Κατά τον Αριστοτέλη, ο συμβουλευτικός και προτρεπτικός λόγος είναι πολιτικός. Ο άνθρωπος που προτρέπει ή αποτρέπει στη δημόσια σφαίρα, ακόμη και αν είναι επιστήμονας, βρίσκεται στη σφαίρα της πολιτικής, και όχι της επιστήμης.
Η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν, καθώς δεν διαθέτει (ή υποτίθεται πως δεν διαθέτει) ηθικό ή κανονιστικό φορτίο και προσανατολισμό.
Ακόμη και εάν τα μέτρα που προτείνονται, από μέλη της επιστημονικής κοινότητας, είναι ―ή υποτίθεται πως είναι) ουδέτερα, αντικειμενικά και επιστημονικά, από τη στιγμή που εφαρμόζονται, είναι μέτρα πολιτικά. Και κάποιος πρέπει να λογοδοτήσει για τον τρόπο εφαρμογής τους, τις επιπτώσεις και τα αποτελέσματά τους.
Επιπλέον, η «επιστημονική κοινότητα» δεν ταυτίζεται με τους «ειδικούς». Υπάρχει επικάλυψη μεταξύ τους αλλά όχι ταύτιση. Οι «ειδικοί» αποτελούν μια μικρή ομάδα, ή μια ελίτ, που προκύπτει μετά από ιεράρχηση και συσχέτιση με θεσμούς.
Η ολοένα συχνότερη επίκληση των «ειδικών» από τους πολιτικούς κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, ιδιαίτερα από την κρίση της ευρωζώνης και μετά, φανερώνει τη σταδιακή μετατόπιση στο σκοπό των πολιτευμάτων.
Ο Αριστοτέλης ορίζει τα πολιτεύματα, όχι μόνο με βάση το σώμα που ασκεί την κυρίαρχη εξουσία, και εκφράζει την αποφασιστική γνώμη (και εδώ ακριβώς φαίνεται καθαρά η ανατίμηση του ρόλου των «ειδικών» στις λεγόμενες δυτικές δημοκρατίες), αλλά και από το τέλος, δηλαδή από τον σκοπό, του κάθε πολιτεύματος. Κατά τον Αριστοτέλη, τέλος-σκοπός της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, της ολιγαρχίας ο πλούτος, της αριστοκρατίας τα πάτρια και οι νόμοι, ενώ της τυραννίδας η αυτοφρούρηση και η αυτοφύλαξή της.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, και συγκεκριμένα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ύστερα, παρατηρείται μια σταδιακή μετατόπιση από το παραδοσιακό εκκρεμές μεταξύ ελευθερίας και πλουτισμού, δηλαδή από την κλασική σχέση μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας, με αριστοτελικούς όρους, προς την αυτοφρούρηση και αυτοφύλαξη, δηλαδή προς την τυραννίδα.
Η μετατόπιση αυτή, μέσω της διεύρυνσης των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και των υπηρεσιών πληροφοριών, με αφορμή τον πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, διαμόρφωσε ένα κλίμα αβεβαιότητας, καχυποψίας και δυσπιστίας στη σχέση των πολιτών με το κράτος.
Είκοσι χρόνια μετά από την έναρξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε σε πόλεμο, εναντίον ενός ιού αυτή τη φορά.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου αυτού «πολέμου», δηλαδή της πανδημίας του κορονοϊού SARS-CoV-2, η συνεχής επίκληση της επιστήμης από τους πολιτικούς, η οποία συμβάλλει στη νομιμοποίηση των αποφάσεών τους μέσω του οικειοποίησης του επιστημονικού κύρους, σε συνδυασμό με τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιεργούν οι κυβερνήσεις και τη συνεχή διάψευση αυτών των προσδοκιών, έχει οδηγήσει σε απώλεια αξιοπιστίας όχι μόνο πολιτικών, όπως στην πρώτη φάση της πανδημίας, αλλά και επιστημόνων.
Αυτή η απώλεια αξιοπιστίας εκβάλλει σε μια ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης.
Η κατάσταση είναι εντονότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση για διάφορους λόγους. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τους εξής δύο: αφενός, έχουν προηγηθεί παλαιότερες κρίσεις που οδήγησαν σε ευθεία αμφισβήτηση, τόσο των ευρωγραφειοκρατών όσο και των εθνικών ηγεσιών, όπως η κρίση της ζώνης του ευρώ (οικονομική-χρέους), της ζώνης Σένγκεν (μεταναστευτική-προσφυγική), και η πιο πρόσφατη κρίση του πνεύματος ευρωπαϊκής αλληλεγγύης (προμήθεια εμβολίων) και, αφετέρου, έχουμε τον τωρινό εκρηκτικό συνδυασμό, της αποτυχημένης διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης από τη μια μεριά, και της ενεργειακής κρίσης από την άλλη, που εκβάλλει σε μια εντονότατη κοινωνικο-οικονομική κρίση.
Σε αυτή την ιδιαίτερα επιβαρυμένη και έκρυθμη κατάσταση, έρχεται τώρα να προστεθεί μια ευρύτερη κρίση εμπιστοσύνης, που οδηγεί σε αμφισβήτηση όχι μόνο της υπεροχής της εξουσίας του κράτους αλλά και του κύρους της επιστήμης.