ΑΘΗΝΑ
06:57
|
10.11.2024
Ο τελευταίος μεγάλος ερασιτέχνης σε κορυφαίο επίπεδο υπήρξε ένας εκκεντρικός παπυρολόγος που ζούσε χωρίς τηλεόραση και τηλέφωνο.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ο τελευταίος μεγάλος ερασιτέχνης σε κορυφαίο επίπεδο υπήρξε ένας εκκεντρικός παπυρολόγος που ζούσε χωρίς τηλεόραση και τηλέφωνο, απεχθανόταν τη δημοσιότητα που τον έκανε να μοιάζει «με πίθηκο σε ζωολογικό κήπο» και θεωρούσε τον εαυτό του ανίκανο να ανταγωνιστεί τους κορυφαίους μετρ. Νούμερο 3 στον κόσμο το 1980, ο Ρόμπερτ Χιούμπνερ έφτανε πάντα πολύ κοντά στην κορυφή, αλλά έβλεπε την μπίλια να καταλήγει εντέλει στο λάθος χρώμα.

«Δεν ένιωθα ότι μπορώ να δείξω στις παρτίδες μου τη δημιουργική δύναμη που κάνει το παιχνίδι να αξίζει τον κόπο. Νομίζω ότι ο όρος “δεν μπορώ να παίξω” μπορεί να οριστεί μόνο σε υποκειμενική βάση», ανέφερε στις 25 Ιανουαρίου του 1981 σε μια συνέντευξη ποταμό στον Spiegel ο Γερμανός γκραν μετρ Ρόμπερτ Χιούμπνερ. Η συνέντευξη ερχόταν στη δημοσιότητα για να δώσει απαντήσεις στις φημολογίες που ακολούθησαν την ξαφνική αναχώρησή του από το Μεράνο της Ιταλίας στις 9 του μήνα. Αναχώρηση που συνεπαγόταν την παραίτησή του από το σημαντικότερο ματς της καριέρας του: τον τελικό των ματς των διεκδικητών εναντίον του Βίκτορ Κορτσνόι, με τον νικητή να αντιμετωπίζει λίγους μήνες αργότερα –και πάλι στο Μεράνο– τον Ανατόλι Κάρποβ για τον παγκόσμιο τίτλο.

Ο Χιούμπνερ, νούμερο 3 στον κόσμο στις λίστες ΕΛΟ το 1980, στην κορυφαία επίδοση της ζωής του, είχε προκριθεί στον τελικό των διεκδικητών μετά από εντυπωσιακή πορεία. Ισόβαθμος στην πρώτη θέση στο Ιντερζόναλ τουρνουά του Ρίο, μαζί με τους με τους Τίγκραν Πετροσιάν και Λάγιος Πόρτις, με νίκες επί του Αντράς Αντοριάν και του Πόρτις σε προημιτελικά και ημιτελικά, έδειχνε να έρχεται με ορμή στο ματς που κάθε σκακιστής ονειρεύεται, αυτό για τον παγκόσμιο τίτλο. Απέναντι στον Κορτσνόι είχε δύο πλεονεκτήματα: καταρχάς ήταν μετά από καιρό ο πρώτος αντίπαλος που αντιμετώπιζε σε ματς ο Κορτσνόι και δεν τον μισούσε. Μαθημένος να αντιμετωπίζει τους Σοβιετικούς πρώην συμπατριώτες του, ο αυτομολήσας στη Δύση Κορτσνόι είχε σετάρει έτσι τη συμπεριφορά του επί σκακιέρας, ώστε το μίσος και η εχθρότητα να δυναμώνουν την προσήλωση και την αποφασιστικότητά του. Απέναντι στον ήρεμο Χιούμπνερ αυτή η στάση δεν μπορούσε να εκδηλωθεί. Δεύτερο πλεονέκτημα του Γερμανού ήταν το θέμα της ηλικίας, καθότι ήταν αρκετά νεότερος. Και πράγματι, μετά και την 6η παρτίδα ο Χιούμπνερ προηγείτο με έναν πόντο. Στην έβδομη παρτίδα ωστόσο συνέβη το μοιραίο λάθος στην 63η κίνηση, με το οποίο «έστησε» έναν Πύργο. Η ψυχολογία του Χιούμπνερ άρχισε να καταρρέει, με αποτέλεσμα να χάσει και την επόμενη παρτίδα. Με την ένατη και δέκατη παρτίδα υπό διακοπή, και λίγο πριν από την έναρξη της επόμενης, ο Χιούμπνερ αποφάσισε να φύγει. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια θα ήταν η έκβαση του ματς, ωστόσο η στάση του Χιούμπνερ είναι ενδεικτική του συνολικού σκακιστικού βίου του, όπου η προσέγγιση της κορυφής συνοδεύεται από μια απότομη και πολλές φορές ανεξήγητη κατάρρευση.

Κορτσνόι και Χιούμπνερ αντιμέτωποι στο Βάικ αν Ζέε το 1984. Ωραίες εποχές που το κάπνισμα επιτρεπόταν επί της σκακιέρας, χωρίς να βρίσκεσαι υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πίεσης χρόνου για ένα τσιγάρο. Πηγή: https://www.nationaalarchief.nl/onderzoeken/fotocollectie/ad3355da-d0b4-102d-bcf8-003048976d84

«Θέλω να παίξω σκάκι και δεν κάθομαι στη σκηνή για να ικανοποιήσω την περιέργεια των ανθρώπων που θέλουν να δουν το πρόσωπό μου. Παίζω τις παρτίδες μου και έτσι υπηρετώ -πιστεύω- το σκάκι, τη διάδοσή του και ίσως και το επίπεδό του. Οι παρτίδες μου είναι προσβάσιμες σε όλους», σημειώνει στην ίδια συνέντευξη, όταν και περιγράφει την ενόχλησή του από τους φωτογράφους που συνέχιζαν τη δουλειά τους στο Μεράνο και μετά την έναρξη της παρτίδας. Το ίδιο φυσικά θεωρούσε και για τον κόσμο που παραγέμισε ασφυκτικά τον χώρο του αγώνα. Ο δημοσιογράφος αναρωτήθηκε μήπως αυτή στάση κρύβει κάτι αλαζονικό, αλλά ο Χιούμπνερ παρέμενε πάντα άνθρωπος που διέκρινε την ουσία από την εμφάνιση και το αμπαλάρισμά της. Διόλου τυχαία, όταν ο δημοσιογράφος τον περιγράφει ως έναν μονήρη που μιλά 8 γλώσσες, ζει σε γκαρσονιέρα, χωρίς τηλεόραση και χωρίς τηλέφωνο και χωρίς να γνωρίζει κανέναν από τους σταρ της εποχής, ο Χιούμπνερ θα αδράξει την ευκαιρία για να ασκήσει κριτική στα ΜΜΕ και την κυριαρχία τους.

Όλα αυτά συμπυκνώνουν παραστατικά την πορεία του Χιούμπνερ. Γεννημένος στην Κολωνία στις 6 Νοεμβρίου του 1948, κατάφερε ως τα 20 του να κάνει την παρουσία του εμφατική στο παγκόσμιο σκάκι. Σοβαρός από μικρός –ένας οργανωτής τουρνουά ανακαλούσε ότι τη στιγμή που οι άλλοι έφηβοι, στα διαλείμματα των αγώνων, διάβαζαν κόμικς ο Χιούμπνερ σε μια γωνιά μελετούσε τον Όμηρο στο πρωτότυπο–, ο Χιούμπνερ θα διαπρέψει στην Ολυμπιάδα του Λουγκάνο το 1968, με πέντε νίκες και έξι ισοπαλίες σε δώδεκα παρτίδες, ενώ την επόμενη χρονιά θα προκριθεί από το Ζόναλ τουρνουά της Αθήνας στο Ιντερζόναλ της Πάλμα, από όπου και θα κερδίσει την πρόκριση στα ματς των διεκδικητών. Εκείνη την εποχή, ο διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου αναδεικνυόταν μετά από μακρά διαδικασία, όπου περιφερειακά τουρνουά έδιναν θέσεις πρόκρισης σε ισχυρά διαπεριφερειακά, με τους πρώτους εξ αυτών να συγκροτούν την οκτάδα των διεκδικητών, από τους οποίους μετά από νοκ-άουτ ματς αναδεικνυόταν εντέλει ο μπαρουτοκαπνισμένος επίδοξος σφετεριστής του θρόνου.

Στην Πάλμα ήταν που ο Χιούμπνερ αντιμετώπισε για πρώτη –και μοναδική– φορά τον Μπόμπι Φίσερ, κρατώντας άνετα την ισοπαλία σε ένα άνοιγμα που πάντα δυσκόλευε τον Φίσερ ως λευκό: την Κάρο-Καν. Ο Μπεντ Λάρσεν, που υπήρξε ένα (σύντομο) φεγγάρι «δεύτερος» του Φίσερ, θα σημείωνε την εμφατική άρνηση του Φίσερ, εδρασμένη στη ματαιοδοξία του, να υιοθετήσει μια σοβαρή βαριάντα απέναντι σ’ αυτό το στέρεο άνοιγμα. Από τα ματς των διεκδικητών στην Πάλμα θα ξεκινούσαν οι περιπέτειες του Χιούμπνερ. Γιατί το 1971, χρονιά κατά την οποία και κατέκτησε τον τίτλο του γκραν μετρ, θα προοικονομούσε το 1981. Στη Σεβίλλη μεταξύ της 13ης και της 23ης του Μαρτίου του 1971 στήθηκε το πρώτο σκηνικό όπου ο τραγικός ήρωας Χιούμπνερ θα οδηγούνταν άδοξα στην έξοδο.

Μετά από έξι σερί ισοπαλίες ακολούθησε η ήττα στην έβδομη παρτίδα, που έμελλε να είναι και η τελευταία του ματς: ο Χιούμπνερ το εγκατέλειψε. Ο λόγος που επικαλέστηκε ήταν η απροθυμία των διοργανωτών –αλλά και των Σοβιετικών– να δεχθούν την αλλαγή του χώρου διεξαγωγής των αγώνων. Ως επιλογή η Σεβίλλη ήρθε κάπως εκτός προγράμματος, και τα πράγματα επιδεινώθηκαν όταν επιλέχθηκε για την αναμέτρηση μια αίθουσα της Νομικής, η οποία βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του πεζοδρομίου. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχει αρκετός εξωτερικός θόρυβος, που σε συνδυασμό με τη συνήθη μικροφασαρία των θεατών δημιουργούσε πρόβλημα στον Χιούμπνερ – αντιθέτως, η κακή ακοή του Πετροσιάν τον προστάτευε από αυτές τις κακουχίες. Κυριολεκτικά, λοιπόν, τα παράπονα του Χιούμπνερ προσέκρουαν σε «ώτα μη ακουόντων» και το ποτήρι ξεχείλισε με την ήττα. Η προσωπικότητα του Χιούμπνερ υπήρξε πάντοτε απαισιόδοξη και το γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε αμέσως μόλις παρουσιάστηκε το πρόβλημα δείχνει ότι η στάση του είναι πιο βαθιά από την εξήγηση που έδωσε ο Πετροσιάν, ο οποίος απέδωσε την εγκατάλειψη του Χιούμπνερ στην ιδιορρυθμία που έχει καταλάβει τη νεολαία μετά την εμφάνιση του Φίσερ. Η ιδιορρυθμία του Χιούμπνερ υπήρξε άλλης τάξης και έγκειται στη δημιουργία των συνθηκών που θα υποστηρίξουν την έμμονη ιδέα που ανέκαθεν τον διακατείχε: «Δεν μπορώ να συναγωνιστώ τους κορυφαίους μετρ».

Ο 22χρονος Χιούμπνερ στο Βάικ αν Ζέε Φωτο: B. Verhoeff / ANEFO

Ο Χάρι Γκόλονμπεκ, διαιτητής στην αναμέτρηση με τον Πετροσιάν, θα αποκαλούσε τη στάση του Χιούμπνερ «μαζοχιστικό πεσιμισμό» που ωστόσο στερείται «ρεαλιστικής βάσης». Όπως και να το πούμε, ο Χιούμπνερ πάντοτε ένιωθε υποδεέστερος. Παρ’ όλα αυτά, την ίδια στιγμή που νιώθει ότι δεν μπορεί να συναγωνιστεί τους κορυφαίους, είναι στο σκάκι που θεωρεί ότι βρίσκει τη θέση του στον κόσμο, τη θέση όπου μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στον κόσμο χωρίς να έχει την αίσθηση ότι υπολείπεται. Αυτή η αμφιθυμία στη στάση του Χιούμπνερ είναι που χάρισε στον κόσμο έναν διπλά ταλαντούχο άνθρωπο. Ο Χιούμπνερ πατούσε στο σκάκι με το ένα πόδι. Η αμφιβολία του, η έλλειψη αυτοπεποίθησης και η ανασφάλεια που τον διακατείχαν τον ώθησαν να αναπτύξει και την ακαδημαϊκή του διάσταση. Κλασικός φιλόλογος, ο Χιούμπνερ ολοκλήρωσε το διδακτορικό του και την υφηγεσία του στην παπυρολογία, διδάσκοντας κατόπιν στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Οι πάπυροι, πέρα από επάγγελμα, έγιναν και το καταφύγιο για τις απογοητεύσεις της σκακιέρας.

Υπ’ αυτή την έννοια, ο Χιούμπνερ μπορεί να ιδωθεί ως ο τελευταίος μεγάλος ερασιτέχνης στο σκάκι. Εμφανιζόμενος τη μεταβατική εποχή όπου τίθενται τα θεμέλια της επαγγελματοποίησης του παιχνιδιού και της μετατροπής του σε σπορ, ο Χιούμπνερ εκφράζει τις εντάσεις που συνοδεύουν αυτή τη διαδικασία. Δεν ζούμε πια στην εποχή του Εμάνουελ Λάσκερ ή του Μαξ Όιβε, όπου η ακαδημαϊκή καριέρα και η σκακιστική δραστηριότητα μπορεί να συνυπάρχουν ομαλά, ούτε καν στην εποχή του Μιχαΐλ Μποτβίνικ, όπου η στήριξη ενός σκακιστικού μηχανισμού μπορεί να επιτρέψει τις σποραδικές απουσίες. Το σκάκι στα 70s μετατρέπεται ξεκάθαρα σε δουλειά πλήρους απασχόλησης. Διορατικός ως συνήθως ο Γιαν Ντόνερ, ο οποίος όπως έχουμε δει σε προηγούμενο κείμενο απεχθάνεται τον ερασιτεχνισμό, επιφυλάσσει για τον Χιούμπνερ μια ξεχωριστή θέση. Σχολιάζοντας κι αυτός την αποχώρηση του Χιούμπνερ από το ματς με τον Κορτσνόι, ο Ντόνερ θα σημειώσει ότι η δυσφορία του Χιούμπνερ με τη δημοσιογραφική κάλυψη και τον όλο ντόρο είναι ακριβώς απόρροια της ερασιτεχνικής του προσέγγισης.

Η επαγγελματοποίηση δεν είναι απλώς ένας περφεξιονισμός, αυτός υπήρχε με τον τρόπο του ούτως ή άλλως σε ένα περίπλοκο παιχνίδι που απαιτεί  εξειδίκευση και βαθιά μελέτη. Η επαγγελματοποίηση στο σκάκι, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας του θεάματος, ισοδυναμεί πρωτίστως  με τη  διεκδίκηση ενός συγκεκριμένου χώρου ορατότητας στη δημοσιότητα. Ο Φίσερ με την εκκεντρικότητά του το είχε καταλάβει πλήρως: ο σκακιστής μπήκε στις εφημερίδες, έγινε τηλεοπτική συνέντευξη, η ζωή του, ο εξωσκακιστικός του βίος, τα πιθανά του σκάνδαλα έγιναν όλα πεδίο ενδιαφέροντος του ανθρώπου που δεν ασχολείται με το σκάκι – χάρη σ’ αυτή την εξέλιξη άλλωστε υπάρχουν κι αυτά εδώ τα κείμενα. Ο Χιούμπνερ δεν τα έχει ανάγκη όλα αυτά. Δεν διαβάζει καν εφημερίδες, όπως επισημαίνει ο Ντόνερ. Για τον Χιούμπνερ το γεγονός είναι ότι δεν έχει πρόβλημα να συζητήσει σκακιστικά, αλλά με ανθρώπους που ξέρουν, όπως μιλάει για έναν πάπυρο της Ιλιάδας. Δεν είναι ακριβώς ελιτισμός, αλλά μάλλον μια ρετρό προσέγγιση της σκακιστικής δραστηριότητας.

Ο Χιούμπνερ στο Τίλμπουργκ το 1983. Φωτο: R. Bogaerts / ANEFO

Ο ψυχολογικός αντίκτυπος αυτής της στάσης μέτρησε, απ’ ό,τι φαίνεται, ώστε ο Χιούμπνερ να μην εξαντλήσει τις αντικειμενικές του δυνατότητες. Πάντα κατάφερνε να αναρρώνει από τις αποτυχίες, να επανέρχεται, να προσεγγίζει και πάλι τον στόχο. Πάντα ωστόσο έμενε λίγο πίσω από την ολοκληρωτική πραγματοποίησή του. Στο Ιντερζόναλ του Μπιλ το 1976 έμεινε οριακά εκτός των ματς διεκδικητών, κάνοντας πάλι ένα μεγάλο λάθος εναντίον του Πετροσιάν στο τέλος. Αυτό ωστόσο, όπως ήδη είδαμε, δεν τον εμπόδισε να φτάσει στον επόμενο κύκλο του παγκόσμιου πρωταθλήματος έως το Μεράνο. Παρότι εκεί φαίνεται ότι ο Χιούμπνερ άγγιξε το πικ του, θα επανέλθει και πάλι, επάνοδος που θα κορυφώσει δραματικά την πλοκή, οδηγώντας σε ένα εκτός κάθε προσδοκίας φινάλε: ως φιναλίστ του προηγούμενου κύκλου ο Χιούμπνερ κέρδισε μια θέση στα ματς, όπου στην προημιτελική φάση έμελλε να αντιμετωπίσει τον Βασίλι Σμίσλοβ, που στα 62 του έτη εξακολουθούσε να παίζει ανταγωνιστικό σκάκι. Μετά τις προγραμματισμένες 10 παρτίδες του ματς το σκορ παρέμενε ισόπαλο, με μια νίκη για κάθε παίκτη και 8 ισοπαλίες.

Ακολούθησε μια σειρά τεσσάρων παρτίδων όπου και πάλι το σκορ παρέμεινε ισόπαλο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε πρόβλεψη για τάι μπρέικ μειωμένου χρόνου σκέψης (ράπιντ, μπλιτς, αρμαγεδδώνας), κι έτσι μόνο μία λύση έμενε: η κλήρωση. Στο ειδυλλιακό θέρετρο του Φέλντεν, στην Καρινθία της Αυστρίας, όπου διεξαγόταν το ματς, το καζίνο έμενε κλειστό τον χειμώνα. Στη ρουλέτα του αποφασίστηκε να κριθεί το ματς. Με τον Χιούμπνερ να έχει ήδη αναχωρήσει για την Κολωνία -πάντα εξάλλου απεχθανόταν να τον «κοιτάνε σαν τη μαϊμού στο ζωολογικό κήπο»-– οι υπόλοιποι κάθισαν γύρω από το τραπέζι. Μαύρο για τον Χιούμπνερ, κόκκινο για τον Σμίσλοβ. Η πρώτη ρίψη ωστόσο, μια συμπαντική υπόμνηση για τον ατελέσφορο πόλεμο εναντίον της ισοπαλίας, έπεσε στο μηδέν. Στη δεύτερη «Trois, impair, rouge» κι ο Χιούμπνερ έμενε εκτός συνέχειας. Για την ιστορία, ο Βασίλι Σμίσλοβ θα έφτανε στον τελικό της σειράς, όπου θα γινόταν εύκολη λεία για τον Γκάρι Κασπάροβ, η πορεία του οποίου προς την κορυφή ήταν μη αναχαιτίσιμη.

Λίγο πριν η μπίλια πέσει στο κόκκινο. Ο Χιούμπνερ έχει ήδη φύγει, η αμηχανία του Σμίσλοβ στο κέντρο είναι μάλλον εμφανής

Ο αποκλεισμός στη ρουλέτα από τον Σμίσλοβ είναι ένα ορόσημο άκρως ταιριαστό θαρρώ. Δεν είναι μόνο ότι το στυλ των δύο παικτών έχει κοινά σημεία, με το στέρεο ποζισιονέλ παιχνίδι να κυριαρχεί – αν και, όπως έχει σωστά επισημανθεί από τον Μιχαΐλ Μαρίν, από τον Χιούμπνερ δεν λείπει η δυναμική προσέγγιση. Είναι κυρίως αυτή η στάση της αντιμετώπισης του παιχνιδιού ως μιας διανοητικής αναμέτρησης ανάμεσα σε πολιτισμένους, σε μια εποχή που αυτή η στάση εξασθενεί έναντι μιας αθλητικής ανταγωνιστικότητας. Ο Χιούμπνερ εντυπωσιάζει γιατί αποτελεί εξελικτικό κατάλοιπο, πρόκειται για την παράκαιρη στάση του που γοητεύει – εμένα τουλάχιστον. «Υπήρξε ένας σνομπ σε αναζήτηση κοινωνικής τάξης, ένα άγαλμα σε αναζήτηση αρχαιολογικής περιόδου», όπως κάποτε είχε λεχθεί για έναν ποιητή.

Ενδεικτική της στάσης του είναι η απόφασή του να διακόψει τη συμμετοχή του στην εθνική ομάδα όταν τέθηκαν σε εφαρμογή τα αντιντόπινγκ τεστ. Για τον Χιούμπνερ το σκάκι δεν είναι άθλημα. Παρόλο που η σωματική προετοιμασία αποτελεί ουσιώδη προεργασία για τη νοητική απόδοση, ο Χιούμπνερ δεν τη θεωρεί κομβική ως προς την ουσιαστική δημιουργία επί της σκακιέρας. Καμιά εξωτερική χημική βοήθεια δεν θα κάνει έναν σκακιστή να βγάλει στη σκακιέρα κάτι που δεν διαθέτει ήδη. Από αυτή την άποψη το να μπορέσει κάποιος να αποδώσει αυτό που πραγματικά μπορεί, ασχέτως του τρόπου επίτευξης, είναι για τον Χιούμπνερ ευλογία, καθώς βελτιώνει και τη στάση του αντιπάλου. Γι’ αυτό και θεωρεί προσβλητικό το αντιντόπινγκ κοντρόλ, ως έναν ευτελισμό του παιχνιδιού. Δραττόμενος της ευκαιρίας που του έδωσε το γεγονός ότι το 2008 ένας έλεγχος αντιντόπινγκ έγινε και στον προπονητή της ομάδας (!), ο Χιούμπνερ θα σημειώσει με δηκτικό τρόπο: «Είναι όπως κάθε αυθεντικός λόρδος αντιδρά όταν επιθυμήσει να αθληθεί: διατάσσει τον μπάτλερ του να κάνει μερικούς γύρους στο γήπεδο». Είναι αυτή η διανοητική στάση, αυτή η εστέτ αλλά δημοκρατική στην επικράτεια της αξιοσύνης προσέγγιση που κάνει το άστρο του Χιούμπνερ να λάμπει ακόμα στην ιστορία του παιχνιδιού. Μια αγέρωχη σεμνότητα που παλεύει με τις αδυναμίες της, που δεν τις απωθεί έναντι κάποιας αφηρημένης ανταγωνιστικότητας αλλά τις εντάσσει στο παιχνίδι ως ευκαιρία αυτοβελτίωσης και, γιατί όχι, εκλεπτυσμένης απόλαυσης.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Τα φαρδιά ρούχα της μόδας, δείχνουν τη φτώχεια μας;

Επίδομα θέρμανσης: Πότε ανοίγει η πλατφόρμα –Τα ποσά

Ρωσία: Πρόταση μετονομασίας του Βόλγκογκραντ σε Στάλινγκραντ

Ισπανία: Αφόρητη δυσοσμία από τα λιμνάζοντα νερά-Φόβοι για λοιμώξεις

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα