Προς το τέλος του περασμένου Γενάρη, ο ΣΚΑΪ ξεκίνησε να προβάλλει μία σειρά ντοκιμαντέρ του BBC με τον εξελληνισμένο τίτλο “Ιράκ: Πόλεμος Χωρίς Τέλος”. Ο πρωτότυπος τίτλος του ντοκιμαντέρ των πέντε επεισοδίων ήταν “Once Upon a Time in Iraq” (Κάποτε στο Ιράκ) και αφηγούνταν την τραγική ιστορία της επέμβασης των ΗΠΑ και των συμμαχικών δυνάμεων στο Ιράκ το 2003 μέσα από την οπτική των ανθρώπων που την βίωσαν τον πόλεμο.
Στρατιωτικοί, φωτορεπόρτερ, πολεμικοί ανταποκριτές, πολίτες και θύματα του πολέμου, εξιστορούσαν υπό το δικό τους πρίσμα τον φαύλο κύκλο που δημιούργησε η επέμβαση στο Ιράκ. Η παρουσία των αμερικάνικων δυνάμεων στο Ιράκ αποδείχθηκε καταστροφική. Εξέθρεψε εξτρεμιστικές οργανώσεις όπως το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ, διέλυσε τον κοινωνικό ιστό της χώρας, εναντίωσε τους σουνίτες με τους σιίτες και οδήγησε τον λαό σε αδιέξοδα. Σε γενικές γραμμές αυτό είναι και το συμπέρασμα που επιχειρεί να προβάλει το ντοκιμαντέρ του BBC. 18 χρόνια μετά από την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων υπό την αμερικάνικη ηγεμονία, το Ιράκ παραμένει ακόμα λαβωμένο, μετρώντας τις πληγές του και αυτό είναι φανερό μέχρι και στις πρόσφατες εκλογές.
Οι καταστροφικοί χειρισμοί των Αμερικανών οδήγησαν τον ιρακινό λαό στην εξαθλίωση, η οποία πολύ σύντομα εκφράστηκε με οργή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η απόφαση διάλυσης του ιρακινού στρατού που αποτελούνταν από περίπου 375.000 στρατεύματα το 2003 και η αποξήλωσή του σήμανε τη δραματική αύξηση των ποσοστών ανεργίας στη χώρα. Πρακτικά λοιπόν οι ΗΠΑ είχαν πλέον να αντιμετωπίζουν την τεράστια μάζα της δυναμικής πληθυσμιακής ομάδας των ανδρών, οι οποίοι ήταν άνεργοι, ικανοί να κρατήσουν όπλα και σε αδιέξοδο. Σύντομα λοιπόν οι τελευταίοι θα μετατρέπονταν σε διάσπαρτες αντάρτικες ομάδες που επιτίθονταν στα αμερικάνικα στρατεύματα. Ίσως το πιο τραγικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η Φαλούτζα, μία πόλη περίπου 70 χλμ. δυτικά της Βαγδάτης, η οποία το 2004 πλήρωσε με το χειρότερο τρόπο την αμερικάνικη οργή. Το “νεκροταφείο των Αμερικανών” όπως είχαν χαρακτηρίσει οι αντάρτες τη Φαλούτζα έπειτα από το κάψιμο και το κρέμασμα τεσσάρων εργαζόμενων της Blackwater, έμελλε να μετατραπεί σε μία ολοσχερώς διαλυμένη πόλη και σε ένα γενικό νεκροταφείο.
Οι αμερικάνικες δυνάμεις επιτέθηκαν στη Φαλούτζα με το πρόσχημα πως η πόλη αποτελούσε προπύργιο ανταρτών και υποστηρικτών του Μπααθικού κόμματος. Ύστερα από τη δολοφονία των τεσσάρων Αμερικανών της Blackwater, οι Αμερικάνοι εισέβαλαν στη Φαλούτζα, την οποία όμως συμφώνησαν να την παραδώσουν σε ένα είδος τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κατάσταση στη Φαλούτζα χειροτέρευσε και έτσι μόλις λίγους μήνες ύστερα από την πρώτη επέμβαση, εκκίνησε η δεύτερη. Αυτή τη φορά η Φαλούτζα έγινε ένα πεδίο μάχης χωρίς κανόνες, καθώς και οι αντιμαχόμενες πλευρές πολεμούσαν λυσσαλέα για τον έλεγχο της πόλης, με τις αμερικάνικες δυνάμεις να διαθέτουν σαφώς ανώτερο εξοπλισμό και δυνατότητες. Η δεύτερη μάχη χαρακτηρίστηκε ως μία από τις σκληρότερες μάχες σε αστικό περιβάλλον μετά το Βιετνάμ και όχι λανθασμένα, καθώς οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να εισβάλλουν σε κάθε σπίτι, ώστε να διαλύσουν τους αντάρτες. Η κυρίαρχη αφήγηση των ΗΠΑ μιλούσε για μία δύσκολη άλλα θριαμβευτική νίκη στη Φαλούτζα, η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ διαφορετική. Άμαχοι πολίτες δολοφονημένοι κατά χιλιάδες, μία πόλη ολοσχερώς κατεστραμμένη, μία μάχη χωρίς κανόνες και εγκλήματα πολέμου, όπως η χρήση λευκού φώσφορου από τον αμερικανικό στρατό.
Τον Δεκέμβριο αυτού του έτους, 17 χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα της Φαλούτζα, πρόκειται να κυκλοφορήσει ένα βιντεοπαιχνίδι με τίτλο “Six Days in Fallujah” από την εταιρεία Victura. Σύμφωνα με την εταιρεία το βιντεοπαιχνίδι, το οποίο είναι και το πρώτο της έργο, αναδημιουργεί την ιστορία γύρω από τη δεύτερη και πιο σκληρή μάχη της Φαλούτζα, μέσα από την εξιστόρηση 100 στρατιωτών και αμάχων που βρέθηκαν στην πόλη. Το βιντεοπαιχνίδι θα παίζεται σε πρώτο πρόσωπο (First-person shooter) και ο παίκτης θα είναι μέρος μίας ομάδας Αμερικανών πεζοναυτών.
Η εταιρεία έχει σκοπό μέσα από τη διαδραστικότητα να δημιουργήσει μία ρεαλιστική επαφή με το πεδίο της μάχης, σαν να βρισκόταν εκεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, η ανακοίνωση της κυκλοφορίας ενός τέτοιου παιχνιδιού, προκάλεσε αντιδράσεις, οι οποίες επεδίωκαν την ακύρωσή του, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως το παιχνίδι προσβάλλει τους μουσουλμάνους κανονικοποιώντας τη βία απέναντι τους. Οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέλη της gaming κοινότητας και βετεράνοι στάθηκαν κριτικοί απέναντι στο περιεχόμενο του παιχνιδιού, με την εταιρεία να απαντάει πως καταλαβαίνει ότι το “Six Days in Fallujah” είναι άρρηκτα συνδεμένο με την πολιτική και πως σκοπός της είναι να αναδείξει την πολυπλοκότητα του πεδίου της μάχης μέσω της διαδραστικότητας του παίκτη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κομμάτια της βιομηχανίας των βιντεοπαιχνιδιών υπερβαίνουν απλώς την προσφορά ψυχαγωγίας στο καταναλωτικό κοινό, εμπλουτίζοντας το περιεχόμενο τους με κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, ιστορικά γεγονότα και φιλοσοφικά ερωτήματα. Συχνά επίσης αναδημιουργούν την πραγματικότητα, θέτοντας προβληματισμούς και ερωτήματα ή προσφέροντας ένα εντυπωσιακό θέαμα. Άλλωστε γιατί να μην προβούν σε τέτοια επιχειρήματα, όταν ως μία ακόμα μορφή τέχνης μπορούν να προσφέρουν στον καταναλωτή μία πιο διαδραστική επαφή. Δεν είναι επίσης η πρώτη φορά που τέτοια σχέδια έχουν βρεθεί απέναντι από επικριτικές ομάδες είτε οργανώσεων είτε των ίδιων των μελών της gaming κοινότητας, κάθε φορά για διαφορετικούς λόγους. Πολλές φορές μέλη της gaming κοινότητας δεν επιθυμούν ένα βιντεοπαιχνίδι να ξεφεύγει από τα στενά όρια της διασκέδασης και να επεκτείνεται σε βαθύτερα κοινωνικά ζητήματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το “The Last of Us 2”, ένα παιχνίδι επιβίωσης σε μία μετά-αποκαλυπτική κοινωνία, το οποίο είχε εντρυφήσει αρκετά σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και παρά τις αντιδράσεις κάποιων gamers, κατάφερε να κερδίζει πολλαπλά βραβεία για το καλύτερο βιντεοπαιχνίδι της χρονιάς το 2020. Συχνά πολλές εταιρείες καταφέρνουν να δημιουργήσουν εκπληκτικά παιχνίδια, όπως το “This War of Mine” ένα παιχνίδι στρατηγικής όπου στόχος είναι η επιβίωση του άμαχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μία φανταστικής πόλης. Οι δημιουργοί του παιχνιδιού, που εμπνεύστηκαν την ιδέα από την πολιορκία του Σαράγιεβο το ’92-’96 πέτυχαν να παραδώσουν ένα οπτικοακουστικό αριστούργημα, με εντυπωσιακό αντιπολεμικό ύφος.
Τα βιντεοπαιχνίδια λοιπόν, έχουν πάψει να είναι απλώς μία μέθοδος διασκέδασης και μάλλον ποτέ δεν ήταν μονάχα αυτό, ούτε μετέτρεπαν τα παιδιά σε στυγερούς δολοφόνους, όπως συχνά υποστηριζόταν με αυθαίρετα επιχειρήματα. Αντιθέτως είναι μία τέχνη που αλληλοεπιδρά οπτικά, ακουστικά, εικονικά και αισθητικά με τον παίκτη. Ακριβώς όμως αυτή η ζωντανή επαφή με την τέχνη των βιντεοπαιχνιδιών μπορεί να αποτελέσει και το πιο ευνοϊκό πεδίο προπαγάνδας. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η ανάμειξη του αμερικάνικου Πενταγώνου σε μία μακρά σειρά βιντεοπαιχνιδιών, όπως για παράδειγμα το γνωστό “Call Of Duty”. Μάλιστα, το τελευταίο έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για αναθεώρηση και ανακατασκευή της ιστορίας, όπως είναι ο Β΄Π.Π. και προπαγάνδα ενάντια στη Ρωσία και τον αραβικό κόσμο.
Τι συμβαίνει λοιπόν με το “Six Days in Fallujah”; Αποτελεί πράγματι ένα βιντεοπαιχνίδι που θα επιχειρήσει να δείξει την πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης, τα εγκλήματα πολέμου και τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτό το τραγικό συμβάν ή είναι άλλη μία προσπάθεια προπαγάνδας; Η απάντηση θα έρθει όταν το παιχνίδι δημοσιευτεί, παρόλα αυτά αν σκεφτεί κανείς πως το παιχνίδι βασίστηκε στην αφήγηση κυρίως των Αμερικάνων βετεράνων και πως ο ίδιος ο παίκτης θα είναι προσομοίωση Αμερικανού στρατιώτη, τότε μάλλον η εικονονική πραγματικότητα θα είναι βασισμένη σε μία πολύ συγκεκριμένη οπτική.