ΑΘΗΝΑ
23:55
|
21.11.2024
Η πρωτιά του Sinn Féin στις Ιρλανδικές εκλογές σήμανε την κατάρρευση του δικομματικού status quo που άντεξε σχεδόν 100 χρόνια.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Οι εκλογές της 8ης του Φλεβάρη χαρακτηρίστηκαν δικαίως ως μια πολιτική επανάσταση για τα δεδομένα της Ιρλανδίας. Οι δύο παραδοσιακά κραταιές παρατάξεις, Fianna Fáil και Fine Gael, παρά το γεγονός ότι είναι κεντροδεξιά κόμματα, υπήρξαν πικροί αντίπαλοι από την ίδρυση του ανεξάρτητου ιρλανδικού κράτους. Τα ιδρυτικά μέλη τους πήραν τις αντίθετες πλευρές στον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος αμέσως ακολούθησε την ανεξαρτητοποίηση από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1922. Και από τότε ο νότος της Ιρλανδίας είχε είτε το Fianna Fáil είτε το Fine Gael (ή τον άμεσο προκάτοχό του) στην κυβέρνηση. 

Η πρωτιά όμως του Sinn Féin σήμανε την κατάρρευση αυτού του δικομματικού status quo που άντεξε σχεδόν 100 χρόνια, με το κεντροαριστερό κόμμα να έρχεται πρώτο σε επίπεδο λαϊκής ψήφου με ποσοστό 24,5%, ενισχύοντας πάνω από δέκα μονάδες τις δυνάμεις του σε σχέση με το 2016 και θρυμματίζοντας την δύναμη του πάλαι ποτέ κραταιού δικομματισμού, του οποίου το άθροισμα μετά βίας υπερέβη το 40% των συνολικών ψήφων. 

Ο γρίφος του σχηματισμού κυβέρνησης

Παράλληλα, η λήξη της εκλογικής διαδικασίας σηματοδότησε και την αφετηρία των διερευνητικών επαφών για τον σχηματισμό κυβέρνησης.

Αν και η τελική κατανομή των 160 εδρών στο Dáil Éireann (το ιρλανδικό κοινοβούλιο) δεν αντιστοιχήθηκε εντελώς αναλογικά με το αποτέλεσμα της κάλπης, και το Fianna Fáil εξασφάλισε μια παραπάνω έδρα λόγω του περίπλοκου εκλογικού συστήματος, αυτή η ασυμμετρία (που τυπικά εξανεμίστηκε με την επανεκλογή του Σέαν Ο’ Φέιργκεϊλ στην Προεδρία του Κοινοβουλίου) δεν συνεπάγεται κάποια ισχυρή πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Το έτερο “ιερό τέρας” του δικομματισμού, Fine Gael κέρδισε μόλις 35 έδρες και σημείωσε την χειρότερη εκλογική του επίδοση από το 1948, γεγονός που σημαίνει πως ακόμη και το ενδεχόμενο μιας σύμπραξης των δύο ιστορικών παρατάξεων, έστω με τη μορφή κυβέρνησης μειοψηφίας δεν επαρκεί.

Μια τέτοια εξέλιξη δεν αποτελούσε προτεραιότητα για την παράταξη του απερχόμενου πρωθυπουργού Λίο Βαράντκαρ. Αρχικά η πλειονότητα των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος προέκριναν τη γραμμή της επιστροφής στην αντιπολίτευση ως τη μόνη βιώσιμη λύση για την μη περαιτέρω συρρίκνωση του, ποντάροντας στο ενδεχόμενο των επαναληπτικών εκλογών ή της στήριξης μιας κυβέρνησης με κορμό το Fianna Fáil και την συνδρομή μικρότερων σχηματισμών. Όμως με τον χρόνο να περνάει και το ενδεχόμενο των επαναληπτικών εκλογών να έρχεται πιο κοντά, ο ίδιος ο Βαράντκαρ δήλωσε πριν τη σύγκλιση της κοινοβουλευτικής ομάδας του Fine Gael πως “η πιθανότητα της ενός νέου συνασπισμού (με το Fianna Fáil) συνιστά ύστατη λύση”. 

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κομμάτων έπεσε από πλευράς Fine Gael και η ιδέα της εναλλαγής στην πρωθυπουργία για τους δύο ηγέτες.

Από την πλευρά του Fianna Fáil, ο ηγέτης του κόμματος Μίκαελ Μάρτιν ανακοίνωσε αρχικά τη δημιουργία διαπραγματευτικής ομάδας που θα επιδιώξει συνεργασία με το Fine Gael, τους Πράσινους, τους Εργατικούς και ανεξάρτητους βουλευτές, αποκλείοντας όμως κάθε συνεννόηση με το Sinn Féin. Μετά μάλιστα την τελευταία σύγκλιση του κοινοβουλίου o Μάρτιν δήλωσε πάλι πρόθυμος για συγκυβέρνηση με τους άσπονδους εχθρούς. Όμως η εξίσωση και πάλι δείχνει να μην “βγαίνει”, καθώς η διακηρυγμένη πρόθεση του Sinn Féin για μια κυβέρνηση της Αριστεράς ασκεί πίεση στους Εργατικούς, οι οποίοι αποκλείουν μια κυβέρνηση δίχως τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος της χώρας, ενώ οι ανεξάρτητοι δεν αποτελούν παρά ένα ετερόκλητο μείγμα που είναι εξαιρετικά δύσκολο να “τιθασευτεί”.

Σε αυτό το πλαίσιο δεν αποτελεί έκπληξη πως ούτε στην τελευταία σύνοδο της νέας Βουλής στις 5 Μαρτίου δεν έγινε κατορθωτή η ανάδειξη πρωθυπουργού, αν και οι 45 ψήφοι που συγκέντρωσε η αρχηγός του Sinn Féin δείχνουν πως απολαμβάνει της στήριξης τόσο του αντικαπιταλιστικού Solidarity-PBP όσο και ανεξάρτητων βουλευτών. Ωστόσο, η ψυχρή αριθμητική δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για την προοπτική μιας (μετωπικής) αριστερής κυβέρνησης. Στην παρούσα φάση τo Sinn Féin προσπαθεί να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης αντλώντας ψήφους από τη μεγάλη -αλλά ετερογενή- δεξαμενή των ανεξάρτητων, ενώ Fianna Fáil και Fine Gael επιδίδονται σε τακτικισμούς μέχρι την επόμενη σύγκληση της Βουλής, με την προοπτική ενός μεγάλου συνασπισμού (υπό μορφή κυβέρνησης συνεργασίας ή μειοψηφίας) να γίνεται όλο και πιο πιθανή. Η αινιγματική στάση του άλλου νικητή των εκλογών, του κόμματος των Πρασίνων, μπορεί να εξηγηθεί στη βάση διλημμάτων που ξεδιπλώνονται στο εσωτερικό του κόμματος. Μερίδα ηγετικών στελεχών προκρίνουν μια συμφωνία πενταετούς διάρκειας με τον κλασικό δικομματισμό (ianna Fáil και Fine Gael) στα πλαίσια της οποίας ο ηγέτης των Πρασίνων, Ίμον Ράιαν, θα γίνει πρωθυπουργός για ένα έτος, στη λογική του μαθηματικού διαμοιρασμού της κυβερνητικής θητείας (2-2-1), ενώ άλλοι δείχνουν να προτιμούν την αποχή από οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα.

Η επίκληση του IRA

Εκεί που συγκλίνουν πάντως απόλυτα οι δύο ιστορικοί πολιτικοί αντίπαλοι είναι η μη συνεργασία με το Sinn Féin και η προσπάθεια ταύτισής του με το παρελθόν του IRA σε παρόντα χρόνο. Σε αυτήν τους την προσπάθεια μάλιστα έφτασαν να επικαλεστούν δηλώσεις του αρχηγού της ιρλανδικής αστυνομίας που αναφέρονται σε παλαιότερη έκθεση της αστυνομίας της Βόρειας Ιρλανδίας και της βρετανικής MI5, η οποία κάνει λόγο για υπαρκτές δομές (όπως το Στρατιωτικό Συμβούλιο) του IRA εντός του κόμματος. Η ηγέτης του Sinn Féin, Μέρι Λου Μακντόναλντ, απάντησε τονίζοντας πως αποσιωπήθηκε το γεγονός πως στο ίδιο κείμενο γίνεται λόγος για “αφοσίωση της ηγεσίας του IRA στην διαδικασία ειρήνευσης και την επίτευξη της ενοποίησης με πολιτικά μέσα”. Απρόσμενος σύμμαχος του κόμματος αποδεικνύεται και η ιρλανδική διασπορά των ΗΠΑ, που απορεί με τον αποκλεισμό του από τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας, όταν το αδελφό κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας απολαμβάνει πλήρους νομιμοποίησης και αποτελεί μέρος της κυβέρνησης στο βόρειο και πολύ πιο βεβαρημένο από τις συγκρούσεις του παρελθόντος κομμάτι του νησιού. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μπρους Μόρισον, πρώην μέλος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων και από τους πρωτεργάτες της διαδικασίας ειρήνευσης για τη Βόρεια Ιρλανδία δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του πως “οι συνεχιζόμενες προσπάθειες να τεθεί το Sinn Féin σε καραντίνα συνιστούν επίθεση στη δημοκρατική εντολή και τις επιλογές των ψηφοφόρων”, ενώ επισήμανε πως η δαιμονοποίηση του κόμματος δεν αποτελεί παρά μια παράλογη επιστροφή στην πολιτική του παρελθόντος.

Οι προτεραιότητες της κοινωνίας

Όμως όπως απέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές, το παρελθόν ελάχιστα δείχνει να απασχολεί τους ψηφοφόρους και ειδικότερα τις νεότερες γενιές, των οποίων το πιο δυναμικό ηλικιακά κομμάτι (18-24) προτίμησαν το κόμμα της Μέρι Λου Μακντόναλτ σε ποσοστό 31.8% σύμφωνα με τα exit poll των εκλογών, με τους Πράσινους να έρχονται δεύτεροι. Με ελάχιστη απόκλιση (31.7%) το Sinn Féin πάλι ήρθε πρώτο στην επόμενη ηλικιακή κατηγορία (25-34) και το ίδιο συνέβη, αν και με μικρότερη διαφορά, με όλες τις ηλικιακές ομάδες κάτω των 65. 

Η δε πίεση που δέχεται το Sinn Féin είναι από τα αριστερά του, στην κατεύθυνση της μη συνεργασίας με τον παλιό δικομματισμό (τα κόμματα του εμφυλίου πολέμου, όπως αποκαλούνται), όπως δείχνουν και οι πρόσφατες διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο Δουβλίνο. 

Επικεφαλής μιας πορείας εκατοντάδων διαδηλωτών η βουλευτής του Solidarity-PBP, Μπριντ Σμιθ, μίλησε για την ανάγκη μιας αριστερής κυβέρνησης που θα “πετάξει εκτός” τον παλιό δικομματισμό, σε αρμονία με το κοινό αίσθημα. “Η πραγματική αλλαγή έρχεται από τα κάτω” είπε ενώπιον του πλήθους και μαζί με τον επίσης βουλευτή Πολ Μέρφι κάλεσαν τους Πράσινους να μην συγκυβερνήσουν με τα Fianna Fáil και Fine Gael, κόμματα-εκπροσώπους των μεγάλων εταιριών ορυκτών καυσίμων. 

Έτσι, αν και η πολιτική γεωγραφία της Βουλής δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια κυβέρνηση της ευρύτερης Αριστεράς, η προσπάθεια του παραδοσιακού πολιτικού κόσμου να ανακόψει την ανοδική πορεία του Sinn Féin παραβλέπει τις κοινωνικοοικονομικές διεργασίες που διαδραματίζονται στο εσωτερικό της ιρλανδικής κοινωνίας, καθώς και τις συνέπειές τους.

Υπό αυτή την έννοια, μια πιο διεισδυτική ματιά καταρρίπτει την συνήθη προσέγγιση που βλέπει την πρωτιά του Sinn Féin και την αποδυνάμωση του πολιτικού κατεστημένου ως τμήμα μιας παγκόσμιας ανοδικής τάσης των εθνολαϊκιστικών σχηματισμών από τη Βραζιλία και τις ΗΠΑ ως την Ινδία και τη Βρετανία. Πρώτον, αυτή η αντίληψη, προσπερνά το ότι η ενίσχυση του Sinn Féin έλαβε χώρα σε μια συγκυρία όπου το κόμμα αποφάσισε να μιλήσει περισσότερο για τα κοινωνικά ζητήματα (στέγαση, υγεία) και λιγότερο για την ενιαία Ιρλανδία. Δεύτερον, το ρεύμα της ρήξης με το κατεστημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε στην ενίσχυση όχι μόνο του Sinn Féin αλλά και των Πρασίνων δεν συνιστά αντίδραση απέναντι μόνο στις αποτυχίες της παγκοσμιοποίησης, αλλά περιγράφει και τα όρια της ευημερίας της. 

Η παρεμβολή του κορονοϊού

Η Ιρλανδία, ένας από τους πολυδιαφημισμένους νικητές του μοντέλου της φιλελευθεροποιημένης παγκόσμιας οικονομίας, με ΑΕΠ διπλάσιο της Ελλάδας και ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εισοδήματα στον πλανήτη, παραμένει παρά τον πλούτο της μια χώρα που δεν μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης και πρόσβαση σε κοινά αγαθά για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Χαρακτηριστική η τρέχουσα δοκιμασία του Covid-19, που με 129 επιβεβαιωμένα κρούσματα και δύο θανάτους, οδηγεί στα όριά τους τις αντοχές του δημόσιου συστήματος υγείας, το οποίο επανειλημμένα έχει χαρακτηριστεί τα τελευταία χρόνια το ίδιο ως “ασθενές”. Αν και η κυβέρνηση ανακοίνωσε πακέτο ύψους 3 δισ. ευρώ για την επιβράδυνση της εξάπλωσης και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του ιού, η κατάσταση ανοίγει πάλι τη συζήτηση περί πρόσβασης στα δημόσια αγαθά και για το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Αν μη τι άλλο, ακόμη και για τους “νικητές” το υπάρχον μοντέλο δείχνει εξόχως προβληματικό.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα