλήρωτες.
Η Pratima Gaonkar δεν ήταν η μόνη Ινδή αθλήτρια θύμα των πολιτικών εξακρίβωσης φύλου. Πέντε χρόνια αργότερα η 25χρονη τότε δρομέας Σάντι Σουνταρατζάν (Santhi Soundarajan) και καμάρι του χωριού της Kathakkurichi στην επαρχία Ταμίλ Ναντού υποβάλλεται σε εξευτελιστική εξέταση φύλου μια εβδομάδα αφού κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στους ασιατικούς αγώνες στη Ντόχα το 2006 και αποτυγχάνει. Η υπόθεση αποκτά μεγάλη δημοσιότητα και πάλι με τον Τύπο να κατηγορεί την αθλήτρια για εξαπάτηση κατηγορώντας την ότι ήταν άντρας και την ασιατική επιτροπή να της αφαιρεί το μετάλλιο. Το στίγμα και η ντροπή ήταν τέτοια που ωθούν και τη Soundarajan σε απόπειρα αυτοκτονίας. Η Soundarajan εγκατέλειψε τον αθλητισμό μη μπορώντας να υπάρχει ως αθλήτρια και σήμερα εργάζεται ως προπονήτρια έχοντας υιοθετήσει ένα εντελώς αντρικό παρουσιαστικό για να είναι πιο αποδεκτή από τον κοινωνικό της περίγυρο αν και από ότι έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις της, ακόμα και τώρα που ντύνεται άντρας δεν αντιμετωπίζεται ισότιμα.
Μπαίνοντας πλέον στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του μιλένιουμ όπου οι συζητήσεις γύρω από τα φύλα και το sex γίνονται -σχετικά πάντα- πιο ανοιχτά, εισέρχονται πιο εύκολα στη συζήτηση όροι όπως intersex/διαφυλικά άτομα ή συμπεριλαμβάνονται συζητήσεις πάνω στις διαφοροποιήσεις στην ανάπτυξη φύλου (DSD). Στην κατηγορία όμως του αθλητισμού αυτές οι συζητήσεις αφορούν το πώς θα μπορούν να ανιχνεύονται τέτοιες περιπτώσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρχουν αθλήτριες με «unfair advantage». Σταδιακά τα παλιότερα τεστ και έλεγχοι των οποίων τόσο η ηθική και επιστημονικά ορθολογική διάσταση τίθεντο σε debate αρχίζουν να αντικαθίστανται από τεστ που μετρούν τα επίπεδα τεστοστερόνης στο αίμα.
Φτάνουμε λοιπόν στο 2009 όπου ξεσπά νέο σκάνδαλο στον αθλητικό κόσμο με τη συμμετοχή της 18χρονης Νοτιοαφρικανής δρομέα Κάστερ Σεμένια (Caster Semenya) η οποία τερμάτισε πρώτη στους παγκόσμιους αθλητικούς αγώνες στο Βερολίνο την ίδια χρονιά στα 800 μέτρα. Πίσω στο Γιοχάνεσμπουργκ της επιφυλάχθηκε πανηγυρική υποδοχή. Ακολούθησε όμως καταγγελία από τις διαγωνιζόμενες με την αποστολή των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Ιταλίας και δημόσια αμφισβήτηση του φύλου της, οπότε η IAAF υποβάλλει τη Semenya σε απανωτούς ελέγχους εξακρίβωσης φύλου που μέχρι σήμερα παραμένουν ασαφείς ως προς το τι έλεγχοι ήταν αυτοί. Παρότι οι έλεγχοι αυτοί καλύπτονταν υποτίθεται από εμπιστευτικότητα μετά από ένα ακόμα αγώνα που κερδίζει η Semenya τον Αύγουστο του 2009, διαρρέουν τα αποτελέσματα του τεστ στον Τύπο και έτσι γίνεται γνωστό ότι βρέθηκαν στο αίμα της ποσοστά τεστοστερόνης τρεις φορές πάνω από το επίπεδο ενός μέσου γυναικείου οργανισμού. Η νεαρή αθλήτρια από τη Νότια Αφρική θα διασυρθεί δημοσίως, θα υπάρξει μπούλιγνκ και κανιβαλισμός της στα social media.
v) Η περίοδος 2010 ως σήμερα
Το 2010 η IAAF θα «καθαρίσει» τη Caster Semenya οπότε θα ξανακατέβει σε αγώνες το 2010 ενώ θα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς του 2012 στο Λονδίνο κερδίζοντας το αργυρό μετάλλιο στα 800 μέτρα. Ωστόσο με αφορμή την υπόθεση της, η IAAF θέτει το 2011 σε εφαρμογή τους πρώτους κανονισμούς περιορισμού συμμετοχής αθλητριών που παρουσιάζουν «υπερανδρογοναιμία». Οι κανονισμοί αυτοί ορίζουν ότι οι γυναίκες αθλήτριες με επίπεδα τεστοστερόνης πάνω από 10 nmol/L πρέπει να μειώσουν τα επίπεδά τους για να μπορούν να συμμετέχουν σε γυναικεία αγωνίσματα. Αυτό συνεπάγεται είτε ορμονική θεραπεία, είτε κάποιου τύπου χειρουργική επέμβαση (όπως μερική κλειτοριδεκτομή με διμερή γοναδεκτομή). Μετά την IAAF παρόμοιους κανονισμούς θεσπίζει και η Ολυμπιακή Επιτροπή τον Ιούνιο του 2012. Υπάρχουν αναφορές σε δημοσιεύσεις το 2013 ότι τουλάχιστον τέσσερεις αθλήτριες εξωθήθηκαν σε τέτοιου τύπου επεμβάσεις χωρίς όμως να δίδονται περαιτέρω πληροφορίες.
Τα επόμενα χρόνια αμφισβητείται η ηθική διάσταση της υποβολής αθλητριών σε αμφισβητούμενες θεραπείες και επεμβάσεις με πάρα πολλές πιθανές παρενέργειες εκτός των άλλων. Καθοριστική ως προς τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι έλεγχοι και οι σχετικοί αποκλεισμοί συμμετοχών γυναικών αθλητριών είναι η υπόθεση της 19χρονης Ινδής σπρίντερ Ντούτι Τσαντ (Dutee Chand) στην οποία η IAAF απαγόρευσε τη συμμετοχή της σε αγώνες το 2014 επειδή σε τεστ που υποβλήθηκε τα επίπεδα τεστοστερόνης ήταν πάνω από το όριο. Η Dutee Chand αντιδρά επίσης και προσφεύγει στο Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (CAS) ενάντια στην απόφαση του αποκλεισμού της και κερδίζει ένα χρόνο αργότερα το 2015. Απόρροια της νίκης της ήταν η απόφαση του CAS να αναστείλει για τουλάχιστον δύο χρόνια τους πρώτους προτεινόμενους κανονισμούς της IAAF, οι οποίοι απαιτούσαν από τις αθλήτριες με υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης να λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για να τα μειώσουν.
Μετά την αναστολή των σχετικών κανονισμών η Caster Semenya θα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες στο Ρίο το 2016 κερδίζοντας ξανά το χρυσό στα 800 μέτρα. Ως απάντηση όμως στην αναστολή των περιορισμών η IAAF επιστρέφει με μια σειρά από αμφιλεγόμενες εισηγήσεις επιστημόνων με τις οποίες η εμφάνιση επιπέδων τετοστερόνης πολύ πάνω από το όριο προσέδιδε πράγματι αθέμιτο πλεονέκτημα σε αθλήτριες με υπερανδρογοναιμία για να θεσπίσει -ένα χρόνο αργότερα- νέα όρια, πιο αυστηρά αυτή τη φορά, σε ό,τι αφορά τα αγωνίσματα που θα μπορούσε να συμμετέχει αθλήτρια με ανεβασμένα επίπεδα τετοστερόνης. Ο δικαστικός αγώνας θα έχει συνέχεια με τη Caster Semenya να προσφεύγει κι αυτή στο Διαιτητικό Αθλητικό Δικαστήριο (CAS) ενάντια στους νέους άδικους κανονισμούς της IAAF, ενώ η Dutee Chand στέκεται στο πλευρό της παρέχοντας της την ομάδα νομικών που τη βοήθησαν στη δική της προσφυγή. Η προσφυγή της Semenya δεν έγινε δεκτή, και από εκεί και ύστερα ξεκινά μια μεγαλύτερη δικαστική περιπέτεια που τον Ιούλιο του 2023 έφτασε μετά από απανωτές δικαστικές μάχες στο συμβούλιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που στήριξε τη Semenya.
Λίγους μήνες πριν η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου έκανε τους κανονισμούς της για τη Semenya και άλλες αθλήτριες με Διαταραχές Εμφάνισης Φύλου (DSD) ακόμα πιο περιοριστικούς, απαιτώντας από αυτές να μειώσουν τα επίπεδα τεστοστερόνης τους κάτω από το όριο των 2,5 nmol/L για τουλάχιστον 24 μήνες πριν αγωνιστούν. Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή μέχρι σήμερα.
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να εξάγουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με τη συζήτηση για τη συμμετοχή intersex/διαφυλικών ατόμων σε ελίτ αθλητικούς διαγωνισμούς και το αν αυτή εξυπηρετεί ή όχι κάποια νεοεμφανιζόμενη πολιτική ατζέντα ή όχι αλλά και για το λεγόμενο αθέμιτο πλεονέκτημα αυτό κάθε αυτό.
Πρώτα από όλα το ότι η συζήτηση αυτή κάθε αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά έχει διάρκεια ζωής ενός αιώνα χοντρικά και ότι σε κάθε εποχή περνούσε μέσα από τα φίλτρα των εκάστοτε κυρίαρχων αφηγημάτων, ιδεολογικών και αξιακών αντιπαραθέσεων ακόμα και γεωπολιτικών ανταγωνισμών. Με διαφορετικό τρόπο διεξαγόταν η συζήτηση το 1928-1936, και με διαφορετικό τις περιόδους 1936-1946, 1946-1967, 1968-1992, 1992-2009, 2010-2024. Από τη διαδεδομένη προκατάληψη ότι τα σπορ προκαλούν ορμονικές διαταραχές στις γυναίκες που σταδιακά τις αντροποιούν στην κατασκοπευτική παραφιλολογία περί ναζί που ανάγκαζαν άντρες να υποδύονται γυναίκες, και από τη ψυχροπολεμική μαζική υστερία για βιονικές αντρογυναίκες που στέλνουν οι μπολσεβίκοι, στην άγνοια, την ημιμάθεια και τις γενικότερες αντι-επιστημονικές προκαταλήψεις για το τεράστιο φάσμα των διαφοροποιήσεων φύλου που αποδομεί τη βασική πατριαρχική ιδεολογία ότι τα φύλα είναι μόνο δύο. Για να φτάσουμε τέλος στην «εξέγερση» της alt-right πολιτικής πτέρυγας στη Δύση που θεωρεί ότι όλα αυτά είναι προπαγάνδα της woke ιδεολογίας που θέλει να αντιστρέψει τη φύση και τη βιολογία με τις θεωρίες περί ισότητας και συμπερίληψης που ικανοποιούν αποκλειστικά τα διεστραμμένα μυαλά κάποιων ανώμαλων δικαιωματιστών.
Σε όλη αυτή την περίοδο βέβαια η πραγματικότητα καταγράφει μια σειρά θεσμικών και κοινωνικών διακρίσεων εις βάρος των γυναικών αθλητριών. Ενώ επιστημονικά είναι αποδεδειγμένο ότι και άντρες μπορούν να διαθέτουν θηλυκά χρωμοσώματα ΧΧ ή χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης επομένως με την ίδια λογική να υφίσταται αθέμιτο πλεονέκτημα, εδώ κι έναν αιώνα η συζήτηση αφορά αποκλειστικά τις γυναίκες που όλα αυτά τα χρόνια έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν πρακτικές προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας τους, διαρροή ιατρικών προσωπικών δεδομένων μαζί με δημόσια διαπόμπευση σε ολόκληρο τον πλανήτη, αναγκαστική υποβολή σε διαφορετικές ανά εποχή εξετάσεις που εν τέλη η αξιοπιστία τους διαρκώς αμφισβητείται, σε εξαναγκασμό σε ιατρικές ορμονικές θεραπείες και χειρουργικές επεμβάσεις με βέβαιες παρενέργειες προκειμένου να γίνονται αποδεκτές σε αγώνες.
Όλα αυτά τα χρόνια, αμέτρητες κοπέλες έχουν εξευτελιστεί στεκούμενες γυμνές μπροστά σε κάθε λογής επαγγελματίες μπανιστριτζήδες που τις ψαχούλευαν εκεί κάτω για να δουν αν όλα είναι στη θέση τους ή έχουν αναγκαστεί να κυκλοφορούν με βεβαιώσεις γιατρών περί της θηλυκότητάς τους ή επίσημα πιστοποιητικά φύλου ως προϋπόθεση συμμετοχής σε αγώνες. Νεαρές αθλήτριες έχουν διαπομπευτεί και έχουν υποβληθεί σε ψυχική κακοποίηση με αποτέλεσμα να έχουμε αυτοκτονίες και απόπειρες, άλλες έχουν κατηγορηθεί άδικα χωρίς να αποκατασταθεί ποτέ η φήμη τους, και κάποιες έχουν γίνει πειραματόζωα αμφιλεγόμενων και επικίνδυνων επεμβάσεων και παρεμβάσεων στο σώμα τους. Όλα αυτό στο όνομα της δήθεν αξιοπιστίας των αθλητικών διοργανώσεων, της προστασίας του αθλητικού ιδεώδους και της εξασφάλισης της ισοτιμίας στον αθλητισμό.
Ακόμα όμως κι αυτή η συζήτηση γίνεται λάθος. Σε ένα κόσμο που συνεχώς βοά από σκάνδαλα για στημένους αγώνες, για διαφθορά στοιχηματικών εταιρειών, για την εμπλοκή φαρμακευτικών εταιριών στα σκευάσματα ντόπινγκ που κυκλοφορούν εκεί έξω στη μαύρη- ή και τη νόμιμη- αγορά, η προσπάθεια να πειστούμε ότι όλο το παραπάνω είναι ένα αναγκαίο κακό για την εξασφάλιση της ευγενούς άμιλλας στον αθλητισμό, προφανώς απευθύνεται μόνο σε αφελείς ή άτομα ούτως ή άλλως πολιτικά προκατειλημμένα. Εξού και πετυχαίνει η δημιουργία κλίματος ηθικού πανικού με διασπορά μη διασταυρωμένων ειδήσεων ή και εξ’ ολοκλήρου fake news, όπως τώρα με τη δήθεν τρανς άντρα πυγμάχο που έσπασε στο ξύλο γυναίκα μέσα στο ρινγκ.
Το αθέμιτο πλεονέκτημα στον αθλητισμό όμως είναι και μια συζήτηση η ιστορία της οποίας έχει ιστορικά φυλετικό/ρατσιστικό υπόβαθρο καθώς η πρώτη φορά που φούντωσε έντονα ήταν η περίπτωση Τζέσι Όουενς (Jesse Owens), του έγχρωμου Αμερικάνου αθλητή που κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια το 1936 στους Ολυμπιακούς στο Βερολίνο. Τότε λοιπόν το debate αφορούσε το υποτιθέμενο αθλητικό πλεονέκτημα των έγχρωμων αθλητών το οποίο οφειλόταν στην ιδιαίτερη σωματοδομή τους και άλλες γενετικές διαφορές που -ξανά υποτίθεται- τους καθιστούν καλύτερους δρομείς ή άλτεις. Προφανώς όπως και τότε έτσι και τώρα η ισοτιμία και η ευγενής άμιλλα ουδεμία σχέση έχουν με τον τρόπο που μπαίνει το ζήτημα του αθέμιτου πλεονεκτήματος.
Από την άλλη μια συζήτηση που θα εξέταζε με ειλικρινές ενδιαφέρον το «αθέμιτο πλεονέκτημα», θα ήταν υποχρεωμένη να συμπεριλάβει πολλές και διαφορετικές παραμέτρους και συντελεστές, κάτι που προϋποθέτει μια μίνιμουμ γνωστική συμφωνία όλων των πλευρών. Πόσο δυνατό είναι αυτό σε κόσμο που η παγκόσμια βιομηχανία αθλητισμού βγάζει δισεκατομμύρια από τα σώματα των αθλητών που είναι τα μέσα παραγωγής αυτής της βιομηχανίας; Μια τέτοια συζήτηση, αν γινόταν με άξονα ένα σύνολο γειωμένων αιτιάσεων γύρω από το αθέμιτο πλεονέκτημα, θα επηρέαζε μοιραία ένα ολόκληρο σύνολο χορηγών, επενδυτών, διοργανωτών, επιτροπών εθνικών και μη, και κατά συνέπεια ένα τεράστιο κύκλο κερδοφορίας σε ένα έτσι κι αλλιώς καπιταλιστικό διεθνές περιβάλλον. Το οποίο σημαίνει ότι το ταξικό background των αθλητών/τριών πρέπει επίσης να συμπεριληφθεί στην όλη συζήτηση περί αθέμιτου πλεονεκτήματος, οπότε δεν είναι και τυχαίο που η συζήτηση ποτέ δεν έχει γίνει όπως πρέπει. Τίποτα το πρωτοφανές λοιπόν ως εδώ, business as usual.
Ακόμα όμως και για τους «καλοπροαίρετους» που ρωτάνε με δήθεν ειλικρινή απορία: «γιατί όμως δε φτιάχνουν μια ειδική κατηγορία για να αγωνίζονται όλοι αυτοί;» λείπει το ποιοι ακριβώς είναι όλοι αυτοί; Κι εδώ είναι που προστίθεται ο παράγοντας της άγνοιας και της ημιμάθειας που διογκώνει το ούτως ή άλλως μεγάλο αρνητικό φορτίο της συζήτησης. Κι αυτό γιατί στην συγκεκριμένη αθώα απορία, προφανώς το «αυτοί» αφορά γενικώς την LGBTQI κοινότητα- έτσι όπως μπορεί να τη φαντάζεται οποιοσδήποτε- η συμμετοχή της οποίας σε αγώνες, είναι ένα θέμα συζήτησης που διχάζει ούτως ή άλλως σταθερά τα τελευταία χρόνια. Είναι προφανές οπότε ότι το ερώτημα αυτό προκύπτει είτε εκ του αφελούς, είτε εκ του πονηρού, καθότι στη διεθνή κοινότητα είναι αδύνατο να υπάρξει οικουμενική συμφωνία για τη δημιουργία μια τέτοιας νέας κατηγορίας στις παγκόσμιες αθλητικές διοργανώσεις κι αυτό- χωρίς να εξετάζουμε επί του παρόντος το ηθικό επίδικο πίσω από την αναγκαιότητα αυτής της κατηγορίας- οφείλεται στη ιδεολογική, αξιακή και πολιτισμική άβυσσο που χωρίζει συγκεκριμένες ζώνες του κόσμου με ανταγωνιστικά γεωπολιτικά συμφέροντα. Γεγονός που επιβεβαιώνεται περίτρανα από το ότι ενώ ο θεσμός των Gay Games έχει τα γενέθλια το 1982, δεν διαθέτει επ’ ουδενί την οικουμενικότητα των Ολυμπιακών Αγώνων ακόμα και αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Το καταληκτικό συμπέρασμα οπότε είναι ότι ενώ η συμμετοχή ατόμων με διαφοροποιήσεις/διαταραχές φύλου σε αθλητικούς αγώνες είναι μια πολυπαραγοντική συζήτηση με διάρκεια ζωής 100 χρόνων, μια συζήτηση με πολιτικές, ηθικές, οικονομικές, και επιστημονικές παραμέτρους, οι όροι διεξαγωγής της είναι, και προβλέπεται να παραμείνουν ελλιπείς. Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: όλη αυτή η αξιακή αντιπαράθεση και η πολιτισμική σύγκρουση που έχει ξεσπάσει και αναπαριστά τη σύγκρουση δύο διαφορετικών αναγκών: της ανάγκης να γίνονται ορατά άτομα της ΛOATKI κοινότητας και στον αθλητισμό και της ανάγκης να εξασφαλιστεί το αξίωμα του ισότιμου αθλητικού συναγωνισμού, είναι στην πραγματικότητα ψευδεπίγραφη. Κι αυτό γιατί και στη μία και στην άλλη περίπτωση, τα κανάλια επικοινωνίας που καθορίζουν το πώς θα διεξαχθεί από κάθε πλευρά ο διάλογος, δεν κόπτονται πραγματικά για καμία ορατότητα, καμία συμπερίληψη και καμία ισοτιμία στην αθλητισμό.
Το γεγονός παραμένει ωστόσο ότι έχουμε έναν αξιακό εμφύλιο εντός της Δύσης, στον οποίο όμως κάθε πλευρά απλώς εκμεταλλεύεται ηθικά ζητούμενα γύρω από τον άξονα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Θα πρέπει εδώ να πούμε ότι στο εσωτερικό τους οι ΗΠΑ τόσο μεγάλη πόλωση ανάμεσα σε θεμελιώδης αξιακές θέσεις μάλλον έχει να παρατηρηθεί από τον αμερικανικό εμφύλιο όταν και εργαλειοποιήθηκε το ζήτημα της δουλείας από την πλευρά της βιομηχανικής αστικής τάξης των ΗΠΑ που ήθελε τη μετατροπή των σχέσων παραγωγής γιατί υπήρχε ανάγκη να βρεθούν προλετάριοι, εργάτες δηλαδή που ελεύθερα πουλούν την εργατική τους δύναμη. Μπορεί λοιπόν ο εκσυγχρονισμός των σχέσεων παραγωγής στις ΗΠΑ να ευνόησε την ανερχόμενη τότε βιομηχανική τάξη αλλά σίγουρα ευνόησε και τη θέση όσων υπέμεναν τα δεινά της θεσμοθετημένης δουλείας.
Όπως και τότε λοιπόν έτσι και τώρα, η προσωπική τοποθέτηση πάνω σε οποιαδήποτε ηθικά επίδικα, δεν μπορεί -και δεν ωφελεί κιόλας- να ετεροκαθορίζεται αυστηρά από το ποιος κουμαντάρει τη συζήτηση αλλά από τη σφαιρική εκτίμηση του προς τα πού γέρνει ο μελλοντικός κόσμος αν επικρατήσουν αυτές ή οι άλλες αξίες.