Νομισματική πολιτική, πανδημία και κλασική αμερικανική εξωτερική πολιτική της “πίσω αυλής” δημιουργούν ένα από τα ενδιαφέροντα κοκτέιλ το οποίο μπορεί να έχει εντελώς διαφορετική εξέλιξη από την προσδοκώμενη.
Τον περασμένο Γενάρη η Κούβα ανακοίνωσε το τέλος μιας νομισματικής πολιτικής δεκαετιών, αυτή του διπλού νομίσματος. Παράλληλα ανακοίνωσε και επίσημα την πρώτη υποτίμηση από το 1959. Μια απόφαση που απλά προανήγγειλε αυτά που είδαμε στην Αβάνα και πολύ περισσότερο αυτά που είδαμε στο Μαϊάμι.
Για τους μη έχοντες μεγάλη επαφή τα νομισματικά των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, το διπλό νόμισμα είναι ένα τέχνασμα που έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και αλλού, με κυριότερο παράδειγμα τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας προς ενίσχυση της δημοσιονομικής ρευστότητας.
Χώρες με αδύναμο νόμισμα αναγκάζονται να χρησιμοποιούν το δολάριο ή το ευρώ για την εισαγωγή πολύτιμων αγαθών και μια παράλληλη οικονομία που να ευνοεί τη συσσώρευση ξένου συναλλάγματος στα κρατικά ταμεία είναι απαραίτητη. Υπάρχουν δύο τρόποι για να γίνει αυτό. Ο πρώτος είναι να κάνουν ότι δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη και να δημιουργηθεί μια τεράστια μαύρη αγορά δολαρίου με ολέθρια αποτελέσματα για την κοινωνία. Η δεύτερη είναι η καθολική υιοθέτηση ενός ισχυρού νομίσματος ως επίσημου με τίμημα την πλήρη παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας της νομισματικής πολιτικής με αντίτιμο τη σταθερότητα. H Κούβα διάλεξε μια τρίτη, μέση οδό, αυτή το δεύτερου παράλληλου νομίσματος με ισοτιμία 1:1 με το δολάριο. Για τις καθημερινές συναλλαγές υπήρχε το κουβανέζικο πέσο (CUP) και για την προμήθεια πιο ειδικών αγαθών, συνήθως εισαγόμενων, το πέσο που αξίζει όσο το δολάριο (CUC) και αντιστοιχούσε σε 24 κοινά πέσο.
Ο στόχος του περιορισμού της μαύρης αγοράς επετεύχθη. Οι τουρίστες πλήρωναν με τις κάρτες τους σε CUC και το κράτος έβαλε στα ταμεία του ζεστά δολάρια που κατάφεραν να βγάλουν τη χώρα από τη βαθιά κρίση της τριετίας ‘90-’93 την οποία είχε επιφέρει η διάλυση της ΕΣΣΔ. Όμως το διπλό νόμισμα δεν ήρθε χωρίς τίμημα. Δεν άργησε να παρατηρηθεί μια πολύ απότομη αιμορραγία εργατικού δυναμικού με πανεπιστημιακή ή εξειδικευμένη κατάρτιση προς επαγγέλματα με πρόσβαση στα πολύτιμα CUC των τουριστών. Ένας Κουβανός έβγαζε πολλά περισσότερα ως οδηγός ταξί, σερβιτόρος σε μπαρ και ξεναγός, από ό,τι ως γιατρός ή καθηγητής. Ταυτόχρονα άρχισε να παρατηρείται το φαινόμενο μιας αναδυόμενης μεσαίας τάξης με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της Κίνας στο ξεκίνημα της εξωστρέφειας της κινεζικής οικονομίας.
Η κατάργηση του CUC και η ενοποίηση του νομίσματος ήταν διαχρονικός στόχος. Η μονιμοποίηση ενός έκτακτου μέτρου υποσκάπτει τα θεμέλια της συνοχής της κοινωνίας. Δεν έχουν απομείνει και πολλά άλλωστε στον κουβανέζικο εκτός από αυτή τη συνοχή μετά από 60 χρόνια οικονομικού αποκλεισμού. Για περίπου δέκα χρόνια η κουβανέζικη κυβέρνηση προετοίμαζε τη νομισματική ενοποίηση σε μια προσπάθεια να ελέγξει πλήρως την εισροή συναλλάγματος, να εμποδίσει τη δημιουργία μιας αστικής τάξης γύρω από τον τουρισμό και ταυτόχρονα να ξαναδώσει αξία στο πέσο.
Για την ομαλή μετάβαση στη νέα πραγματικότητα όσοι λαμβάνουν μισθό σε κουβανέζικο πέσο έλαβαν μια αύξηση της τάξης του 525%. Αυτό μοιραία οδήγησε σε μια πληθωριστική αύξηση των τιμών των αγαθών από 160% ως 300%. Η περίοδος κατά την οποία οι Κουβανοί είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τα CUC με τα αναβαθμισμένα CUP είχε εξάμηνη διάρκεια και έληξε μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Η χρονική συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη.
Η επίσκεψη του Ομπάμα στην Κούβα λίγο πριν παραδώσει τα κλειδιά του Λευκού Οίκου στον Τραμπ είχε δημιουργήσει την ελπίδα της σταδιακής άρσης του εμπάργκο. Παρά την πολιτική του απεγκλωβισμού της Αμερικής από τα γεωπολιτικά αδιέξοδα της νεοσυντηρητικής εξωτερικής πολιτικής, για την Κούβα o Τραμπ έκανε μια εξαίρεση. Στο ήδη εξοντωτικό εμπάργκο πρόσθεσε 240 νέους περιορισμούς καθιστώντας το εμπάργκο πιο σκληρό και από την εποχή Κένεντι. Σαν να μην έφτανε αυτό, λίγο πριν γίνει ο 12ος Πρόεδρος των ΗΠΑ που αποτυγχάνει να επιφέρει αλλαγή καθεστώτος στο νησί, επανένταξε την Κούβα στη λίστα των κρατών που στηρίζουν την τρομοκρατία.
Πριν καλά-καλά γίνουν ποσοτικά μετρήσιμες οι συνέπειες του φρεσκαρισμένου τραμπικού εμπάργκο, ήρθε η πανδημία να δώσει ένα γερό χτύπημα στη μονοκαλλιέργεια συναλλάγματος του τουρισμού. Για το 2020, το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 11%, μια πτώση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια της βίαιης μετασοβιετικής προσαρμογής. Τα έσοδα από τον τουρισμό μειώθηκαν κατά 55% και αυτό συμπαρέσυρε σχεδόν κάθε τομέα της οικονομίας. Η εξαγωγή ιατρονοσηλευτικού προσωπικού για την αντιμετώπιση της πανδημίας έφερε περισσότερο γόητρο στο νησί της επανάστασης παρά έσοδα και αυτό δεν άργησε να μεταφραστεί σε σκληρά οικονομικά δεδομένα. Οι πρώτες σοβαρές ελλείψεις σε καύσιμα, τρόφιμα και ενέργεια δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους.
Μαζί με αυτές ήρθαν και οι πρώτες ενδείξεις δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση. Οι διαδηλώσεις που είδαμε στην Αβάνα τις προηγούμενες μέρες δεν ήταν τόσο μαζικές όσο διαφημίστηκαν στο εξωτερικό, αλλά ήταν σίγουρα η μεγαλύτερη αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Τα ελατήρια των διαδηλωτών, όπως είχε συμβεί και τις παραμονές της πτώσης του τείχους στο Βερολίνο είναι πολυποίκιλα. Κάποιοι θέλουν απλά τα δολάριά τους πίσω, κάποιοι θέλουν περισσότερες ελευθερίες, κάποιοι απλά έχουν κουραστεί βλέποντας τη λάμψη του αστεριού της επανάστασης να θαμπώνει.
Οι αντισυγκεντρώσεις από την άλλη πλευρά έδειξαν πως σε αντίθεση με τα κουβανικά βενζινάδικα, η επανάσταση έχει πολύ καύσιμο ακόμα. Οι περισσότεροι Κουβανοί αυτή τη στιγμή δεν θέλουν ανατροπή του σοσιαλισμού και επιστροφή στην “κανονικότητα”, όπως θα την εννοούσε η United Fruit. Ζητούν το πλέον αυτονόητο πράγμα, που δεν είναι άλλο από τη λήξη ενός εμπάργκο που μόνο με έγκλημα πολέμου μπορεί να συγκριθεί.
Μόλις τον περασμένο μήνα, ο ΟΗΕ με ένα ακόμα ψήφισμά του ζήτησε τη λήξη του εμπάργκο. Το στήριξαν 184 χώρες και το καταψήφισαν μόνο οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, ενώ απείχαν η Ουκρανία, η Κολομβία και η Βραζιλία. Η πρωτοβουλία των κινήσεων δεν μπορεί παρά να ανήκει για ακόμα μία φορά στις ΗΠΑ και προσωπικά στον πρόεδρο Μπάιντεν.
Η πολιτική παραδοξότητα που ονομάζεται Φλόριντα και έχει υπότιτλο “Swing State” υπαγορεύει για χρόνια έναν ακατανόητο σαδισμό, που παράγει μόνο φτώχεια και πείσμα για τους Κουβανούς και πούρο αντιαμερικανισμό στον υπόλοιπο πλανήτη. Για τους δικούς του λόγους ο Τραμπ διάλεξε να συναγελαστεί με οποιαδήποτε μορφή της αμερικανικής ακροδεξιάς, από λευκούς ρατσιστές και οπαδούς εξωγήινων, μέχρι αντισημίτες και Κουβανούς αυτοεξόριστους. Και είναι μια χρυσή ευκαιρία για τον Μπάιντεν, στο πλαίσιο της στροφής του για τη δική του Great Society να κόψει και τον τελευταίο ακροδεξιό δεσμό με το Δημοκρατικό Κόμμα.
Το μίγμα των συμφερόντων και των προτεραιοτήτων που διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ στην “πίσω αυλή” της σίγουρα δεν βλέπει με καλό μάτι τη χαλάρωση του εμπάργκο. Η πανδημία όμως έφερε ανατροπές στα σχέδια κάθε πλευράς. Στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου βλέπουμε σιγά-σιγά τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Από τη Βραζιλία και την Ινδία, μέχρι τη Νότια Αφρική και την Κούβα η δυσφορία δεν είναι απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά απέναντι στην ακραία φτώχεια και την ακόμα πιο ακραία ανισοκατανομή πλούτου που έχουν προκαλέσει lockdown και πανδημία.
Για τους δικούς της λόγους οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιτρέψουν μια ανθρωπιστική κρίση μεγάλης έκτασης στην Κούβα, όμως ήρθε η ώρα της δύσκολης απόφασης. Ο Μπάιντεν πολύ σύντομα θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα σε μια ωμή παρέμβαση που θα προκαλέσει με μαθηματική ακρίβεια μια μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση και σε μια ρεαλιστική άρση του εμπάργκο. Οι συσχετισμοί στο Κογκρέσο ευνοούν αυτή τη στιγμή τη δεύτερη λύση. Ακόμα και από στενά μικροπολιτική σκοπιά, ο Μπάιντεν μόνο να κερδίσει έχει. Θυσιάζοντας τους Κουβανούς του Μαϊάμι κερδίζει περισσότερους ψηφοφόρους, ακόμα και στη Φλόριντα.