Ο θάνατος είναι πάντα άδικος και η στιγμή είναι πάντα απρόβλεπτη. Σοκ είναι να μαθαίνεις ότι ο Νότης Μαυρουδής έφυγε έτσι ξαφνικά. Ο μουσικός, ο συνθέτης, ο κιθαρίστας, ο ραδιοφωνικός παραγωγός, ο αισθητικός και κοινωνικός σχολιαστής, ο συγγραφέας, ο σεμνός και ευαίσθητος άνθρωπος, ο φίλος δεν θα είναι πια μαζί μας, δεν θα είναι πια μαζί με τους δικούς του. Όμως, όλοι θα μπορούμε να τον αναπλάσουμε μέσα από τη μνήμη μας και μέσω της τέχνης του.
Το 2016 πλησίαζε η μεγάλη συναυλία του στο Ηρώδειο. Ήταν για να γιορτάσει τα 50 χρόνια του στη μουσική [Στην πραγματικότητα η επέτειος ήταν ένα χρόνο πριν, όμως το καλοκαίρι του 2015 δεν προσφερόταν για εορτασμούς]. Τον πήρα στο τηλέφωνο. Ήταν στο Πήλιο. «Θα σε έπαιρνα κι εγώ» μου είπε «γιατί ήθελα να τα πούμε. Σε δυο μέρες θα είμαι κάτω». Συναντηθήκαμε στο γραφείο. Ο Νότης είχε παρκάρει κάπου πιο έξω και είχε πάρει το μετρό για τους Αμπελοκήπους…
«Ήταν μια διαδρομή γεμάτη μνήμες, που δεν ήταν εύκολη ούτε χωρίς κατσάβραχα! Νιώθω όμως πολύ ευχαριστημένος μ’ αυτή. Πήρα μεγάλη προίκα – μου έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσω, όχι μόνο ως δημιουργός αλλά και ως πολίτης, με τον Ελύτη και τον Ρίτσο, να είμαι κοντά στον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, να έχω φίλο τον Λοΐζο – όλο αυτό είναι πλούτος. Κι εγώ είμαι πλούσιος! Μπορεί να μη βρεις μία στο λογαριασμό μου, όμως αυτά τα 50 χρόνια μού έδωσαν έναν πλούτο εμπειριών και μια σοφία που δεν έχω σπαταλήσει σε ανοησίες και σαχλαμάρες, δεν μπήκα ποτέ στην αγορά για την προβολή ή τη ματαιοδοξία της στιγμής».
Το Νέο Κύμα ήταν η έναρξη της διαδρομής του στο τραγούδι, η κιθάρα όμως ήταν το όχημα που όχι μόνο ποτέ δεν εγκατέλειψε αλλά του έστρωσε τον πιο ασφαλή δρόμο στην γλυπτική του λόγου, την ποίηση. «Την κιθάρα τη μελέτησα πάρα πολύ και σε βάθος. Παράλληλα όμως είχα το ζιζάνιο να ασχοληθώ με το τραγούδι, με τη μελωδία – και η κιθάρα είναι ένας πολύ καλός αγωγός της ποίησης! Μπλέκοντας, λοιπόν, με μια παρέα φίλων όπως ήταν τότε ο Γιάννης Κακουλίδης, που με τροφοδότησε με στίχους, επωφελήθηκα και άρχισα δειλά δειλά να φτιάχνω τραγούδια. Βρέθηκε στο δρόμο μου ο Αλέκος Πατσιφάς, ο οποίος, φεύγοντας από τη Philips, είχε φτιάξει τη Λύρα, την “ελληνική μουσική εταιρεία”. μας άκουσε ένα βράδυ που έλεγε ο Γιώργος Ζωγράφος το “Άκρη δεν έχει ο ουρανός” και μας είπε “ελάτε αύριο να το ηχογραφήσουμε στην Κολούμπια”. Έτσι απλά έγιναν τα πράγματα!».
Τα πράγματα μπορεί να έγιναν έτσι απλά, όμως η εξερεύνηση του Νότη Μαυρουδή στον χώρο της μουσικής μαγείας και της κιθάρας προχώρησε πολύ πιο βαθιά τα χρόνια που έζησε στην Ιταλία, από το 1968 ως το 1975 που επέστρεψε στην Ελλάδα. Τότε ήταν που τον είδα live για πρώτη φορά, σε μια συναυλία με την Αρλέτα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είχε ξυπνήσει μέσα μας το Νέο Κύμα και όλη αυτή η ατμόσφαιρα όμως φαινόταν πως η κιθάρα του θα ήταν πάντα στο επίκεντρο. Τολμώ να πω ότι το παίξιμο του Νότη Μαυρουδή με επηρέασε όχι μόνο με το παίξιμο αλλά και με την στάση του, με τον τρόπο που κρατούσε την κιθάρα σε μια χαρακτηριστική «γωνία πρόσπτωσης» και το ταξίδι των δακτύλων πάνω στην ταστιέρα. Μετά από ένα χρόνο ήρθε το άλμπουμ “Beatles for Classical Guitar” για να βάλει κάπως στο περιθώριο το φιλόδοξο θεοδωρακικό “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη – και με εξώφυλλο της νεαρής Μαριανίνας Κριεζή – στην Lyra.
Οι διασκευές του Νότη στα σπουδαία μπιτλικά τραγούδια (όλα των Lennon-McCartney) μας έδιναν έναν πρωτοποριακό δίσκο – μέσα στο πλαίσιο της κλασικής μουσικής. Και με τις “20 σπουδές για κιθάρα του Fernando Sor” ο Νότης το πήγε ακόμα πιο πέρα, δίνοντάς μας ένα έργο μεγάλης εκπαιδευτικής αξίας πέρα από την αυτονόητη καλλιτεχνική. Στο τραγούδι όμως – ή μάλλον στο ηχοποίημα – είναι που ο Νότης Μαυρουδής έδωσε την πραγματική του μουσική ταυτότητα και οι δίσκοι του, από το άλμπουμ “Στην όχθη της καρδιάς μου” (1984) τον κατατάσσουν ανάμεσα στους ξεχωριστούς. Όμως, ως άνθρωπος με υψηλή αισθητική και βαθιά ανάγκη να επηρεάσει τα πολιτιστικά πράγματα, ο Νότης εξέδωσε το περιοδικό TAR από το 1982 ως το 1986. Σπουδαία άρθρα μπορούσες να διαβάσεις στις σελίδες αυτού του εξαίρετου ανεξάρτητου περιοδικού με τους ξεχωριστούς συνεργάτες αλλά και την σχολιαστική πένα του Νότη.
[Χρόνια αργότερα, όταν ήμουν έτοιμος να εκδώσω το δικό μου ανεξάρτητο περιοδικό, το Jazz & Τζαζ, ο Νότης χωρίς να θέλει να με ενθαρρύνει ή να με αποτρέψει, με το γνωστό ήρεμο και μειλίχιο ύφος του, απλά μου είπε: “Όσο καιρό έβγαζα το TAR δεν είχα δεύτερο παντελόνι να φορέσω! Και άργησα πολύ να το ξεχρεώσω”. Έχω θυμηθεί τα λόγια του άπειρες φορές από τότε!]
Πέρα από τα τραγούδια του και το TAR, ο Μαυρουδής ήταν πραγματικός ραδιοφωνατζής, ξεκινώντας από το Δεύτερο και συνεχίζοντας σε πολλούς σταθμούς της «ελεύθερης» τότε σκηνής των ερτζιανών. Όμως, εκεί που ήταν διαρκώς δημιουργικός ήταν σαν μουσικός – και στους δίσκους του ανακαλύπτει κανείς συνεχώς διαμάντια. Και σχεδόν πάντα εφάρμοζε την αρχή της ερμηνευτικής πολυπροσωπίας. «Πάντα στους δίσκους μου ήθελα να υπάρχει ερμηνευτική πολυσυμμετοχή για έναν απλό λόγο: Όταν ένας τραγουδιστής τραγουδάει 10-12 τραγούδια, πάνε όλα και εγκαθίστανται στη δική του καλλιτεχνική ταυτότητα. Φεύγουν από σένα, φεύγει το ύφος σου, και μπαίνουν στον ερμηνευτικό κώδικα του τραγουδιστή. Όταν όμως έχεις πέντε ή έξι τραγουδιστές, όπου ο καθένας θα πει ένα ή δύο τραγούδια, ο συνθέτης έχει την πρωτοκαθεδρία στο δίσκο».
Ενεργός και συνεχώς δρων πολίτης ο Νότης Μαυρουδής δεν καθόταν ήσυχος ούτε στιγμή. Σχολίαζε στα κοινωνικά δίκτυα, έφτιαχνε με αυτά του τα σχόλια (κοινωνικά αλλά και αισθητικά) πολύ αξιόλογα βιβλία, ήταν διαρκώς σε επαφή με την τεχνολογία. «Θέλω να γράψω κι άλλα βιβλία. Η ζωή δεν σταματάει. Ως γενιά έχουμε δει κοσμογονικά πράγματα! Είμαστε οι πριν απ’ την τεχνολογία και μέσα στην τεχνολογία! Πού θα μας πάει η τεχνολογία και, κυρίως, πού θα μας πάνε οι σκέψεις μας; Θα πάω μαζί τους – με ενδιαφέρει ο νους μου να λειτουργεί! Και θέλω να κρατήσω ένα συναίσθημα ερωτισμού για πάντα. Το έχω ανάγκη!»
Μια νύχτα του Γενάρη, πριν από τέσσερα χρόνια, πηγαίναμε τη μάνα μας στο τελευταίο της ταξίδι, κάπου που θα μπορούσε να νιώθει τη σκιά του Ψηλορείτη μια για πάντα. Μεσοπέλαγα ήταν που ήρθε το μήνυμα του Νότη – και ήταν το πιο παρηγορητικό απ’ όλα: «Ήρθε η ώρα η μνήμη να παίξει τον ρόλο της, φίλε Γιώργο!»
Ναι, φίλε Νότη! Τώρα η μνήμη θα τα αναλάβει όλα. Το έχει κάνει ήδη πολλές φορές – για τον Μανώλη Ρασούλη, για τον Νίκο Παπάζογλου, για τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, για τον Θάνο Μικρούτσικο… Είναι η μνήμη αυτή που έρχεται και υπογραμμίζει, όχι την καλλιτεχνική αξία αλλά, κυρίως, τις ανθρώπινες ποιότητες. Αυτές μένουν ζωντανές στη μνήμη και δεν φθείρονται από τον χρόνο.