Όταν τον Σεπτέμβριο του 2020 ο Ναρέντρα Μόντι έφερνε προς ψήφιση τους τρεις νέους νόμους για τη λειτουργία και διαχείριση της αγροτικής παραγωγής στην Ινδία, σίγουρα δεν περίμενε πως ενάμιση χρόνο μετά θα αναγκαζόταν να τους ακυρώσει με προσωπική απόφαση και χωρίς καμία σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση και ψηφοφορία. Εν προκειμένω, η τυπική διαδικασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν ήταν αναγκαία. Τα εκατομμύρια των Ινδών αγροτών είχαν «αποφασίσει» ήδη, μετά από έναν χρόνο αιματηρών αγώνων. Άλλωστε, οι βαριές ήττες των ελίτ, καλό είναι να μη συζητιούνται επίσημα. Ο δημόσιος αναστοχασμός είναι επικίνδυνος για την εξουσία.
Πρόκειται για ένα κόμμα και έναν πρωθυπουργό που από το 2014 ως σήμερα καλλιέργησαν συνειδητά το προφίλ μιας σκληρής και ανυποχώρητης διακυβέρνησης, απρόσβλητης από οποιαδήποτε κριτική, η οποία δεν φοβάται να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Έχοντας «καλύψει τα νώτα τους» μέσω της ιδεολογικής προώθησης ενός απόλυτου ινδουιστικού εθνικισμού, κατάφεραν να βγουν αλώβητοι μέσα από αρκετές δύσκολες καταστάσεις. Το 2016, το πείραμα της κατάργησης του 86% των χαρτονομισμάτων στις συναλλαγές δημιούργησε χαώδεις καταστάσεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Το 2019, ο νόμος για την απόδοση της ινδικής υπηκοότητας σε όλους τους εργαζόμενους από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και το Μπαγκλαντές ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστης, απέκλειε μόνο τους μουσουλμάνους στο θρήσκευμα, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις, και επικυρώνοντας ουσιαστικά έναν, υποκινούμενο από το κυβερνών κόμμα, εμφύλιο χαμηλής έντασης ανάμεσα σε ινδουιστές και μουσουλμάνους. Τον Μάιο του 2021, η εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα στην Ινδία υπήρξε η αρχή μιας τεράστιας ανθρωπιστικής καταστροφής αφού ανέδειξε τη χρόνια απαξίωση του συστήματος υγείας, ενόσω χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν επειδή δεν υπήρξε ούτε καν η μέριμνα για τροφοδότηση των νοσοκομείων με συσκευές παροχής οξυγόνου.
Ο Μόντι (μέλος ο ίδιος της ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης Rashtriya Swayamsevak Sangh RSS) και το εθνικιστικό Bharatiya Janata Party κατάφερναν μέσω του συνδυασμού φασιστικών πρακτικών και ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων να διατηρούν την εξουσία τους. Η νίκη της αγροτικής τάξης της Ινδίας ήρθε για να καταστήσει αυτό μοτίβο αναχρονιστικό. Η πρώτη μεγάλη ήττα της κυβέρνησης είναι γεγονός.
Στις 19 του προηγούμενου Νοέμβρη ο Μόντι σε επίσημο διάγγελμά του υποσχέθηκε την ακύρωση των τριών αγροτικών νόμων, καλώντας τους αγρότες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Ενδεικτικό της παραμένουσας ακροδεξιάς αλαζονείας του Πρωθυπουργού ήταν η δήλωσή του πως η κυβέρνηση «δεν μπόρεσε να εξηγήσει» στους αγρότες πως οι νόμοι ήταν προς το συμφέρον τους. Αμέσως μετά το διάγγελμα, η αντίδραση των αγροτικών ενώσεων ήταν επιφυλακτική και οι καταυλισμοί στις εισόδους του Νέου Δελχί παρέμειναν στη θέση τους. Μόνο στις 9 Δεκέμβρη, έπειτα από την επίσημη κοινοβουλευτική ακύρωση των νόμων, κηρύχθηκε το τέλος των κινητοποιήσεων εν μέσω τεράστιων πανηγυρισμών σε όλες τις επαρχίες της χώρας.
Ωστόσο, οι Ινδοί αγρότες βρίσκονται ακόμη σε στάση εγρήγορσης. Παρόλο που περίπου το 85% όσων κατέφθασαν στα περίχωρα του Νέου Δελχί και υπερασπίζονταν τα μπλόκα εδώ και ενάμιση χρόνο θα γυρίσουν στις επαρχίες τους, ένα μεγάλο ποσοστό νέων αγροτών και αρχηγών του κινήματος θα παραμείνουν καθώς στις 15 Ιανουαρίου επίκειται μια νέα μεγάλη συνέλευση των ενώσεων, η οποία θα αποφασίσει τις επόμενες κινήσεις.
Μετά την υποχώρηση της κυβέρνησης, ο αγώνας τους εισέρχεται σε ένα νέο στάδιο, προχωρώντας από την άμυνα στη διεκδίκηση. Καθ’ όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων πάνω από 700 ήταν οι νεκροί αγρότες, εξαιτίας των επιθέσεων των δυνάμεων καταστολής αλλά και των συνθηκών διαβίωσης στους καταυλισμούς έξω από την πρωτεύουσα όπου η κυβέρνηση Μόντι έκοβε την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και νερού. Ο αριθμός των νεκρών δεν μπορεί να ξεχαστεί, και αποτελεί έναν από τους λόγους συνέχισης του αγώνα και προώθησης νέων αιτημάτων.
Τα σημαντικότερα από αυτά είναι:
-Η νομοθέτηση για όλη τη χώρα και για όλα ανεξαιρέτως τα αγροτικά προϊόντα ελάχιστων τιμών αγοράς από τους χονδρέμπορους.
–Η άμεση απόσυρση όλων των κατηγοριών για τους δεκάδες χιλιάδες αγρότες που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια του κινήματος.
– Η καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους εξαιτίας της καταστολής, της πανδημίας και των ακραίων καιρικών συνθηκών στους καταυλισμούς.
– Η επίσημη απολογία της κυβέρνησης και η απόδοση δικαιοσύνης για τους εκατοντάδες νεκρούς αγρότες. Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει εδώ στο περιστατικό της δολοφονίας 5 αγροτών από μέλη του BJP (μεταξύ των οποίων και ο γιος του Υφυπουργού Εσωτερικών Αγιάβι Μίσρα, ο οποίος πρέπει να συλληφθεί άμεσα σύμφωνα με τις αγροτικές ενώσεις) στην Ουτάρ Πραντές τον Οκτώβριο. –Η ανέγερση μόνιμου μνημείου «μαρτύρων» στο κεντρικό σύνορο του Νέου Δελχί Σινγκού για τους πάνω από 700 νεκρούς του κινήματος.
Η απόφαση του Μόντι να πάρει πίσω τους νέους «μαύρους νόμους», όπως τους αποκαλούσαν οι αγρότες, ήρθε λόγω της ολοένα αυξανόμενης πιθανότητας να χάσει τις επαρχίες Πουντζάμπ και Ουτάρ Πραντές στις εκλογές της Άνοιξης. Ήταν μια κίνηση που σκοπό είχε να ελεγχθεί κάπως η ζημιά που ήδη έχει γίνει για το κόμμα του σε αυτές τις κατεξοχήν αγροτικές περιοχές. Ωστόσο, το αίτημα του κινήματος για τη θέσπιση κατώτερων τιμών αγοράς σε όλα τα αγροτικά προϊόντα αναμένεται να αποδειχθεί δύσκολος πονοκέφαλος για τον ακροδεξιό πρωθυπουργό. Οι διαχρονικές σχέσεις του με τον επιχειρηματικό τομέα και η στήριξή του προς τα εμπορικά μονοπώλια, καθώς και οι έντονες πιέσεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου για την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς του πρωτογενούς τομέα δεν θα τον αφήσουν να αποδεχθεί το αίτημα των αγροτικών ενώσεων.
Την ίδια στιγμή, η αγροτική τάξη της Ινδίας, μετά από τον συγκλονιστικό αγώνα που έδωσε όλο το προηγούμενο διάστημα φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρή, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και πολιτικά. Επιπλέον, δεν έχει «καταθέσει τα όπλα», αλλά βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση για την υλοποίηση των νέων αιτημάτων της. Ως εκ τούτου, η νίκη των Ινδών αγροτών δεν αποτελεί το τέλος αλλά την αρχή νέων εξελίξεων για την μεγαλύτερη αστική δημοκρατία του πλανήτη.