Στις 9 Μαΐου, μια μέρα πριν συμπληρώσει το 38ο έτος της ηλικίας του, ο Νταβίντ Μιράντα έχασε τη μάχη που έδινε για τη ζωή του. Η μικρής διάρκειας ζωή του ήταν όμως γεμάτη, από αυτές που αξίζουν να ειπωθούν. Ξεκινάει κάπου στη φαβέλα Ζακαρεζίνιο του Ρίο Ντε Ζανέιρο, προχωρά στη γνωριμία με τον μετέπειτα σύζυγό του, γνωστό δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνουολντ (Glenn Greenwald), την εμπλοκή του στις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν, συνεχίζει με την εκλογή του στο δημοτικό συμβούλιο του Ρίο (πρώτος ανοιχτά ΛΟΑΤΚΙ σύμβουλος) και κατόπιν στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Βραζιλίας και τελειώνει στις συνεχείς απειλές και τελικά τις απανωτές ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Ο Μιράντα κατέληξε, περιτριγυρισμένος από τον άντρα του και τα δύο τους (υιοθετημένα) παιδιά.
Ο Νταβίντ Μιράντα δεν μας ενδιαφέρει επειδή ήταν απλά ένας ακόμη ΛΟΑΤΚΙ πολιτικός. Μας ενδιαφέρει επειδή δραστηριοποιούμενος σε μια χώρα με κατοχυρωμένα τα σχετικά δικαιώματα (π.χ. γάμος για όλους), αυτά που ακόμη διεκδικούνται στην Ελλάδα, αντιλήφθηκε τα όριά τους. Με κέντρο της πολιτικής του τη ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα, σε συνδυασμό με τη ταξική του προέλευση, ο Μιράντα, δεν πάλευε απλά για τα τυπικά δικαιώματα της κοινότητας, αλλά για την κοινωνική απελευθέρωση των κολασμένων στις φαβέλες, για την ανατροπή των καταπιέσεων, τμήμα μόνο των οποίων ήταν η ομοφοβία. Αυτή είναι η ιστορία του.
Το τόπι στην Ιπανέμα που σημάδεψε στην κοινωνική απελευθέρωση
Γεννημένος το 1985, ο Μιράντα ορφάνεψε σε ηλικία πέντε ετών και μεγάλωσε με τη θεία του. Εγκατέλειψε το σπίτι και το σχολείο σε ηλικία 13 ετών, κάνοντας διάφορες χειρωνακτικές εργασίες για να επιβιώσει. Λογικά, κάπως έτσι θα συνέχιζε τη ζωή του, παγιδευμένος ανάμεσα στους πολέμους ναρκωτικών στις φαβέλες και τη μάχη για επιβίωση, αν μια μέρα τον Φεβρουάριο του 2005 δεν πήγαινε με τους φίλους του να παίξουν βόλεϊ στην παραλία Ιπανέμα. Μια λάθος βολή οδήγησε το τόπι κατευθείαν πάνω στο κοκτέιλ του Γκλεν Γκρίνουολντ και ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Σύντομα άρχισαν να συζούν και η επιρροή του Γκρίνβαλντ άλλαξε τη ζωή του.
Ο Γκλεν Γκρίνουολντ δεν είναι ένας τυχαίος δημοσιογράφος. Το 2005 είχε μόλις ξεκινήσει την καριέρα του, ως επικριτής της κυβέρνησης Μπους, τόσο για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός των ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όσο και για την εισβολή στο Ιράκ. Με τη στήριξή του, ο εικοσάχρονος τότε Μιράντα, επέστρεψε στις σχολικές αίθουσες και κατάφερε να εισέλθει στο πανεπιστήμιο. Δίπλα στον Αμερικανό δημοσιογράφο, ο Μιράντα όχι απλά κατάφερε να ανατρέψει τη ζωή την οποία η βραζιλιάνικη κοινωνία επιφυλάσσει σε όσους είχαν την ατυχία να γεννηθούν στις φαβέλες, αλλά και με βάση τα βιώματά του, να πολιτικοποιηθει.
Το 2013 ο Γκρίνουολντ εργάζεται στο αμερικάνικο τμήμα του Guardian και την ίδια περίοδο ο Έντουαρντ Σνόουντεν αποκαλύπτει τις εκτεταμένες (και παράνομες) παρακολουθήσεις της NSA στις ΗΠΑ. Ο Γκρίνουολντ ερευνά τις αποκαλύψεις αυτές, ενώ ο Μιράντα αναλαμβάνει την καμπάνια χορήγησης ασύλου στον Σνόουντεν στη Βραζιλία. Υπό αυτή του την ιδιότητα, ο Μιράντα κρατήθηκε στο αεροδρόμιο του Λονδίνου, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του. Αφού τον απείλησαν με μια επίσκεψη στο Γκουαντάναμο, οι βρετανικές αρχές κατέσχεσαν το κινητό και τον υπολογιστή του, ο οποίος είχε σημαντικά στοιχεία από τη δημοσιογραφική έρευνα του Γκρίνουολντ.
Το γεγονός αυτό, αν και θα μπορούσε να τρομοκρατήσει οποιονδήποτε άνθρωπο, πείσμωσε τον Μιράντα. Οργανώθηκε στο Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας και κατέβηκε υποψήφιος σύμβουλος στην πόλη του Ρίο Ντε Ζανέιρο. Μαζί με την καλή του φίλη Μαριέλε Φράνκο, γίνονται οι δύο πρώτοι ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ σύμβουλοι της πόλης. Μαζί μάχονται, όχι απλώς για τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα, αλλά γίνονται οι φωνές για τους καταπιεσμένους στις φαβέλες, στηλιτεύοντας ταυτόχρονα την αστυνομική βία, συνδέοντας την μάλιστα με τις οργανωμένες συμμορίες των παραγκουπόλεων. Η δράση αυτή είχε βαρύ τίμημα όμως. Η Βραζιλία είναι μια βαθιά διχασμένη χώρα και λίγο πριν την εκλογή του Μπολσονάρου στην προεδρία, η Μαριέλε Φράνκο δολοφονείται από μέλη παραστρατιωτικής οργάνωσης.
Ο Μιράντα και η οικογένειά του ζουν πιά υπό το καθεστώς συνεχών απειλών. Μετά τη δολοφονία της Φράνκο, όλοι αναγνωρίζουν πια τον Μιράντα ως τον επόμενο στόχο. Μένει κλεισμένος στο σπίτι και όποτε βγαίνει, προσλαμβάνει σωματοφύλακες. Η πίεση είναι τεράστια, η συντηρητική Βραζιλία έχει βγει στην αντεπίθεση υπό τον Μπολσονάρου, αλλά ο Μιράντα δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει στον φόβο. Αντιμάχεται τόσο την ακραία ομοφοβική πολιτική του νέου προέδρου αλλά και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του. Δεν ξεχνά ποτέ τις φαβέλες. Μαζί με τον σύζυγό του ερευνούν την υπόθεση διαφθοράς και ξεπλύματος μαύρου χρήματος, που είχε οδηγήσει στη φυλακή πολιτικούς της Βραζιλίας, με εξέχουσα περίπτωση τον πρώην και σημερινό πρόεδρο Λούλα. Η έρευνα αποδεικνύει πολιτικά κίνητρα από πλευράς εισαγγελέων και δικαστών, προσκείμενων στον Μπολσονάρου, και τελικά επιτρέπει στον Λούλα να βγει από τη φυλακή, να επαναδιεκδικήσει την προεδρία και να νικήσει το συντηρητικό μπλοκ εξουσίας.
Το 2019 ο Μιράντα αναλαμβάνει την έδρα του Jean Wyllys στο Κογκρέσο. Ο λεγόμενος και «Harvey Milk της Βραζιλίας» παραιτήθηκε και εγκατέλειψε τη χώρα ύστερα από απειλές για τη ζωή του. Ο Μιράντα, παρά το εκφοβιστικό κλίμα, ανέλαβε τη θέση, αποφασισμένος να προασπίσει τα δικαιώματα των ευάλωτων της Βραζιλίας σε εκείνη τη δύσκολη για τη χώρα συγκυρία. Το τίμημα για την υγεία του όμως ήταν υψηλό. Οι συνεχείς απειλές και ο φόβος του προκαλούν μεγάλες πιέσεις, είναι κλεισμένος στο σπίτι και αρχίζει φαρμακευτική αγωγή για να διατηρήσει τη ψυχική του υγεία. Η κατάσταση τον αποδυναμώνει, το σώμα του δεν ανταποκρίνεται, μια σοβαρή γαστρεντερική λοίμωξη τον οδηγεί στο νοσοκομείο όπου παραμένει για εννέα μήνες. Διαδοχικές νοσοκομειακές λοιμώξεις του προκαλούν σηψαιμία και πεθαίνει στις 9 Μαΐου του 2023.
Βραζιλία, χώρα των αντιθέσεων
Ο Μιράντα γεννήθηκε, έζησε και πέθανε σε μια χώρα με υψηλό δείκτη προστασίας για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα: για την ακρίβεια έναν από τους υψηλότερους του κόσμου. Παρά το βαθμό κατοχύρωσης όμως, η καθημερινότητα για τους ΛΟΑΤΚΙ παραμένει επικίνδυνη, ειδικά όταν τα μέλη της κοινότητας προσπαθούν να βρεθούν σε θέσεις εξουσίας. Η εκλογή του ομοφοβικού Μπολσονάρου (ο αυτοπροσδιορισμός είναι του ιδίου) χειροτέρεψε την κατάσταση καθώς, όχι απλά βγήκε όλος ο συντηρητισμός της βραζιλιάνικης κοινωνίας στην επιφάνεια, αλλά νομιμοποιήθηκαν και οι πιο ακραίες μορφές του, έτοιμες να ξεσαλώσουν ύστερα από δεκαετίες κεντροαριστερών κυβερνήσεων. Ο Μπολσονάρου δεν κατόρθωσε να αναιρέσει τις κατακτήσεις των ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα, αλλά κατήργησε αμέσως κάθε κρατική επιτροπή, φορέα ή θεσμό γύρω από τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα. Παρά την ακραία στάση του ίδιου του Μπολσονάρου γύρω από το θέμα (υπενθυμίζονται δηλώσεις, όπως «ο γιός μου καλύτερα νεκρός παρά γκέι»), συντηρητικοί κύκλοι ή κέντρα οικονομικής εξουσίας που συσπειρώθηκαν γύρω του, δεν ενδιαφερόντουσαν τόσο για το θέμα. Αυτό που δεν άντεξε το πολιτικό κέντρο της συντήρησης δεν ήταν η ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα, αλλά ο συνδυασμός της με ένα πολιτικό όραμα κοινωνικής απελευθέρωσης.
Όλοι οι προαναφερθέντες ΛΟΑΤΚΙ πολιτικοί οι οποίοι δολοφονήθηκαν ή δέχτηκαν απειλές, αναγνώριζαν στην ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητα μια καταπίεση, προστιθέμενη στις ήδη υπάρχουσες καταπιέσεις της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Δεν διεκδικούσαν απλώς μια ορατότητα, ή το δικαίωμα ειρηνικής ζωής στα πλαίσια της υπάρχουσας κοινωνίας: διεκδικούσαν την κοινωνική απελευθέρωση στις φαβέλες, διεκδικούσαν την ανατροπή της υφιστάμενης κοινωνίας. Αν ήταν ΛΟΑΤΚΙ πολιτικοί του φιλελεύθερου φάσματος, πιστοί σφουγγοκωλάριοι της εξουσίας, πολιτικοί τύπου Γιατρομανωλάκη σε μια δική μας αναλογία, το πιο πιθανό ήταν να ζούσαν ακόμα, καρπώμενοι τα οφέλη της θέσης τους. Αντίθετα όμως, επέλεξαν να μη ξεχάσουν ποιοι ήταν, και να πολεμήσουν για τις φαβέλες. Και το τίμημα ήταν υψηλό.
Θα κλείσουμε με τα λόγια του συζύγου του Μιράντα, του σπουδαίου αυτού δημοσιογράφου, Γκλεν Γκρίνουολντ. Καυτηριάζοντας πάντα την εξουσία, δεν μπαίνει στους εύκολους διαχωρισμούς της εποχής, δεν απαντά γρήγορα με ένα «ναι» ή ένα «όχι» στα δύσκολα ερωτήματα. Η στάση του, του έχει χαρίσει εχθρούς τόσο στους συντηρητικούς κύκλους της Αμερικής, όσο και στη φιλελεύθερη αριστερά των Δημοκρατικών. Ο Γκλεν λοιπόν, μέσω Twitter, έβαλε τα πράγματα στη σωστή τους βάση: «Η πολιτισμική αριστερά [εννοώντας αυτούς οι οποίοι επικεντρώνονται σε πολιτισμικά θέματα, αντί του ιμπεριαλισμού ή του κορπορατισμού]… έχει γίνει εργαλείο λογοκρισίας, ηθικολογίας, καταπίεσης, αυτοθυματοποίησης – είναι νευρική, μίζερη και αναπαράγει το status quo».
Για τον Μιράντα, λοιπόν, και τη Φράνκο, οι οποίοι προσπάθησαν να ανατρέψουν το status quo.