Ο πρώην υπουργός και βουλευτής της ΝΔ, Άρης Σπηλιωτόπουλος, μίλησε στο Κοσμοδρόμιο για τα Ελληνοτουρκικά, τις σημερινές ιδεολογικές διαιρετικές τομές, την κατάσταση του ελληνικού τουρισμού και της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη ενός φιλελευθερισμού με κοινωνικό πρόσωπο. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα της συνέντευξης. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη την συνέντευξή από το κανάλι του Κοσμοδρομίου στο YouTube.
Θα ήθελα το σχόλιό σας σχετικά με τις εξελίξεις την πρόσφατης Συνόδου Κορυφής. Υπάρχει μια αντίληψη που θέλει την Άγκυρα ουσιαστικά ως τον νικητή, καθώς έχει κατορθώσει αφενός να αποσυνδέσει τα Ελληνοτουρκικά από την ευρύτερη ευρωπαϊκή ατζέντα και αφετέρου να μεταφέρει τον διάλογο σε επίπεδο ηγεσίας των δύο χωρών. Ποια είναι η γνώμη σας επί του θέματος;
Θα θέσω το περίγραμμα τελείως διαφορετικά. Θα πω αρχικά πως όσο η Ευρώπη δεν συνδέει την επίλυση των όποιων εκκρεμοτήτων μονομερώς η Άγκυρα προβάλει εις βάρος της Ελλάδος με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, τόσο η Τουρκία βγαίνει σε κάθε περίπτωση πιο δυναμωμένη από αυτή την «αποσύνδεση».
Δεύτερον, έχει πολύ μεγάλη σημασία να κατανοήσουμε ότι δεν μπορεί να γίνει καμία προσφυγή εφ’ όλης της ύλης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Κι επειδή έχει γίνει αρκετός λόγος και είναι πολύ πιθανό κάποιοι να μην κατανοούν το γιατί, σπεύδω να διευκρινίσω ότι όταν μια χώρα διεκδικεί τα πάντα και η άλλη -η δική μας δηλαδή- δεν διεκδικεί, όταν πας σε ένα δικαστήριο σαν αυτό της Χάγης προφανώς σε κάποια ζητήματα θα δικαιωθείς σε άλλα όχι. Έτσι, αυτός που διεκδικεί τα πάντα, σε αντίθεση με εκείνον που δεν διεκδικεί τίποτα στο τέλος της ημέρας κάτι θα πάρει και θα βγει νικητής. Άρα, σε αυτή την περίπτωση, εμείς κάτι θα δώσουμε και θα έχουμε προφανώς απώλειες σε θέματα εθνικής κυριαρχίας τα οποία δεν θα έπρεπε να είναι διαπραγματεύσιμα. Άρα, όταν η Γερμανία παροτρύνει τις χώρες προς επίλυση των διαφορών τους και αφήνει να εννοηθεί πως στηρίζει μια διαδικασία σαν το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η Τουρκία βγαίνει κερδισμένη. Εμείς θα βγαίναμε κερδισμένοι μόνο αν συζητούσαμε για το θέμα της υφαλοκρηπίδας, όπου θα μπορούσαμε να πάμε σε ένα διεθνές δικαστήριο και εκεί να αποδεχτούμε τα αποτελέσματα της εκδίκασης.
Το τρίτο κομμάτι έχει να κάνει με το γεγονός που είδαμε το τελευταίο διάστημα. Όσο η Τουρκία προσπαθεί, με την απειλή ότι θα διαταράξει το τουριστικό μας προϊόν, που ξέρει για εμάς πόσο σημαντικό είναι (επειδή πέρυσι είχαμε μεγάλες απώλειες και άλλη βιομηχανία σαν την τουριστική δεν έχουμε), όσο απειλεί με εντάσεις αν δεν καθίσουμε σε ένα τραπέζι και επιτυγχάνει να καθόμαστε σε αυτό το τραπέζι και να συζητούμε -πολύ πιθανό εφ΄όλης της ύλης- σε αυτή την περίπτωση έχει καταφέρει τον σκοπό της.
Έτσι λοιπόν η Τουρκία, είτε με το καρότο είτε με το μαστίγιο καταφέρνει να κερδίζει περισσότερους πόντους σε αυτό το μπρα ντε φερ μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να επιβάλουμε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, που σημαίνει την επίλυση των διαφορών μας ως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση ευρωπαϊκής προοπτικής, όπου η διαφορά είναι μια και είναι η υφαλοκρηπίδα και όλες οι άλλες αποτελούν μονομερείς διεκδικήσεις και αξιώσεις όχι εις βάρος της Ελλάδας μόνο αλλά και όλης της Ευρώπης. Σε αυτό το επίπεδο, θεωρώ πως η Γερμανία διευκολύνει την Τουρκία να μην μπαίνει σε αυτό το πλαίσιο, σε βάρος των ζωτικών εθνικών μας συμφερόντων.
Ένας παράγοντας είναι η στάση της Τουρκίας, ένας άλλος τα συμφέροντα -κυρίως οικονομικά- της Γερμανίας στην τουρκική επικράτεια. Την στάση της ελληνικής κυβέρνησης όμως πως θα τη χαρακτηρίζατε; Πολλοί διαπιστώνουν μια αλλαγή στο πως βλέπουμε τα εθνικά μας συμφέροντα και ορισμένοι μιλούν για επιστροφή στη λογική της περιόδου Σημίτη, όπου πέρα από τις γνωστές διαφορές πρέπει να δούμε συνολικότερα το πρόβλημα. Ποια η δική σας οπτική;
Νομίζω πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη και συγκροτημένη πολιτική από την πλευρά της κυβέρνησης. Πιστεύω πως η κυβέρνηση δοκιμάζει απλά τις αντοχές του συνόλου του πολιτικού συστήματος. Από τη μια πλευρά υπάρχει η παραδοσιακή πολιτική που λέει «Διεθνές Δικαστήριο Χάγης μόνο για την υφαλοκρηπίδα, όλα τα άλλα είναι μονομερείς αξιώσεις, δεν τις συζητούμε, δεν μπαίνουμε σε κανένα παζάρι γιατί αυτό σημαίνει απώλεια ζωτικών εθνικών συμφερόντων». Και από την άλλη, υπάρχει η ονομαζόμενη ρεαλιστική πολιτική και την αποκαλώ έτσι όχι γιατί βλέπω ουσία σε αυτή, αλλά γιατί έτσι έχει παγιωθεί να την χαρακτηρίζουν όση την υποστηρίζουν, που λέει ότι καλώς η κακώς υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο χωρών οι οποίες πρέπει να συζητηθούν, να μπούμε σε ένα «ανατολίτικο» παζάρι κι αν είμαστε τυχεροί όσα δώσουμε θα είναι λιγότερα από όσα θα πάρουμε.
«Δεν υπάρχει συγκεκριμένη και συγκροτημένη πολιτική από την πλευρά της κυβέρνησης»
Την τελευταία περίοδο βλέπουμε ένα συνεχές μπρος-πίσω, δηλαδή και λέμε μεν αυτό και κάνουμε διευκρινίσεις και προσπαθούμε να το ξαναμαζέψουμε όταν υπάρχουν αντιδράσεις από τους πρώην πρωθυπουργός στο εσωτερικό της ΝΔ ή από τη δεξιά πλευρά του ακροατηρίου της ΝΔ, από την άλλη όμως φλερτάρουμε με την πάγια θέση της κυβερνήσεως Σημίτη που ήταν ότι δεν μιλάμε μόνο για την υφαλοκρηπίδα, αλλά ας δούμε συνολικά πως μπορεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης να πετύχει μια μόνιμη ειρήνη με την Τουρκία, επ’ ωφελεία και των δύο χωρών. Αυτή η πολιτική Σημίτη λοιπόν έρχεται και βγαίνει από το παράθυρο κι όχι από την κεντρική πόρτα της κυβέρνησης, ανάλογα με το πόσο δοκιμάζει τις αντοχές τόσο του εσωτερικού ακροατηρίου όσο και των εσωτερικών συσχετισμών εντός πλαισίου της ΝΔ.
Θα έλεγα ότι πρέπει να υπάρχει μια επαγρύπνηση όλων έτσι ώστε να φτάσουμε σε ένα σημείο να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η πολιτική μας και να την υπηρετήσουμε με πίστη και συνέπεια. Και βέβαια μέχρι τότε, όταν υπάρχουν διεκδικήσεις, αξιώσεις ή προκλητικές ενέργειες από πλευράς Τουρκίας δεν είναι το ωραιότερο να μπαίνουμε στο τραπέζι του διαλόγου ή να μας χρησιμοποιεί ως άλλοθι η Τουρκία ώστε να πει «είμαστε καλά παιδιά, δεν ενοχλούμε την Ελλάδα μεσούσης του θέρους, οπότε δώστε μας το πράσινο φως για την σχέση μας με την Ευρώπη».
Aυτή η διατήρηση ισορροπιών όμως δεν φαίνεται να πηγαίνει πολύ μακριά από όσο αντιλαμβάνομαι. Ίσως βγάλει την κυβέρνηση για ένα χρονικό διάστημα από τη δύσκολη θέση, αλλά τα προβλήματα θα είναι ακόμη μπροστά μας.
Προφανώς δεν πάει πολύ μακριά, από τη στιγμή που δεν έχουμε συγκροτήσει ένα αραγές μέτωπο, το οποίο μέτωπο θα έχει εκπονήσει συγκεκριμένη στρατηγική στην εξωτερική μας πολιτική και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στρατηγική η οποία θα χαρακτηριζόταν από συνέχεια, συνέπεια και αντοχή στον χρόνο. Να σταματήσουμε δηλαδή να πειραματιζόμαστε και να εκπέμπουμε εσφαλμένο μήνυμα, όχι μόνο προς την Τουρκία αλλά κυρίως προς την Ευρώπη για το πόσοι και πόσο είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε, αποδεχτούμε ή εκποιήσουμε από τα πάγια εθνικά ζωτικά μας συμφέροντα.
Έχω αρθρογραφήσει και έχω μιλήσει από Βουλής και σε συνέδρια της ΝΔ κι έχω πει ότι το σημαντικότερο είναι να υπάρχει μια εξωτερική πολιτική με ορίζοντα δεκαετίας. Για αυτό το λόγο θα έπρεπε να είχε συγκληθεί Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας γιατί κάθε φορά έχουμε να αντιμετωπίσουμε την τουρκική προκλητικότητα και αδιαλλαξία και αυτό το Συμβούλιο να χαράξει συγκεκριμένη πολιτική ώστε να ξέρουμε όλοι ποια είναι αυτή. Όσο δεν το κάνουμε αυτό και επιμένουμε μονοκομματικά, αφουγκραζόμενοι την κοινή γνώμη (η οποία κινείται ως εκκρεμές μέσω των δημοσκοπήσεων) τουλάχιστον κάνουμε ένα μεγάλο λάθος. Η μαλακοτεντωτή πολιτική παρερμηνεύεται και πολλές φορές όχι απλά παρεξηγείται αλλά οδηγεί στα αντίθετα των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων.
Προφανώς και πρέπει να συζητάμε με την Τουρκία, ο διάλογος είναι απαραίτητο εργαλείο και θέλουμε να επιλύσουμε τις διαφορές μας. Η Τουρκία όμως δεν είναι τόσο δυνατή αυτή την περίοδο για τρείς λόγους. Ο πρώτος είναι ότι έχει κλυδωνιστεί αρκετά η σχέση της με τον παραδοσιακό σύμμαχο και κεντρικό βραχίονα του ΝΑΤΟ, που είναι οι ΗΠΑ. Η Τουρκία έχει ενοχλήσει, συνεχίζει να ενοχλεί, έχουμε αλλαγή του administration με μια συγκροτημένη πολιτική από τους Δημοκρατικούς που δεν αφήνει πολλά περιθώρια στην Τουρκία, σε αντίθεση με την μαλακοτεντωτή πολιτική Τραμπ. Ο δεύτερος είναι ότι σε οικονομικό επίπεδο η Τουρκία δεν έχει τη δύναμη την οποία είχε, ο πληθωρισμός είναι πολύ μεγάλος και η αξία του νομίσματός της βαίνει διαρκώς αποδυναμωμένη, δεν υπάρχει η ευρωστία που υπήρχε. Ο τρίτος είναι ότι η Τουρκία παρότι φιλοδοξεί να παίξει ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης και το έχει καταφέρει ενδεχομένως, αντιμετωπίζει διαρθρωτικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ο Ερντογάν έχει καταπιέσει πάρα πολύ σε επίπεδο ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων και δεν έχει τις αντοχές σε επίπεδο κοινής γνώμης.
Προ ολίγων ημερών είδε το φως της δημοσιότητας κοινή δήλωση έξι πρώην βουλευτών και υπουργών της ΝΔ -ένας εκ των οποίων εσείς- με αφορμή το υπό συζήτηση τότε εργασιακό ν/σ. Είναι η τρίτη παρέμβαση της ομάδας των έξι μετά το ν/σ Κεραμέως-Χρυσ/δη και το ν/σ για την συνεπιμέλεια, όπου έχετε κάνει λόγο μεταξύ άλλων για ‘’αλλοίωση του φιλ/ου χαρακτήρα του κόμματος’’. Αυτή η μετατόπιση κατά τη γνώμη σας της κυβερνώσας παράταξης σε τραμπικά μονοπάτια που οφείλεται; Σε μια προσπάθεια να προσεταιριστεί η ΝΔ ακροδεξιούς ψηφοφόρους ή σε μια παρείσφρηση στοιχείων ξένων προς την παραδοσιακή κεντροδεξιά ;
Για να είμαστε ειλικρινείς υπάρχει σύγχυση όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, σύγχυση όχι μόνο θεσμών και αξιών αλλά και ιδεολογική. Βλέπετε πως σήμερα δεν είναι εύκολο να δώσει κανείς το πραγματικό περιεχόμενο συγκεκριμένων όρων και ιδεολογικών εννοιών που δίναμε στο παρελθόν. Τι σημαίνει φιλελευθερισμός σήμερα; Το να «απελευθερώνεις» την αγορά εργασίας δεν είναι μέτρο φιλελεύθερο επειδή είναι απελευθέρωση δίχως όρους και περιορισμούς. Θα έλεγα δε ότι αν μιλάμε με την πραγματική σημασία του όρου φιλελευθερισμός σημαίνει ότι θα πρέπει να διασφαλίζεις βασικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τα ατομικά και κοινωνικά του δικαιώματα, την ποιότητα της ζωής του και κυρίως την αξιοπρέπειά του.
«Το να ”απελευθερώνεις” την αγορά εργασίας δεν είναι μέτρο φιλελεύθερο επειδή είναι απελευθέρωση δίχως όρους και περιορισμούς»
Υπό αυτή την έννοια ο πραγματικός φιλελευθερισμός έχει πρόσημο προοδευτικό και δημοκρατικό, δεν τεμαχίζεται, να διαιρείται και να αποσυνδέεται από το κοινωνικό του πρόσωπο. Αν δε πάμε σε επίπεδο οικονομικής θεωρίας δεν νοείται φιλελευθερισμός χωρίς την κεϋνσιανή πρακτική στην οικονομία. Υπάρχει δηλαδή ναι μεν η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας αλλά υπάρχει και το κράτος που επιτελεί τον κυριαρχικό του ρόλο, ρόλο ρυθμιστή ώστε να δημιουργεί ένα δίκτυ κοινωνικής προστασίας και να προστατεύει τους κοινωνικά αδύναμους.
Η ακραία πλευρά των συντηρητικών κομμάτων προσπαθεί να νοθεύσει τον πραγματικό -κοινωνικό- φιλελευθερισμό με τον νεοφιλελευθερισμό, τον αναρχοκαπιταλισμό και την ασυδοσία της αγοράς, δήθεν επειδή είναι φιλελεύθεροι. Μόνο φιλελεύθεροι δεν είναι. Δεν νοείται φιλελευθερισμός χωρίς κοινωνικό πρόσωπο, χωρίς ενισχυμένο κρατικό ρόλο, χωρίς εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και χωρίς προστασία των δικαιωμάτων. Και για να μην μιλάμε μόνο για φιλελευθερισμό, δεν νοείται ουμανισμός χωρίς μεσαίο χώρο και ισορροπία μεταξύ των δυνάμεων της αγοράς και των εργαζομένων.
Επιτρέψτε μου να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου. Μπορεί μια κοινωνική κεντροδεξιά, ένα κόμμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού να επιβιώσει με τους όρους του 2000; Γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι εκείνη η εποχή σε ευρωπαϊκό επίπεδο είχε μια υλική βάση που προωθούσε μετριοπαθείς λύσεις σε πολιτικό επίδικο, ενώ σήμερα ελλείψει ευημερίας φαίνεται πως κυριαρχούν πιο ταυτοτικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση.
Θα απαντήσω στον συνήγορο του διαβόλου ότι η πιο πειστική και ηχηρή απάντηση σε αυτό το ερώτημα δόθηκε με τη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος που έφερε όχι μόνο την αλλαγή φρουράς με τον Μπάιντεν αλλά την πολιτική Μπάιντεν, μιας πολιτικής παρεμβατισμού για την ενίσχυση της μεσαίας τάξης και των συμφερόντων των πολλών στις ΗΠΑ, κι όχι των ολίγων που εξακολουθούν να πλουτίζουν εις βάρος των πολλών χωρίς να συνεισφέρουν το παραμικρό στην ανάπτυξη της χώρας τους.
Μετά τη νίκη Μπάιντεν λοιπόν νομίζω πήραμε ένα καλό μάθημα, ότι προφανώς ζούμε μια εποχή που ευνοεί άκρα και ακρότητες, που θυμίζει την περίοδο της Βαϊμάρης, δεν επιτρέπεται όμως να ξαναζήσουμε το τι γέννησε η Βαϊμάρη. Εμείς, ως Ευρώπη, είδαμε την άνοδο ακραίων πολιτικών κινημάτων, στην Ουγγαρία και αλλού, και είναι σημαντικό ότι εκεί που υπήρχε αυτός ο εναγκαλισμός των ακραίων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών κινημάτων και ρευμάτων βρέθηκε η πολιτική Μπάιντεν, ήλθε δηλαδή το ελπιδοφόρο μήνυμα από τις ΗΠΑ, ότι μπορεί να υπάρξει ο άλλος χώρος. Ο δημοκρατικός χώρος, ο χώρος εκείνος που επιτρέπει τη συναίνεση, τη σύνθεση ιδεών και απόψεων, ώστε να φύγουμε από άκρα και ακρότητες και να εγκαταλείψουμε τον δογματισμό, τον φανατισμό, την πόλωση.
Φτάσαμε στην Ελλάδα σε ένα σημείο που αρχίζει και ξηλώνεται η ρίζα που ένα ακραίο κόμμα όπως η Χρυσή Αυγή λόγω του φανατισμού και της πόλωσης είχε διεισδύσει αρκετά σε επίπεδο κοινωνίας. Είναι η ώρα λοιπόν να γυρίσουμε πίσω και να ισορροπήσουμε πάλι. Και επιτρέψτε μου να πω ότι αντιπαθώ τις ετικέτες και όσοι τις χρησιμοποιούν θεωρώ πως το κάνουν για να συντηρήσουν και μια παραδοσιακή πολιτική πελατεία για δικό τους συμφέρον. Εγώ λοιπόν δεν βλέπω προς το Κέντρο, προς την Αριστερά ή τη Δεξιά, βλέπω έναν χώρο, τον προοδευτικό, δημοκρατικό και κοινωνικό χώρο στην Ελλάδα. Υπάρχουν πρόσημα, δεν γίνεται προφανώς πολιτική χωρίς ιδεολογία, αλλά η ιδεολογία αυτή πρέπει να έχει πρόσημο θετικό ή αρνητικό, δηλαδή αν είναι οπισθοδρομική ή προοδευτική, αν είναι συντηρητική ή κοινωνική, αν είναι δημοκρατική ή μη δημοκρατική.
Άρα από όσο καταλαβαίνω ισχυρίζεστε ότι η διαχωριστική γραμμή παρά τις επιμέρους διαφορές είναι πρόοδος ή συντήρηση.
Βεβαίως. Είναι πρόοδος ή συντήρηση, είναι μπροστά ή πίσω. Είναι αν θα προστατεύσουμε τη μεσαία τάξη ή τους ολίγους που πλουτίζουν εις βάρος των πολλών. Αν θα έχουμε μια ανοικτή και δημοκρατική κοινωνία των πολιτών ή θα έχουμε έναν αυταρχισμό και μια αστυνομοκρατία που θα ελέγχει ακόμη και τα πανεπιστήμια, γεγονός που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία, δεν υπάρχει σε καμία του χώρα του κόσμου. Αν θα προστατεύσουμε τα δικαιώματα όλων των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, σεξουαλική προτίμηση ή θα προστατεύσουμε παραδοσιακά ακροατήρια που ενδεχομένως είναι συντηρητικότερα ή ακραία.
Συνεχίζω με τα του τουρισμού, λόγω και της εμπειρίας σας επί του θέματος. Έχουμε τη χώρα σε πορτοκαλί ζώνη από πλευράς Βρετανίας. Από την άλλη υπάρχει η αίσθηση ότι μείναμε πίσω ως προς το σκέλος του εμβολιασμού όσων εργάζονται στην εστίαση και η χώρα μας ανακοίνωσε ότι θα δέχεται επισκέπτες και με rapid test. Έχουν δίκιο όσοι κάνουν λόγω για αλαλούμ; Θα ήθελα τη δική σας αποτίμηση. Πως θα κρίνατε την διαχείριση του τουρισμού συνολικά;
Για να την κρίνω αναγκαία και ικανή προϋπόθεση είναι να υπάρχει. Εγώ δεν βλέπω να υπάρχει τουριστική πολιτική με την έννοια της στρατηγικής αλλά και των τακτικών επιδιώξεων τα τελευταία χρόνια. Ειδικά πέρυσι, δεν διέκρινα καμία πολιτική και φέτος εξακολουθούμε να ζούμε την ίδια ασυνέχεια και ασυνέπεια. Μπορεί σε επίπεδο παροχών να δόθηκαν κάποια πράγματα στον τουριστικό κλάδο, δεν ήταν όμως αρκετά για να συντηρήσουν την τουριστική μας οικονομία όταν αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την ύπαρξή της είναι η ύπαρξη συγκροτημένης και συγκεκριμένης πολιτικής.
Που σημαίνει πως έπρεπε να έχουν γίνει στρατηγικές κινήσεις και συζητήσεις, να ξέρουμε πως να φύγουμε από τη ζώνη που είμαστε και να πάμε στην ελεύθερη ζώνη, αλλά και πως να υπηρετήσουμε όλο αυτό ώστε να ξέρουμε πως όσοι έρθουν θα έρθουν με ασφάλεια και θα φύγουν με ασφάλεια, να μην ζήσουμε ξανά λοκντάουν μετά την τουριστική μας περίοδο, όπως πέρυσι, που ζήσαμε ένα ασύδοτο καλοκαίρι και μετά το πληρώσαμε με όλο το χειμώνα λοκντάουν, και με μετα βίας 4 δισεκατομμύρια ευρώ έσοδα, μπροστά στα 18 δισεκατομμύρια του 2019.
Ακόμη κι αν λες ότι «ανοίγω και όσοι είναι ας έλθουν», στη λογική της εξυπηρέτησης ενός εθνικού στόχου, όπως η ανάταση της τουριστικής οικονομίας, (λογική με την οποία δεν συμφωνώ), πως το κάνεις σε αυτή την περίπτωση; Όταν δεν έχεις πείσει την Αγγλία; Όταν μπαίνουμε στον Ιούλιο και δεν έχει ξεκινήσει καμία τουριστική ροή από τη Βρετανία προς την χώρα μας; Όταν είναι ελάχιστοι οι Αμερικάνοι που μας έχουν επισκεφθεί; Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ρουμανία, που έχουμε χαρακτηρίσει ως «πράσινη» και η Ρουμανία εμάς ως «πράσινη». Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάμε στη Ρουμανία δίχως τεστ, αλλά εμείς επιβάλουμε τεστ για όσους επιστρέψουν από τη Ρουμανία, Αυτό όπως αντιλαμβάνεστε δεν βοηθά την τουριστική κίνηση, και αυτό δυσκολεύει περιοχές όπως η Χαλκιδική και η Σαμοθράκη, γεωγραφικές περιοχές της χώρας μας που πρέπει να ζήσουν κι αυτές.
Διαπιστώνουν αρκετοί σε ό,τι αφορά σε πρώτη φάση τον τουρισμό την μετατροπή της χώρας σε μια νεότερη εκδοχή του παλαιού τριπτύχου «ήλιος-θάλασσα-μπετό». Κι αυτό γιατί η εργασιακή ευελιξία στον τουρισμό «κολλάει» με τους χιλιάδες νέους που θα βρεθούν εκτός ΑΕΙ, με αποτέλεσμα την επιστροφή στην εικόνα μιας οικονομικής «μονοκαλλιέργειας» που θέλαμε να ξεχάσουμε. Ποια η δική σας άποψη;
Τη λέω χρόνια και θα συνεχίσω να την επαναλαμβάνω. Αυτά τα φαινόμενα θα υπάρχουν όσο δεν καθόμαστε σοβαρά κάτω να χαράξουμε ένα εθνικό σχέδιο δράσης για την οικονομική ανάπτυξη και δεν θα αλλάζει από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και θα μπορεί κάποιος να το υπηρετήσει με συνέπεια και σε προοπτική 20ετίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίσουμε σε ποιους τομείς θα επενδύσουμε τα επόμενα χρόνια και σε ποιους η χώρα μας δεν θα αποκτήσει ποτέ οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα, άρα εκεί που θα επενδύσουμε χωρίς ανταγωνιστικότητα ενέργειας και πολύτιμων πόρων.