Ο Περουβιανός θεολόγος και πρεσβύτερος Γκουστάβο Γκουτιέρες έφυγε προσφάτως σε ηλικία 96 ετών σε μοναστήρι στη Λίμα του Περού, σε μία εποχή όπου η θεολογία του έχει καταστεί ξανά εξόχως επίκαιρη. Υπήρξε ένας από τους πλέον εμβληματικούς εισηγητές της Θεολογίας της Απελευθέρωσης με το σημαντικό βιβλίο του με τον ομώνυμο τίτλο. Είχε σπουδάσει ιατρική και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μάρκος στη Λίμα και θεολογία στη Λουβαίν του Βελγίου και στη Λυόν της Γαλλίας.
Οι κυρίως «σπουδές» του, όμως, έλαβαν χώρα στους δρόμους της Λίμα, όπου έζησε εκ του σύνεγγυς τη ζωή των αναγκεμένων. Ως έφηβος έπασχε από οστεομυελίτιδα, στην ηλικία των 12 έως 18 ετών, και χρειαζόταν να είναι σε ειδικό αμαξίδιο. Η εμπειρία αυτή τον έκανε, κατά δηλώσεις του, να στηρίζεται περισσότερο στην ελπίδα για την αγαπητική φροντίδα των άλλων και να καταλάβει ότι η σωτηρία είναι μια συλλογική υπόθεση και όχι ατομική. Αφόρμηση του θεολογικού λόγου του ήταν η Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965), η οποία επικαιροποίησε το μήνυμα του Ευαγγελίου στον σύγχρονο κόσμο και απλοποίησε τη λατρεία, καθώς και η Δεύτερη Σύνοδος των Επισκόπων της Λατινικής Αμερικής στο Μεντεγίν της Κολομβίας (1968). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη μελέτησε τα έργα του Καρλ Μαρξ και σύγχρονες αναλύσεις τους για την πραγματικότητα της ταξικής πάλης.
Βασική έννοια της θεολογίας του είναι η «προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών» (opción preferencial por los pobres), η οποία σημαίνει ότι η Βίβλος δίνει προτεραιότητα στους πλέον φτωχούς και αδύναμους. Όταν μιλάμε για χριστιανική «εσχατολογία», εννοείται ότι η αλήθεια βρίσκεται στους έσχατους καιρούς, οι οποίοι νοηματοδοτούν το παρελθόν, αλλά και στους έσχατους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν μία προνομιακή σχέση με την υπαρκτική αυθεντικότητα, επειδή είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να χάσουν και σε αυτούς φανερώνεται κατ’ εξοχήν το μεσσιανικό στοιχείο. Τα δύο αυτά συστατικά, κατά τον Γκουτιέρες, ενώνονται από τον ίδιο τον Χριστό, που στο όραμα για την εσχατολογική Δευτέρα Παρουσία του Μεσσία τονίζει ότι το κριτήριο της σωτηρίας είναι το τι έκανε ο κάθε άνθρωπος για τους εσχάτους και μάλιστα ταυτίζει το πρόσωπο των φτωχών με το πρόσωπο του Μεσσία, με μια έμφαση στις χήρες, στα ορφανά, τους ασθενείς και τους φυλακισμένους. Ο Γκουτιέρρες τόνισε ότι η σωτηρία αυτή δεν είναι ατομική, αλλά συλλογική, καθώς η ανθρωπότητα σώζεται όχι ως επιμέρους άτομα, αλλά ως κοινωνία και κοινότητα. Και μέσα στην Ιστορία, οι κοινωνίες κρίνονται κατ’ εξοχήν από το πώς συμπεριφέρονται στους πιο ευάλωτους.
Οι φτωχοί είναι αυτοί που εγείρουν αιτήματα δικαιοσύνης και συνιστούν τη συνείδηση μιας κοινωνίας. Το εσχατολογικό όραμα του Χριστού συνδέεται και με το Κατά Λουκάν 4,18-19, όπου ο Χριστός ερμηνεύει τον ψαλμό του Δαυίδ για τη χρίση του Μεσσία από το Άγιο Πνεύμα με όρους ότι το ευαγγέλιο, δηλαδή η καλή αγγελία, απευθύνεται στους φτωχούς, στους αρρώστους που χρειάζονται ίαση, στους αιχμαλώτους που έχουν ανάγκη από λύτρωση, στους τυφλούς που επιθυμούν να αναβλέψουν και γενικά στους θρυμματισμένους («τεθραυσμένους») ανθρώπους. Στους φτωχούς και στους έσχατους κατά τον Γκουτιέρες αποκαλύπτεται το αν υπάρχει αγάπη στον κόσμο ή αν έχει εκλείψει και για τον λόγο αυτό από αυτούς ξεκινά η κρίση με την εσχατολογική έννοια.
Ο όρος «πτωχεία» διαθέτει πάντως πολυσημία στο ευαγγέλιο. Ο Γκουτιέρες επιμένει ότι στη Βίβλο η ύπαρξη της υλικής φτώχειας θεωρείται ως μια σκανδαλώδης αποτυχία της ανθρωπότητας να επιδείξει αλληλεγγύη. Μπορεί να υπάρχουν βεβαίως θετικές συνδηλώσεις για την πτωχεία, όπως λ.χ. το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» ή για την εκούσια πτωχεία, που είχε αναλάβει και ο ίδιος ο Ιησούς. Το τελευταίο αφορά σε ένα εκούσιο πάθος του Μεσσία, που, σύμφωνα με μια γενικότερη ευαγγελική διαλεκτική, κατέρχεται στο κατώτερο σημείο της ανθρωπότητας, είτε υλικά, είτε πνευματικά, ώστε να αναρρύσει από εκεί τον άνθρωπο, κατά μία λογική όπου η κένωσις (άδειασμα) του Θεού φέρνει την πληρότητα του ανθρώπου. Αυτό δεν σημαίνει ότι η φτώχεια καταξιώνεται ως μια κατάσταση στην οποία είναι καλό ο άνθρωπος να εμμένει ως μέσο της σωτηρίας του. Ο φτωχός μπορεί να έχει μία προνομιακή σχέση με την υπαρξιακή αυθεντικότητα, καθώς βρίσκεται εγγύτερα στην ευαλωτότητα και τη θνητότητα. Ωστόσο, αυτό είναι μια κλήση στο σύνολο της ανθρωπότητας να υπερβεί τη συνθήκη αυτή συλλογικά. Η εμμονή στη φτώχεια είναι μια συλλογική αμαρτία. Παρομοίως, η «πτωχεία τω πνεύματι» μπορεί να είναι μία ταπεινοφροσύνη και ευλογημένη αφέλεια του ανθρώπου που δεν έχει αλαζονεία, χωρίς αυτό να σημαίνει καταξίωση της πνευματικής νηπιότητας. Τόσο η υλική όσο και η πνευματική πτωχεία αποτελούν μία αφετηριακή ηθική και πολιτική πρόκληση και για αυτό συντελούν στην κινητοποίηση της αγάπης, όμως η εμμονή σε αυτές και η εφησυχαστική μη υπέρβασή τους συνιστούν αμαρτία.
Στον Γκουτιέρες κυρίως οφείλουμε μία κριτική του ιδεαλισμού, ότι λ.χ. μπορεί κάποιος να είναι πλούσιος, αλλά εσωτερικώς αδιάφορος για τα υλικά αγαθά. Η φτώχεια είναι μια αντικειμενική και συλλογική σκανδαλώδης αμαρτία και ο φτωχός είναι το πρόσωπο που απευθύνει την ηθική αλλά και πολιτική κλήση. Η χριστιανική αμαρτία αποκτά έτσι και μία πολιτική έννοια κατά τρόπο ανατρεπτικό ως προς τη μακραίωνη σύνδεσή της με την ατομική ηθική. Η αμαρτία έγκειται κυρίως κατά τον Γκουτιέρρες σε μία δομή που αναπαράγει την ανισότητα και αναιρεί την αγαπητική καθολικότητα της ανθρωπότητας.
Η Θεολογία της Απελευθέρωσης έχει επανέλθει στο επίκεντρο επί του επίσης Λατινοαμερικανού Πάπα Φραγκίσκου, ο οποίος στην αποστολική προτροπή Η Χαρά του Ευαγγελίου (Evangelii Gaudium) αφιερώνει μια μακρά παράγραφο στη συμπερίληψη των φτωχών στην κοινωνία, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς την προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών το Ευαγγέλιο κινδυνεύει να παρεξηγηθεί. Προηγουμένως, η Θεολογία της Απελευθέρωσης είχε καταπολεμηθεί από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, ήδη από την εποχή που ήταν απλώς καρδινάλιος στη δεκαετία του 1980, ως μια κεκαλυμμένη μορφή μαρξισμού εντός της Εκκλησίας. Η Θεολογία της Απελευθέρωσης τονίζει ότι υπάρχει θεσμική και δομική αμαρτία και όχι μόνο ατομική και ηθική, καθώς και ότι η αμαρτία αφορά σε ένα ολόκληρο σύστημα εκμετάλλευσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θεωρήθηκε από συντηρητικούς επικριτές της, όπως ο καρδινάλιος Ιωσήφ Ράτσινγκερ, μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος, ότι ακολουθεί τη μαρξιστική θεώρηση περί ταξικής πάλης. Με την ανάρρηση, ωστόσο, του Πάπα Φραγκίσκου στον παπικό θεσμό, η Θεολογία της Απελευθέρωσης βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο με το βλέμμα στον παγκόσμιο νότο και ανατολή.
Η αιχμή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης είναι πλέον αφενός αντιαποικιοκρατική και αφετέρου οικολογική. Ως προς την οικολογική διάσταση, κυρίως στη σκέψη του Λεονάρντο Μποφ τονίζεται ότι η προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών αποτελεί και μια προνομιακή επιλογή υπέρ του περιβάλλοντος, το οποίο είναι ευάλωτο και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι της ανθρώπινης επιθετικότητας. Ως προς την αντιαποικιοκρατική διάσταση, υπενθυμίζεται ξανά ότι ο παγκόσμιος νότος και ανατολή αποτελούν ένα προνομιακό σημείο πραγμάτωσης του ευαγγελίου και το μέλλον του χριστιανισμού, σύμφωνα και με τις προτεραιότητες του Πάπα Φραγκίσκου.
Η έξοδος του παγκόσμιου νότου και ανατολής από τη συνθήκη που παλαιότερα αποκαλείτο υπεροπτικά «τρίτος κόσμος» αποτελεί ένα πολιτικό, αλλά με τη λογική του Γκουτιέρες και υπαρξιακό, διακύβευμα για όλη την ανθρωπότητα. Αυτό, όμως, σημαίνει την άρνηση κάθε μορφής αποικιοκρατίας, παλαιάς και καινούργιας, οι οποίες αναπαράγουν τη δομική ανισότητα μέσα από την εκμετάλλευση των πόρων από αποικιακές μητροπόλεις. Σήμερα μία ιδιαίτερη μορφή Θεολογίας της Απελευθέρωσης αναπτύσσεται στην Παλαιστίνη με έμφαση στην ισότητα και καθολικότητα της ανθρωπότητας ενάντια σε συστήματα Απαρτχάιντ και στον θρησκευτικό εξαιρετισμό, που (παρ-)ερμηνεύει τη Βίβλο και άλλα ιερά βιβλία στη λογική ύπαρξης εκλεκτών περιούσιων λαών σε βάρος της ανθρώπινης καθολικότητας. Θα μπορούσε σχετικώς να γίνει λόγος για μια «προνομιακή επιλογή υπέρ των θυμάτων της αποικιοκρατίας», τα οποία απευθύνουν μία εν ταυτώ ηθική και πολιτική έκκληση να σταματήσει η αμαρτία της δομικής ανισότητας μέσα σε έναν ενοποιημένο κόσμο.