ΑΘΗΝΑ
18:51
|
16.11.2024
Μου φαίνεται γελοίο όταν ακούω στερεότυπα όπως «ελληνική οικογένεια», η πραγματικότητα έχει επιβληθεί και είναι μια πραγματικότητα όπου everything goes.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Είδα τη φωτογραφία τους, μάλλον ήταν σε οθόνη τηλεόρασης όταν οι οθόνες που βλέπαμε ήταν κυρίως τηλεοράσεις, όχι κινητά. Και ήταν μια εικόνα χτυπητή ή μάλλον ανησυχαστική. Πρέπει να πω ότι είμαι άνθρωπος με βαθιά πίστη στην αλήθεια των εικόνων, αν ο Τσάντλερ αναφέρει κάποιο κτίριο στη γωνία Wilshire και δεν-ξέρω-γω-τι θα ψάξω να το δω στο γκουγκλ, ή στη Φλωρεντία θέλησα να δω τη Via del Corno του «το χρονικό των φτωχών εραστών» του Πρατολίνι. Στη φωτογραφία δεν μου άρεσε ο Yann Andrea. Ήταν νέος, αλλά όχι ένας νέος από φαντασίωση, ούτε καν ένας ονειρεμένος νέος, δεν ήταν ο ήρωας ενός βιβλίου. Έμοιαζε περισσότερο με έναν νέο συμβιβασμό, έναν νέο στους αριθμούς αλλά βαρύ και μεσήλικο στο σώμα, καμία φλόγα, κανένα δράμα. Τότε δεν είχα διαβάσει τίποτα της Ντυράς, ίσως είχα από τότε μια απέχθεια για τη βαθιά και αλαζονική γαλλικότητα, αυτή που μετατρέπει κάθε μέτριο Γάλλο σε τοτέμ διανόησης και έμβλημα αντισυμβατικότητας. Ακόμα και τώρα, εδώ που τα λέμε, μόνο μία Ντυράς υπάρχει στο κεφάλι μου και στο ράφι μου (ευχαριστώ τη Μ. που είχε την καλοσύνη να μου την επιστρέψει μετά από χρόνια), είναι «ο ναύτης του Γιβραλτάρ».

Είναι ένα από εκείνα τα έργα που βρίσκω ωραία. Απλά ωραία, αυτήν τη λέξη βρίσκω για να το περιγράψω, χωρίς να έχω βρει το γιατί, χωρίς να το έχω εντάξει σε ένα πλαίσιο συμφραζομένων, πολιτισμικών και κοινωνικών συνδηλώσεων που θα μου επέτρεπε έναν πιο περιγραφικό χαρακτηρισμό. Ίσως, θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς έναν κάποιο εξωτισμό, πράγμα που μου φαίνεται συμβατό με την εποχή, και με τη γεννημένη στη γαλλική Ινδοκίνα, αν δεν κάνω λάθος, Ντυράς, μέσα στην εποχή. Ωστόσο οι εικόνες που έχουν μείνει στο κεφάλι μου λίγο μάλλον σχετίζονται με τον εξωτισμό και με το μεσογειακό κοσμοπολίτικο σικ της εποχής. Περισσότερο παρακολούθησα την αποδιοργανωμένη μεταπολεμική Ιταλία, τον καύσωνα της Τοσκάνης, τη διαδρομή με το φορτηγάκι που οδηγούσε ο κομμουνιστής Ιταλός εργάτης, εκείνη την ατάκα του τελευταίου, στον Γάλλο, ζευγαρωμένο σε μια αποξενωμένη σχέση στα πρόθυρα γάμου, δημόσιο υπάλληλο: «φίλε, δεν είναι ζωή αυτή που ζεις», ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Οι βαρετές μέρες στη Φλωρεντία υπό καύσωνα και μετά η οικεία, για κάποιον που αμυδρά θυμάται τα ελληνικά 80s, ακόμα λαϊκή και χωριάτικη παραλία που πρέπει να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο Viareggio και τη La Spezia και που δεν κατάφερα να βρω εικόνες της.

Η οικειότητα, ίσως αυτή είναι η λέξη που περιγράφει το βιβλίο, μια χαμηλότονη αφήγηση οικείας εμπειρίας σε όλο το πρώτο μέρος, κάτι που εκπληρώνεται με τη φυγή του -όνομα; έχει άραγε όνομα ο σε πρώτο πρόσωπο ήρωας του βιβλίου; Η οικεία εμπειρία που χτίζεται από όλα τα μικρά και αφηγηματικά ασήμαντα επεισόδια: ο ήχος από τη μακρινή ταβέρνα, η αποπνικτική νύχτα, τα κουνούπια, το παραθεριστικό καταφύγιο και ο κουνιάδος του εργάτη. Και ο μύθος του καλοκαιριού και της φυγής: η γκομενάρα με το 30μετρο σκάφος, η γυμνή πίσω από τις καλαμιές, όπως τη βλέπει ο σε τελματωμένη σχέση, σε τελματωμένη ζωή, τριαντάρης το 1947 δημόσιος υπάλληλος δίπλα στην ξαπλωμένη, δραματουργικά ανύπαρκτη Ζακλίν.

Και κάπου εδώ έρχεται η φωτογραφία της Μαργκερίτ με τον Γιαν Αντρέα. Να πω εδώ ότι δεν αφήνω την αλήθεια να μου χαλάσει μια καλή ιστορία, δεν διεκδικώ καμία αλήθεια σε αυτά που γράφω, μόνο την καλή ιστορία, μάλλον την ιστορία που λέω και που με τη σειρά της μου μιλά. Επίσης δεν κάνω καμία «έρευνα», σχεδόν δεν γκουγκλάρω όταν γράφω. Μιλώ για αυτά που θυμάμαι, όπως κατασκεύασα την ανάμνησή τους μέσα στο κεφάλι μου. Ο Γιαν ήταν σε μια λογοτεχνική φοιτητική ομάδα ή ομάδα ανάγνωσης. Όταν βρήκαν την Ντυράς ή όταν τέλος πάντων της έγραψαν, ήταν ήδη ηλικιωμένη και μάλλον ξεχασμένη και μόνη, δεν είναι παράξενο, όλοι μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε για αυτήν ένας νέος, όχι φαντασιακά, ούτε ονειρεμένα νέος, όχι δραματικά εμπνευστικός νέος.

Τον ανέφερα σήμερα μιλώντας με πολύ διαβαστερή φίλη, με αφορμή ένα βιβλίο του Ουελμπέκ, το εμπόλεμο και ανταγωνιστικό των σχέσεων. Τον ανέφερα επειδή έδειχνε ακριβώς αυτό, ένας άμαχος στα πλαίσια μιας σχέσης με την απόμαχο και επική Ντυράς. Ένας άνθρωπος που δεν διεκδίκησε τον πόλεμο, που απάγκιασε στη σκιά ενός άλλου. Τώρα, προφανώς δεν μου πέφτει λόγος, και το πιστεύω βαθιά αυτό· υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να σχετιστούν, να συνυπάρξουν οι άνθρωποι. Μου φαίνεται γελοίο όταν ακούω στερεότυπα όπως «ελληνική οικογένεια», η πραγματικότητα έχει επιβληθεί και είναι μια πραγματικότητα όπου everything goes, με ποικίλους, πρωτότυπους ή τετριμμένους τρόπους οικογενειακής συνύπαρξης. Μέσα στα όλα, ήταν και αυτή μια σχέση, του Γιαν Αντρέα και της Μαργκερίτ Ντυράς. Μου φαίνεται όμως παράξενο και ανακόλουθο αυτό: πώς κολλάει η ταξιδιάρικη ατμόσφαιρα, η επική φυγή του «ναύτη του Γιβραλτάρ» με τον πόθο για τη συγγραφέα και όχι για την Αμερικανίδα σταρ στο τριαντάμετρο σκάφος. Αυτή ήταν το αντικείμενο, Γιαν. Και ίσως υπάρχει μια βαθιά διχοτομία ανάμεσα στα αντικείμενα της αφήγησης και τους αφηγητές τους. Είναι άλλοι κόσμοι. Μερικές φορές.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ένοχες απολαύσεις

Είναι προσβλητικό να κλέβεις για την πάρτη σου τους πόρους δύο υδρογείων και να δίνεις σαν καθρεφτάκι στην πλέμπα την κουτσουρεμένη ελευθερία των ταυτοτήτων.
ΣΥΝΑΦΗ

Παρίσι: Συναγερμός στις αρχές για άντρα που έχει κλειδωθεί σε εστιατόριο

Πολυτεχνείο: Επιπρόσθετες κυκλοφοριακές ρυθμίσεις την Κυριακή–Ποιοι δρόμοι κλείνουν

Αμπχαζία: Η αντιπολίτευση καλεί τον Πρόεδρο να παραιτηθεί-«Όχι» σε πρόωρες εκλογές (upd)

BlueSky: Το εναλλακτικό Χ σπάει ρεκόρ λήψεων

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα