ΑΘΗΝΑ
12:33
|
22.11.2024
Ο άνθρωπος που εκθρόνισε τον Γκάρι Κασπάροβ μέσα από τα μάτια των «δεύτερών» του.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το ματς του Κασπάροβ εναντίον του Κράμνικ στο Λονδίνο το 2000 δεν χάρισε μόνο έναν καινούριο πρωταθλητή στη σκακιστική κοινότητα, αλλά σηματοδότησε την αναβίωση ενός ανοίγματος που έμελε έκτοτε να κυριαρχήσει στη σκακιστική ελίτ, της Άμυνας του Βερολίνου. Κυρίως όμως έφερε στο προσκήνιο το τιτάνιο έργο της προετοιμασίας ενός ανθρώπου, του Βλαντιμίρ Κράμνικ, που άρπαξε την ευκαιρία και αναδιαμόρφωσε τον εαυτό του ριζικά για να της φανεί αντάξιος.

Όταν ο Τζοέλ Λοτιέ έφτανε στις αρχές Οκτωβρίου του 2000 στο Λονδίνο έπαθε σοκ. Ο άνθρωπος που αντίκριζε απέναντί του έξι μήνες μετά την τελευταία συνάντησή τους, από τότε δηλαδή που φιξαρίστηκε το ματς του εναντίον του Κασπάροβ, έμοιαζε τελείως διαφορετικός: «Με το ζόρι τον αναγνώρισα: ήταν μαυρισμένος από τον ήλιο, δυνατός, λεπτός». Ο λόγος για τον Βλαντιμίρ Κράμνικ, γεννημένο το 1975 στις ακτές της Μαύρης  Θάλασσας, αγαπημένο μαθητή του Μποτβίνικ, εξαιτίας της ιδιαίτερης αγάπης του για τα φινάλε, που ωστόσο αγαπούσε τις χαρές της ζωής, εξοργίζοντας τον ασκητικό δάσκαλο, στον οποίο ανήκει και η φράση αγανάκτησης του τίτλου – απάντηση στο ερώτημα για τις δυνατότητες του μαθητή του να φτάσει ως τον θρόνο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή.

Ο Κράμνικ υπήρξε αγαπημένος της Κάισσας διαχρονικά. Η πρώτη σημαντική στιγμής της καριέρας του υπήρξε η Ολυμπιάδα της Μανίλας, το 1992. Δεν θα βρισκόταν εκεί, ούτε καν διεθνής μετρ τότε, αν δεν επέμενε ο Κασπάροβ, που είχε εντοπίσει το ταλέντο του νεαρού φίντε μετρ, και επέμενε παρά τις γκρίνιες δημοσιογράφων και προπονητών. Ο Κράμνικ δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη: με 8 νίκες και μόλις μία ισοπαλία πέτυχε μια εξωπραγματική απόδοση, για την οποία και ανταμείφτηκε με το χρυσό μετάλλιο.

Το 2000 η τύχη τού χαμογέλασε ξανά. Αν και δυνατός στα τουρνουά, ο Κράμνικ υστερούσε εμφανώς στα ματς, με αποτέλεσμα το 1998 να ηττηθεί από τον Αλεξέι Σίροβ, στο ματς που θα καθόριζε τον αντίπαλο του Κασπάροβ. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτή η σειρά των ματς των διεκδικητών δεν αφορούσε την επίσημη ομοσπονδία, τη ΦΙΝΤΕ, αλλά τον εναλλακτικό οργανισμό που είχε συστήσει ο Κασπάροβ, ώστε να εξασφαλίζει μεγαλύτερα χρηματικά έπαθλα και αυτονομία, το αποτέλεσμα του ματς θα ήταν δεσμευτικό μόνον εάν βρισκόταν και η κατάλληλη χρηματοδότηση. Σε μια εποχή που η ζωή του δεν βρισκόταν και στο φόρτε της, έχοντας να διαχειριστεί ένα διαζύγιο σε μια χώρα, την Ισπανία, στην οποία μόλις πρόσφατα είχε πολιτογραφηθεί, ο Λετονός επίγονος του Μίσα Ταλ είδε το όνειρό του να παίξει εναντίον του Κασπάροβ να μετατρέπεται σε ένα εφιάλτη: ο Κασπάροβ αρνήθηκε το ματς, κωλυσιέργησε, και δύο χρόνια αργότερα, με τις ευλογίες των χορηγών, επέλεξε τον ηττημένο ως αντίπαλό του. Κι έτσι τον Μάρτιο του 2000 ο Κράμνικ βρέθηκε να έχει έξι μήνες προετοιμασίας για να κερδίσει τον μεγαλύτερο και πλέον απειλητικό αντίπαλο του μοντέρνου σκακιού.

Ο Βλαντιμίρ Κράμνικ το 1992. Η επιμονή του Κασπάροβ εξασφάλισε στον ταλαντούχο νεαρό μια θέση στη ρωσική ομάδα που συμμετείχε στην Ολυμπιάδα της Μανίλας. Φωτο: A. Yakovlev, TASS

Είμαστε τυχεροί γιατί αυτό το ματς έχει περιγραφεί από τον βασικό «δεύτερο» [“second”, ο βοηθός, συχνά γκραν μετρ κι αυτός, που αναλαμβάνει ένα τμήμα της ανάλυσης –συχνά ανοιγμάτων, αλλά όχι μόνο- κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και του ματς του βασικού, «πρώτου», παίκτη] του Kράμνικ, τον Γιεβγένι Μπαρέεβ. Μαζί με τον ερασιτέχνη σκακιστή, φίλο του Κράμνικ και επιχειρηματία, Ίλια Λεβιτόβ, έγραψαν ένα από τα συγκλονιστικότερα κατά τη γνώμη μου βιβλία της σύγχρονης σκακιστικής γραμματείας, το From London to Elista (New in Chess, 2007), που αποτελεί την εκ των έσω περιγραφή των τριών ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα που έδωσε ο Κράμνικ από το 2000 έως το 2007, εναντίον του Γκάρι Κασπάροβ, του Πέτερ Λέκο και του Βαζελίν Τοπάλοβ. Η πρωτοτυπία του βιβλίου έγκειται στο ότι είναι γραμμένο υπό τη μορφή πλατωνικού διαλόγου, με τους δύο βασικούς συνομιλητές, τον Μπαρέεβ και τον Λεβιτόβ, να ενοφθαλμίζουν στην περιγραφή των γεγονότων θεωρητικούς στοχασμούς που εκτείνονται από τη σχέση του σκακιού με τη λογοτεχνία ως την Καμπάλλα και την ψυχολογία του λάθους. Σε ιδιαίτερο πλαίσιο, οι σύντομες «σημειώσεις ενός “δεύτερου”» συνοψίζουν εικονοκλαστικά το ψυχολογικό κλίμα πίεσης και άγχους κατά τη διαδικασία του ματς, όταν τίποτα δεν έχει ολοκληρωθεί και όπου το μέλλον είναι άδηλο και απειλητικό.

Όπως επισημαίνει ο Μπαρέεβ, ο Κράμνικ είχε ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους αντιπάλους του Κασπάροβ: δεν τον φοβόταν. Είναι αξιοσημείωτο ότι από τη νεότερη γενιά σκακιστών ο Κράμνικ ήταν ο μόνος που είχε ως τότε ισόπαλο σκορ με τον Κασπάροβ – κι ίσως αυτό να μέτρησε στην επιθυμία του τελευταίου να είναι αυτός ο αντίπαλός του. Επιπλέον, ο Κράμνικ είχε υπάρξει βοηθός του Κασπάροβ, στο ματς της Νέας Υόρκης το 1995 εναντίον του Βισβανάθαν Ανάντ. Επομένως ήξερε τον τρόπο που δούλευε ο Γκάρι, και μπορούσε να εστιάσει την προετοιμασία του σ’ αυτό.

Η αποφασιστικότητα του Κράμνικ φάνηκε και στις λεπτομέρειες της προετοιμασίας του: έκοψε, για παράδειγμα, το κάπνισμα για όσο αυτή διήρκεσε. Φρόντισε τη διατροφή του, αθλήθηκε, έχασε βάρος και κατάφερε να φτάσει σε βαθμό φυσικής ετοιμότητας τον κατά είκοσι χρόνια γηραιότερο αντίπαλό του, ο οποίος όμως φημιζόταν για τη σκληρή δουλειά (και) στο γυμναστήριο. Επιπλέον, στο σκακιστικό κομμάτι, ο Κράμνικ και οι «δεύτεροί» του σχεδίασαν μια θαυμάσια στρατηγική. Σ’ ένα τέτοιο ματς σημασία έχει η νίκη, έστω κι αν αυτή επιτευχθεί με την ελάχιστη δυνατή διαφορά. Έτσι, χωρίς την αναγκαιότητα των πολλών νικών που απαιτεί ένα τουρνουά, βασική προτεραιότητα του παίκτη όταν παίζει με τα μαύρα κομμάτια είναι να μη χάνει, να μην επιτρέπει στον αντίπαλο να αποκομίζει πόντους από το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης. Ο Κράμνικ ήξερε ότι η προετοιμασία του Κασπάροβ είναι θηριώδης. Με πολυμελή ομάδα και τη χρήση των δυνατότερων υπολογιστών της εποχής, ο Πρωταθλητής είχε ένα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα. Που ωστόσο είχε μια αχίλλειο πτέρνα: αφορούσε μόνο τις βαριάντες με φορσέ χαρακτήρα, ακολουθίες κινήσεων δηλαδή που φτάνουν μέχρι βάθους με έναν αναγκαστικό χαρακτήρα. Σε θέσεις όπου μετράνε περισσότερο οι γενικές ιδέες έναντι των συγκεκριμένων αποφάσεων, οι υπολογιστές δεν μπορούσαν εκείνη την εποχή να βοηθήσουν δραστικά. Επίσης, αυτό το αφηρημένο παιχνίδι δεν ταίριαζε και στο στυλ του Κασπάροβ, του οποίου το δυνατό χαρτί ανέκαθεν υπήρξε η υπολογιστική δύναμη και όχι η αίσθηση της θέσης. Μ’ αυτά τα δεδομένα η ομάδα του Κράμνικ ετοίμασε μια ξεχασμένη βαριάντα της Ισπανικής Παρτίδας, την Άμυνα του Βερολίνου, ως κύριο όπλο για το ματς. Θεωρούμενη γενικώς ανεπαρκές άνοιγμα, η Άμυνα του Βερολίνου παιζόταν σπάνια σε τοπ επίπεδο, και η πιθανότητα ο Κασπάροβ να μην έχει προετοιμαστεί γι’ αυτήν ήταν μεγάλη. Και όντως δεν είχε. Με την Άμυνα του Βερολίνου το παιχνίδι μετατρέπεται σύντομα σε φινάλε, όπου το πλεονέκτημα των λευκών αντισταθμίζεται από μια σειρά ανταλλαγμάτων που καθιστούν τη θέση των μαύρων απόλυτα στέρεη. Και πράγματι, το «τείχος του Βερολίνου» υπήρξε για τον Κασπάροβ αδιαπέραστο. Ο Κράμνικ κράτησε με ευκολία το παιχνίδι του με τα μαύρα, οδηγώντας ταυτόχρονα στην καθιέρωση του ανοίγματος. Σήμερα η Άμυνα του Βερολίνου αποτελεί μια σταθερή επιλογή των γκραν μετρ, κόντρα στα παράπονα των φαν ότι το παιχνίδι καθίσταται βαρετό και τεχνικό.

Οι δύο αντίπαλοι πέρα από το διαφορετικό στυλ στη σκακιέρα έχουν και διαφορετικό γούστο στις καρέκλες

Αυτό το ζήτημα της τεχνικής δυσκόλεψε τον Κασπάροβ σε όλο το ματς. Έχοντας χάσει μετά από ένα μεγάλο λάθος τη 2η παρτίδα πάλεψε να επανέλθει και σε αρκετά σημεία έβγαλε κερδισμένες θέσεις. Στο κομμάτι της εκτέλεσης όμως δεν κατάφερε να μετουσιώσει το πλεονέκτημα σε νίκη. Ο χρόνος που αφιέρωσε στην προσαρμογή του στην έκπληξη που του παρουσίασε ο Κράμνικ με την Άμυνα του Βερολίνου είχε βαρύ τίμημα στο νευρικό του σύστημα. Δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις τεχνικές απαιτήσεις της θέσης, στον υπολογισμό πολλών αλλά σύντομων βαριαντών που δεν θα επέτρεπαν την παράβλεψη όλων των ευκαιριών του αντιπάλου να επανέλθει στο παιχνίδι. Για πρώτη φορά στη μακρά εμπειρία του σε ματς για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, ύστερα από τον Κάρποβ στη δεκαετία του 1980 και τους Σορτ και Ανάντ στα 90’s, ο Κασπάροβ αντιμετώπιζε έναν αντίπαλο που «σκότωνε» το δυναμικό, γεμάτο ουσιαστικές περιπλοκές παιχνίδι, χάριν θέσεων που είχαν τεχνικές περιπλοκές.

Μη νομίσει κανείς όμως ότι τα πράγματα ήταν ανέφελα στο στρατόπεδο των πρωτοπόρων. Η πίεση του προγράμματος της δουλειάς οδηγούσε τα νεύρα σε εξωφρενικές καταστάσεις. Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές «Σημειώσεις ενός δεύτερου» ο Μπαρέεβ σημειώνει: Δεν είχαμε προετοιμάσει το άνοιγματο Αγγλικό Άνοιγμα που διάλεξε ο Κασπάροβ στην 5η παρτίδα του ματς – ο Κράμνικ βγήκε από αυτό σημαντικά χειρότερος. Δεν έχουμε κοιμηθεί δυο νύχτες. Ο Βολόντια είναι κουρασμένος, προφανώς, περπατά σκυθρωπός κι έχει κακή διάθεση. Ο Μιγκέλ [Ιλέσκας, ο τρίτος βοηθός] είναι επίσης κουρασμένος.

Με τον Λοτιέ συζητάμε το θεατρικό του Σαρτρ Κεκλεισμένων των θυρών και αποφασίσαμε ότι μιλά για μας. Τρεις άνθρωποι είναι κλειδωμένοι σε ένα δωμάτιο –στην κόλαση, όπως προκύπτει. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να απαλλαγεί ο ένας από τον άλλο, γεγονός που επιτείνει την κόλαση.

Μπαρέεβ, Κράμνικ και Κασπάροβ σε ένα θεατρικό στιγμιότυπο δυο χρόνια μετά την ένταση του ματς. Πηγή: chess24

Μετά τη δέκατη παρτίδα, στην οποία ο Κασπάροβ κατέρρευσε και έχασε εύκολα σε μόλις 25 κινήσεις, το κλίμα –αν και χαρμόσυνο- δεν έγινε λιγότερο πιεστικό στο στρατόπεδο του Κράμνικ. Η εμμονή με την ανάλυση της Άμυνας του Βερολίνου είχε φτάσει τους «δεύτερους» στα όριά τους. Με δουλειά ως τις 5 το πρωί, ώστε να καλυφθούν οι «τρύπες» στις πιθανές βαριάντες, ο Λοτιέ δήλωσε ότι μετά από αυτό θα εγκατέλειπε το σκάκι – κάτι που προφανώς δεν έκανε.

Το σύνδρομο των «κεκλεισμένων θυρών» σε μικρές ομάδες που δουλεύουν εντατικά μαζί για μεγάλο διάστημα δεν είναι κάτι άγνωστο. Κι όσο η ένταση κορυφώνεται τα πνεύματα οξύνονται. Μην ξεχνάμε ότι στο παρελθόν ο Κασπάροβ είχε διώξει τον βοηθό του Βλαντιμίροβ κατηγορώντας τον ότι δίνει τις αναλύσεις στον Κάρποβ. Για να συνεχίσουμε τις θεατρικές μεταφορές, το Τέλος του παιχνιδιού με την καθήλωση των πρωταγωνιστών με κάθε δυνατό τρόπο, περιγράφει τέλεια αυτή την ψυχολογική κατάσταση.

Ωστόσο δεν λείπει και το χιούμορ και μέσω αυτού η ένταση εκτονώνεται. Παραπονούμενος για την ασθενή του μνήμη σε κάποιες βαριάντες ο Κράμνικ αναθυμάται τα σχολικά του χρόνια: «Ξεχνούσα όλες τις ημερομηνίες στην Ιστορία». Για να του απαντήσει ο Λοτιέ: «Υπάρχουν και χειρότερα· εγώ θυμόμουν όλες τις ημερομηνίες αλλά τίποτα από ό,τι είχε γίνει σ’ αυτές». Ταυτόχρονα, ο Μπαρέεβ θυμάται πως υπήρχαν όντως και κάποιες μέρες πραγματικής χαλάρωσης, όταν φερ’ ειπείν την ισοπαλία μετά την 13η παρτίδα ακολούθησε «σάουνα, τζακούζι, ταινία και ύπνος από τα μεσάνυχτα ως τις 11 το πρωί». Μόνο η σεξουαλικότητα ήταν ανύπαρκτη και απαγορευμένη. «Υπήρχαν καθόλου γυναίκες;», ρωτά ο Λεβιτόβ, «Καμία γυναίκα στις σημειώσεις μου. Και για να μην υπάρχουν στις σημειώσεις μου δεν υπήρχαν πουθενά», απαντά ο Μπαρέεβ. Ο Λοτιέ θα είναι ακόμα πιο παραστατικός όταν περιγράφει πόσο έντρομα τους κοίταζε προς το τέλος του ματς, «όταν τα πράγματα είχαν φτάσει σε σημείο τρέλας», η καμαριέρα: «Μας έβλεπε σαν άγρια θηρία, αξύριστους, άπλυτους, να κοιτάμε σαν πεινασμένοι λύκοι».

Μετά τις ήττες του στην 2η και την 10η παρτίδα, και με άλλες 13 ισοπαλίες, ο Γκάρι Κασπάροβ, ύστερα από 15 χρόνια ολοκληρωτικής κυριαρχίας εγκατέλειψε το στέμμα του. Ήταν προφανές από το δεύτερο μέρος του ματς και μετά ότι η εποχή του είχε περάσει: η προσαρμογή στον αντίπαλο ήταν ελλιπής, η κούραση δεν του επέτρεπε να μετατρέψει μια καλύτερη θέση σε νικηφόρα, έμοιαζε λες και είχε χαθεί το δολοφονικό ένστικτο. Ο Κράμνικ έβλεπε τους μαύρους κύκλους στα μάτια του αντιπάλου του, και ερμήνευε σωστά τα άχρωμα σχόλια μετά το τέλος των παρτιδών ως λευκή πετσέτα. Πού πήγε ο Κασπάροβ των πρώτων παρτίδων, εκείνος που όταν ο Κράμνικ τόλμησε να προτείνει αυτός πρώτος ισοπαλία –με πιόνι κάτω- του έκανε ολόκληρη διάλεξη για το τελετουργικό της διαδικασίας… Ο Κασπάροβ θα χαρακτηρίσει τον Κράμνικ «νέμεσή» του, και στη σύντομη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι (μτφρ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, Πατάκης, 2008), δεν θα παραλείψει, μαζί με τον έπαινο να αναμείξει και λίγο δηλητήριο:

Αφού με νίκησε για τον παγκόσμιο τίτλο, ο Κράμνικ, εν συνεχεία, έθεσε ως στόχο να με ξεπεράσει στην παγκόσμια βαθμολογική κατάταξη. Αλλά αποδείχτηκε ότι το συντηρητικό στυλ παιχνιδιού που είχε τελειοποιήσει προκειμένου να με νικήσει ήταν λιγότερο αποτελεσματικό στον κόσμο των τουρνουά, και τα αποτελέσματά του σπανίως έφταναν τα παλιά επίπεδα. Είχε μειωμένο κίνητρο, αφότου έφτασε στην κορυφή σε τόσο πρώιμη φάση της σταδιοδρομίας του. Ο Κραμνικ παρέμεινε, και παραμένει, ένας κορυφαίος παίκτης, αλλά έχει επισκιαστεί από νεότερους παίκτες και άλλους της δικής του γενιάς, ακόμα και αν υπερασπίστηκε τον ολοένα και πιο υποτιμημένο τίτλο του φέρνοντας ισοπαλία σε ένα ματς για το παγκόσμιο πρωτάθλημα το 2004. Μονάχα ο χρόνος θα δείξει εάν η σωματική και ψυχολογική του υγεία θα αναλάβουν αρκετά ώστε να τον φέρουν και πάλι στην κορυφή.

: Ο Κράμνικ στη Μόσχα, λίγο πριν κερδίσει το ράπιντ τουρνουά του 1996, Kremlin Stars, με αντίπαλο στον τελευταίο γύρο τον Κασπάροβ. Photo: A. Yakovlev / TASS

Η στιγμή του τέλους συνοδεύτηκε όχι τόσο πολύ με ενθουσιασμό όσο με ανακούφιση – ειδικά για τους «δεύτερους» που μπορούσαν πλέον να χαλαρώσουν. Ο Μπαρέεβ αναθυμάται την τελετή λήξης, τη σαμπάνια, τα ποτά που ακολούθησαν. Το ωράριο των βρετανικών παμπ ωστόσο ανάγκασε την παρέα να γυρίσει νωρίς στο ξενοδοχείο, μαζί φυσικά με μερικά μπουκάλια ποτού. Μετά, κατά τις τρεις το ξημέρωμα, ο Μπαρέεβ καθόταν μπροστά στην τηλεόραση για να δει τα Μάτια ερμητικά κλειστά, το κύκνειο άσμα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ. «Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι», λέει, «είναι τα γυμνά σώματα του Τομ Κρουζ και της Νικόλ Κίντμαν στην οθόνη και τον Κράμνικ με τον Λοτιέ στο τραπέζι να συζητούν σοβαρά για το επόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα».

Κατά γενική ομολογία η νίκη του Κράμνικ υπήρξε το προϊόν της απόλυτης προσαρμογής του διεκδικητή στη συνθήκη. Ο Κράμνικ έζησε το ματς έντονα στο μυαλό του από τη στιγμή που υπογράφτηκε το συμβόλαιο της αναμέτρησης. Προσαρμόστηκε στον αντίπαλο, κατέστρωσε μια στρατηγική πλήρως εναρμονισμένη με τις απαιτήσεις, ώστε να θέσει στον Κασπάροβ τα σημαντικότερα προβλήματα. «Σαν κλασικός Σοβιετικός διανοούμενος» ο Κράμνικ είχε την ικανότητα της βέλτιστης απόδοσης κάτω από την πιο εξουθενωτική πίεση. Κι η αγριεμένη όψη του Κασπάροβ που προκαλούσε τον τρόμο σε όλους τους άλλους γέμιζε τον Κράμνικμε αυτοπεποίθηση. Δεν έδωσε στον αντίπαλο τη δυνατότητα να του αποσπάσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, συνθήκη στην οποία συνήθως θριάμβευε ο Κασπάροβ. «Σκοτώνοντας» τις περιπλοκές εκδίπλωσε το ήπιο, ποζισιονέλ στυλ του και άφησε την άνυδρη, μηχανιστική τεχνική να κάνει τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό ίσως και τα αποτελέσματά του μετά το ματς έφθιναν. Γιατί το σετάρισμα αυτό που δουλεύει εναντίον ενός συγκεκριμένου αντιπάλου –και τι αντιπάλου!- προκαλεί δυσλειτουργίες όταν βρεθεί στη συνθήκη του τουρνουά, όπου διαφορετικοί αντίπαλοι και στυλ θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και συνολικά.

Το μεγαλείο του Κράμνικ ήταν αυτό ακριβώς: ότι όταν βρέθηκε μπροστά του η ευκαιρία στράγγιξε από αυτή όλους τους χυμούς της, οργανώνοντας μια επιμέλεια εαυτού που δεν δίστασε να τον μεταμορφώσει τόσο ώστε να γίνει κυριολεκτικά αγνώριστος. Άπαξ και ο σκοπός επιτεύχθηκε η πίεση της αυτοβελτίωσης μπορούσε να σταματήσει, το τσιγάρο να ανάψει και πάλι, το ποτήρι να γεμίσει ποτό και η αναζήτηση της αλήθειας να επιστρέψει μεταμορφωμένη από την ασκητική της μορφή σ’ αυτήν μιας εγκόσμιας κατάστασης όπου το να νικάς είναι μεν ευχάριστο αλλά όχι το παν. Αν ο Κασπάροβ ήταν ο ζηλωτής Πατριάρχης ως το τέλος, ο Κράμνικ απόλαυσε τον θρόνο του με την εκ των προτέρων σοφία ενός γέροντα που δεν θέλει παρά να είναι μεν πρώτος, αλλά ανάμεσα σε ίσους.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Μήνυση Λινού κατά Πολάκη εν μέσω εκλογών στον ΣΥΡΙΖΑ

Συμπαράσταση της ΟΚΔΕ στον Νίκο Ρωμανό: Να σταματήσει η «στημένη» δίωξη

Το τραγούδι της ημέρας

Το BDS Greece καλεί την Ελλάδα να μην αγοράσει το Iron Dome από το Ισραήλ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα