Δουλεύεις. Σχολάς, ας πούμε, στις 2 το βράδυ. Μπαίνεις στην εφαρμογή, κοιτάς πού βρίσκεται το τρόλεϊ. Αν τρέξεις το προλαβαίνεις οριακά. Η πλησιέστερη στάση είναι 15 λεπτά με τα πόδια από το σημείο που βρίσκεσαι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φτάσεις μέχρι εκεί. Μπορείς να περπατήσεις γρήγορα. Πολύ γρήγορα, όμως. Και σε κάποια σημεία να τρέξεις ίσως. Γίνεσαι ένας άσημος πρωταθλητής σε ένα ιδιότυπο μείγμα βάδην και τρίαθλου. Αν βρέχει, κολυμπάς κιόλας. Καταδύεσαι σε λακκούβες και αναδύεσαι αμέσως για να υπερπηδήσεις τα κάγκελα του Αβραμόπουλου. Αυτά που κάποτε οριοθέτησαν τα αθηναϊκά πεζοδρόμια. Η κούραση της δουλειάς δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Μόνο να φτάσεις εγκαίρως. Περνάς μια προτομή κάποιου σημαντικού απ’ τα παλιά. Κοιτάζεστε στιγμιαία βαθιά μέσα στα μάτια. Δεν υπάρχει χρόνος για χαιρετούρες. Το κατανοεί. Σε έχει δει πολλές φορές να επιδίδεσαι σε αυτό το τρέξιμο. Η εφαρμογή συγχρόνως δείχνει το τρόλεϊ να κινείται στην προκαθορισμένη του πορεία. Κίνηση δεν έχει, να το ανακόψει. Πάει σφαίρα. Το ίδιο και συ. Φτάνεις, νάτο. Το προλαβαίνεις, έλα λίγο ακόμη. Μόλις το έχασες για πέντε δευτερόλεπτα.
Παίρνεις ταξί.
Δουλεύεις. Σήμερα σχολάς 1 και μίση το βράδυ. Μπαίνεις στην εφαρμογή, κοιτάς πού βρίσκεται το τρόλεϊ. Ωραία, έχεις χρόνο. Απόψε θα περπατήσεις. Θα αποφορτιστείς. Θα χαζέψεις τα κτίρια. Τις φωτισμένες εισόδους. Κάποιες τις έχουν επιμεληθεί σπουδαίοι αρχιτέκτονες. Κάποιες άλλες, σπουδαίοι ζωγράφοι. Είναι σαν αυτή την ώρα να ανακτούν τη ζωτικότητά τους. Οι ένοικοι κοιμούνται κι αυτές περιμένουν πότε εκείνοι θα ξυπνήσουν. Ή κάποιος να γυρίσει από μια έξοδο που πέρασε καλά. Ένας ευσεβής πόθος κι αυτός. Περνάς από την προτομή. Δεν χρειάζεται να πείτε πολλά. Κλείνετε ο ένας το μάτι του άλλου και χαμογελάτε σαν να λέτε «καλή ξεκούραση». Αν βρέχει, προσπερνάς τις λακκούβες και τις προσωρινές λιμνούλες. Έχεις τον χρόνο να τις αποφύγεις αριστοτεχνικά χωρίς να σε κάνει λούτσα κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο και χωρίς να μειώσεις τον σταθερό σου βηματισμό. Βρίσκεις εκείνο το δυσεύρετο άνοιγμα στα κάγκελα του Αβραμόπουλου. Το διαβαίνεις άρχοντας, κύριος, με τον σταθερό σου βηματισμό. Φτάνεις στη στάση. Έρχεται. Σε 4 λεπτά. Περιμένουν κι άλλοι δυο τρεις. Οι δύο δούλευαν. Το βλέπεις ξεκάθαρα. Ένας άλλος από κάποιο μπαράκι γυρνάει. Ωραία, θα βρεις και θέση να καθίσεις. Έρχεται. Είναι ασφυκτικά γεμάτο. Δηλαδή, δεν χωράς να μπεις. Δεν χωράς, πώς το λένε. Που να σε σπρώχνουν όπως κάνουν οι Ιάπωνες υπάλληλοι στο μετρό του Τόκιο. Δεν χωράς. Που να λες θα μπω να γίνω σαρδέλα. Δεν χωράς. Που να ανέβεις στην οροφή όπως βλέπεις σε φωτογραφίες από την Ινδία. Δεν χωράς. Period.
Παίρνεις ταξί.
Είσαι στο Σύνταγμα. Έχεις βγει. Δεν σου φτάνουν τα λεφτά. Πώς να σου φτάσουν, άλλωστε. Μπορεί να μην έχεις βγει. Να δούλευες πάλι, αλλά να σκέφτηκες να περπατήσεις μέχρι εκεί. Μπορεί να είσαι τουρίστας. Χαμηλού προϋπολογισμού. Έχεις δει όταν έψαχνες στο ίντερνετ ότι το βράδυ υπάρχουν μέσα μαζικής μεταφοράς. Ό,τι κι αν είσαι, περιμένεις το «11». Η τηλεματική δείχνει ότι έρχεται σε 30 λεπτά. Λες ωραία, ό,τι είναι τώρα, έχω έρθει από τους πρώτους, θα βρω θέση. Ή τουλάχιστον θα μπω. Ο κόσμος πυκνώνει. Από πού ξεφυτρώνουν όλοι αυτοί; Πυκνώνει κι άλλο. Σε ζώνουν τα φίδια. Την ψυλλιάζεσαι τη δουλειά. Όχι πάλι ταξί. Δεν βγαίνω, μάνα μου. Διπλή ταρίφα και 10 ευρώ για μια απόσταση ούτε πέντε χιλιομέτρων. Πόσο άλλο να μειωθεί το μεροκάματο; Πόσο μπορεί να πληρώσει κάποιος όταν με το που ανοίγει τα μάτια το πρωί πληρώνει ένα 20ευρο μόνο και μόνο γιατί τα άνοιξε; Τέλος πάντων. Με τα πολλά, η ώρα πέρασε. Παρατήρησες τον κόσμο γύρω σου. Διαπιστώνεις και μια κινητικότητα. Όσοι κάθονταν στη μάντρα του Εθνικού Κήπου, δήθεν χαλαροί, τώρα ξαφνικά έρχονται προς τα μπροστά. Έρχεται το «11» σε 2 λεπτά. Ξέρουν, πιάνουν σειρά. Στο ένα λεπτό πάνω, πριν το «11», έρχεται το «040» από Πειραιά. Ξεφορτώνει δεκάδες, μαύρους στην πλειονότητά τους. Δουλεύουν οι άνθρωποι. Σε φάμπρικες, ποιος ξέρει. Η φάμπρικα, άλλωστε, έχει πολλές μορφές. Αλλά αυτοί δουλεύουν σε φάμπρικες κανονικές. Χωρίς προσποιήσεις. Κατεβαίνουν από το «040». Έρχεται το «11». Μπαίνουν πρώτοι. Δεν χάνουν δευτερόλεπτο. Ξέρουν. Το timing είναι αδυσώπητο. Λες και φάμπρικες, «040»και «11» έχουν μια δική τους μυστική συμφωνία. Λες και κάποιος σκιώδης προαγωγός παίρνει μίζες για όλο αυτό. Ακολουθούν εκείνοι που είχαν σηκωθεί πρώτοι από την μάντρα του Εθνικού Κήπου. Κορμιά συνθλίβονται, γίνονται ένα. Χέρια προεξέχουν και λες ότι θα τα κόψει η πόρτα κλείνοντας. Ή θα τα κόψει ο ίδιος ο κάτοχός τους μόνο και μόνο για να χωρέσει. Μπορεί να ζήσει με τα δυο του πόδια, αν δεν του τα έχουν πολτοποιήσει ήδη. Δεν χωράς. Μένεις ακίνητος να παρακολουθείς την μοίρα σου. Δύο τουριστάκια ψιλομεθυσμένα, απορούν τι γίνεται. Δεν χωρούν ούτε εκείνα. Ένας τύπος με μια βεντάλια κατευθύνεται προς το Ζάππειο χωρίς να ενδιαφέρεται για το δικό μας δράμα. Ένας άλλος δεν σηκώθηκε ποτέ από την μάντρα του Εθνικού Κήπου. Συνέχιζε να καπνίζει.
Παίρνεις ταξί.
Μια άλλη βραδιά, όμως, χώρεσες! Βρήκες και θέση! Τα γλίτωσες τα 10 ευρώ που θα έδινες στο ταξί! Πήρες το «11» από το Καλλιμάρμαρο. Κάθισες μπροστά, στα δεξιά. Βλέπεις τον οδηγό. Πόσες φορές να έχει κάνει το ίδιο δρομολόγιο; Πόσες φορές να έχει σιωπήσει στα βρισίδια μεθυσμένων που τον βρίζουν γιατί πρέπει να τον βρίσουν; Φαντάζεσαι ότι είναι ένας κρυφός ποιητής, όπως ο Πάτερσον ο οδηγός λεωφορείου στην ομώνυμη ταινία του Τζιμ Τζάρμους. Που πριν ξεκινήσει το δρομολόγιό του, γράφει κι από δυο στίχους στο κρυφό του σημειωματάριο. Ο ίδιος, βέβαια, μιλάει όλη αυτή την ώρα στο τηλέφωνο. Για μπάλα. Φτάνει Σύνταγμα. Γεμίζει. Μπαίνουν οι εργάτες της φάμπρικας. Κάθονται δίπλα σου αν και μονή θέση. Ας είναι. Άλλωστε κάθεσαι λίγο πιο άκρη, μπας και χωρέσει και κάποιος άλλος που το χρειάζεται. Στην Ομόνοια μπαίνει ένας που ζει τις νύχτες, να μην τον βλέπει ο πολύς κόσμος. Η δική του ορατότητα είναι δυνατή μόνο όταν πέφτει βαθύ σκοτάδι. Στα Εξάρχεια μπαίνουν πιο νιάτα. Μιλούν για θέματα με απόλυτα επιχειρήματα. Μωρέ, μπράβο, βραδιάτικα. Άλλοι δεν μιλούν. Τα σώματά τους ακολουθούν τον ρυθμό της οδήγησης και την μορφολογία του οδοστρώματος. Αδιαχώρητο. Ένας έχει πιαστεί από το σίδερο πάνω από τις χειρολαβές. Ένας πίσω του κολλητά, ο ίδιος κολλητά στον μπροστινό του. Σάντουιτς a la trolley. Με εσάνς παστουρμά. Άλλοι θα πλήρωναν για μια τέτοια εμπειρία. Πού να τρέχεις, να μπαίνεις σε εφαρμογές. Τζάμπα, στο «11». Μια κοπέλα φοβάται και κρατά την τσάντα της, ένας με σακ βουαγιάζ πάει στο airbnb του και λίγο πιο δίπλα ένας που έχει να κάνει μπάνιο δύο χρόνια φτύνει στο πάτωμα, όταν αυτό αρχίσει να φαίνεται αχνά αφού έχουν κατέβει σταδιακά οι περισσότεροι.
Μήπως να έπαιρνες ένα ταξί;
Η Αθήνα τις νύχτες παύει να είναι η αναδυόμενη μητρόπολη της μέρας. Και του φαντασιακού μας. Η ύπαρξη ενός μόνο τρόλεϊ, του «11» που εξυπηρετεί το κέντρο της, δεν συνάδει με τις ανάγκες της εποχής. Η γραμμή «400» Πειραιάς-Στ. Δουκ. Πλακεντίας που ξεκίνησε μόλις τον περασμένο Μάιο, είναι πολύ πρόσφατη για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. Τα λεωφορεία express εξυπηρετούν συγκεκριμένο επιβατικό κοινό με το ανάλογα διαμορφωμένο κόμιστρο. Δεν ζούμε πια στη δεκαετία του ΄80 ή του ‘90. Δεν ζούμε σε μια εποχή που οι άντρες δούλευαν το πρωί, οι γυναίκες είχαν τη φροντίδα του σπιτιού και τα Σαββατοκύριακα είχαν όλοι ρεπό και πήγαιναν στο καφενείο ή την εκκλησία και μετά έβλεπαν Αθλητική Κυριακή που σηματοδοτούσε την επερχόμενη Δευτέρα. Που όλα ήταν σε μια καθορισμένη μακαριότητα. Με άλλη σύσταση πληθυσμού, χωρίς τις σημερινές κοινωνικές ομάδες, χωρίς καν τον ίδιο αριθμό κατοίκων. Πόσο μάλλον επισκεπτών.
Η Αθήνα πια τις νύχτες δουλεύει. Δεν είναι μόνο οι φάμπρικες από τις πιο βιομηχανικές περιοχές. Χιλιάδες κόσμου δουλεύει σε κεντρικά εστιατόρια, μπαρ, μουσικές σκηνές. Υπάρχουν καταστήματα 24ωρης εξυπηρέτησης. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν σεκιούριτι. Νυχτερινές βάρδιες σε ξενοδοχεία. Το να μην μπορείς να πάρεις ένα λεωφορείο ή ένα τρόλεϊ τις νύχτες είναι αδιανόητο σε μια σύγχρονη πόλη. Αν συνυπολογιστεί το εξαντλητικό κόστος ζωής και η καταφυγή σε λύσεις όπως αυτή του ταξί, πόσο άλλο μπορεί να εκμηδενιστεί οικονομικά ο μέσος εργαζόμενος πολίτης; Πώς θέλεις να πουλάς τουρισμό, ότι έχουμε μια πόλη που δήθεν ποτέ δεν κοιμάται, να έχει γίνει η Αθήνα προορισμός (όχι σταθμός transit όπως ήταν μέχρι πριν μερικά χρόνια), να πουλάς διασκέδαση κι όχι μόνο αρχαία και σουβλάκια και να υπάρχει μόνο το «11» κάθε μισή ώρα ή 40΄ λεπτά τις νύχτες. Πώς κατηγοριοποιείς τους πολίτες σε διαφορετικές ταχύτητες. Πώς παραμένεις τελικά μια πολιτεία χωρίς πραγματική σύνδεση με το σήμερα.
– – – – – – –
Υπεύθυνη για τα τρόλεϊ είναι η Ο.ΣΥ. Α.Ε.
Ο ΟΑΣΑ διεξάγει έρευνα για την εκπόνηση του Στρατηγικού Σχεδίου Μεταφορών Αττικής (ΣΣΜΑ) που θα καθορίσει το μέλλον των μετακινήσεων στην πρωτεύουσα σε βάθος εικοσαετίας. Καλεί τους πολίτες και επισκέπτες της Αττικής να συμμετάσχουν ενεργά στη διαμόρφωσή του.