Τις τελευταίες εβδομάδες το ανανεωμένο αντιπολεμικό κίνημα των ΗΠΑ, που έχει ως βασικό πόλο συσπείρωσης τα πανεπιστήμια (τα κολλέγια κατά βάση) θυμίζει όλο και περισσότερο το αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ. Την αρχή της περασμένης εβδομάδες, σχεδόν 200 οργανώσεις υπέγραψαν επιστολή, ένα σινιάλο τοπικής και διεθνιστικής αλληλεγγύης, για τη συνεχιζόμενη γενοκτονία στη Γάζα. Τα βασικά αιτήματα των διαδηλώσεων/καταλήψεων περιστρέφονται γύρω από την άμεση διακοπή της χρηματοδότησης της πολεμικής μηχανής του Ισραήλ και την αναδιανομή της χρηματοδότησης σε δομές και στην ανοικοδόμηση της Γάζας.
Σύντομα, οι εικόνες της -πλήρως πλέον- στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας κατέκλυσαν τα μίντια, με εκατοντάδες συλλήψεις φοιτητών/τριών και καθηγητών/τριών να ακολουθούν μαζί με απειλές για πειθαρχικά, μόνιμες διαγραφές ακόμη και σοβαρές ποινικές διώξεις.
Ανάμεσα στις οργανώσεις που υπέγραψαν την κοινή δήλωση μπορεί να συναντήσει κανείς περιβαλλοντικές οργανώσεις, οργανώσεις για τα δικαιώματα των Ασιατών Αμερικανών, πασιφιστικές οργανώσεις, φεμινιστικές οργανώσεις, οργανώσεις για τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικάνων, οργανώσεις αλληλεγγύης σε κρατούμενες και κρατούμενες, οργανώσεις για δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, ακόμη και θρησκευτικές οργανώσεις όπως παρακλάδια των Βαπτιστών, των Καθολικών και των Ουνιταριανιστών.
Πρόκειται πράγματι για ένα τρομερά πολύμορφο αντιπολεμικό κίνημα, με διαφορετικά σημεία εκκίνησης που ωστόσο αντιλαμβάνεται, με τα διαφορετικά εργαλεία που το συγκροτούν ότι ένα σύγχρονο αντιπολεμικό κίνημα έχει παραπάνω απολήξεις από το να καταλήγει «απλώς» στη μη διεξαγωγή ενός πολέμου, ή μιας γενοκτονίας εν προκειμένω (πράγμα που δεν είναι και τόσο «απλό», αλλά εδώ χρησιμοποιείται καταχρηστικά ο όρος).
Με άλλα λόγια, η εναντίωση στον πόλεμο και η δημιουργία ενός κινήματος, είναι μια πολυμέτωπη διαδικασία που διαπερνά πολλά φάσματα της καθημερινότητας. Όπως αναλύθηκε και σε προηγούμενο κείμενο, η πολεμική μηχανή των ΗΠΑ στηρίζεται πάνω στην αφαίμαξη του κοινωνικού πλούτου που παράγεται από την εργατική τάξη και την κοινωνική πλειοψηφία. Προκειμένου να μπορεί να συντηρηθεί πρέπει να «κόψει το λίπος» από τους υπόλοιπους τομείς. Πρέπει να διαλυθεί ο τομέας της Υγείας, της Παιδείας, πρέπει να γίνουν περιβαλλοντικές παρεμβάσεις προκειμένου (εις βάρος συνήθως των πιο πράσινων μοντέλων, δηλαδή να προτεραιοποιούνται τα πιο επικερδή και ταυτόχρονα πιο επιβλαβή μοντέλα ανάπτυξης) και ούτω καθεξής. Αυτή η πολυπλοκότητα λοιπόν, φαίνεται πως αποτελεί και ένα ιστορικό δάνειο από το εξίσου πολύμορφο αντιπολεμικό κίνημα του Βιετνάμ.
Ο πόλεμος εκείνος κράτησε για περίπου 20 χρόνια, με τη δεκαετία του ’60 να αποτελεί την πιο εκρηκτική, κοινωνικά και πολιτικά, περίοδο του πολέμου. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60 λοιπόν, περίπου 27 εκατομμύρια νεαροί Αμερικανοί, είχαν κριθεί ως κατάλληλοι για να «υπηρετήσουν», δηλαδή να διεξάγουν έναν άδικο πόλεμο εις βάρος ενός καταπιεσμένου λαού, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους. 25 εκατομμύρια από αυτούς κατάφεραν να αποφύγουν την στρατολόγηση τους με διάφορα μέσα. Δεν ήταν απαραίτητο κάποιος να δηλώσει ιδεολογική ή πολιτική αντίθεση για να μην υπηρετήσει. Υπήρχαν διάφοροι τρόποι να αποφύγεις τη θητεία σου. Μπορούσες να είσαι φοιτητής, παντρεμένος, γονέας ή οικονομικά ευπαθής. Μπορούσες να αποτύχεις, επίτηδες, στα υποχρεωτικά τεστ φυσικής κόπωσης. Μπορούσες να δηλώσεις ομοφυλόφιλος (μέχρι και τη δεκαετία του ’80 απαγορευόταν να υπηρετήσεις στον στρατό ως ομοφυλόφιλος, ομοίως και στην Ελλάδα). Μπορούσες επίσης, όπως έκαναν αρκετοί Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί που ήταν υπέρ των πολεμικών επεμβάσεων μετέπειτα να προσποιηθείς κάποια ασθένεια (έτσι έκανε ο Τζόρτζ Μπους, ο Ντικ Τσέινι και ο Ντόναλτ Τραμπ, κανείς από αυτούς τους πολεμοχαρείς εγκληματίες δεν υπηρέτησε). Υπήρχε ωστόσο και ένας ακόμη τρόπος. Μπορούσες να δηλώσεις με κατηγορηματικό, δημόσιο και έντονο τρόπο την αντίθεση σου στον πόλεμο, ακριβώς όπως κάνουν και οι καταληψίες στα μεγάλα αμερικάνικα ιδρύματα αυτή τη στιγμή. Αυτή η προσέγγιση ήταν και η αιχμή του αντιπολεμικού κινήματος.
Το πρώτο συλλογικό κάψιμο των χαρτιών επιστράτευσης ξεκίνησε από τα αμερικάνικα πανεπιστήμια και έγινε στο Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνια την άνοιξη του 1965. Ακολούθησε το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ( UCLA) και το μαζικό κάψιμο στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, το 1969. Ταυτόχρονα, μέσα στα πανεπιστήμια, εξέχουσες φιγούρες των ριζοσπαστικών κινημάτων της εποχής, όπως η Άντζελα Ντέϊβις, προσλαμβάνονταν ως διδακτικό προσωπικό από αριστερούς και δημοκράτες καθηγητές, όπου έκαναν «κατήχηση» ( ορθώς μάλλον) στους φοιτητές και τις φοιτήτριες για την πολεμική μηχανή των ΗΠΑ, τον ιμπεριαλισμό και τις αδικίες του καπιταλισμού. Την ίδια περίοδο, ο πυγμάχος, μέλος του Έθνους Ισλάμ και στενός φίλος του Μάλκολμ Εξ, Μοχάμεντ Αλί, αρνήθηκε την επιστράτευση, δημοσίως, στη γενέτειρα του, το Λούισβιλ.
Γιατί πρέπει εγώ, ένας ακόμη αποκαλούμενος Νέγρος, να φορέσω μια στολή, να φύγω 10.000 μίλια μακριά από το σπίτι μου και να πάω να ρίξω βόμβες σε άλλους μη λευκούς ανθρώπους στο Βιετνάμ, ενώ εδώ, στην ίδια μου την πατρίδα, το Λούισβιλ, στους υπόλοιπους αποκαλούμενους Νέγρους, μας φέρονται σαν σκυλιά και μας αρνούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα μας;
Μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου, οι αντιρρησίες συνείδησης είχαν φτάσει τις πολλές χιλιάδες και διαδήλωναν σε όλα τα μεγάλα πανεπιστήμια, σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η, τότε στρατιωτικοποιημένη αστυνομία της εποχής, επιτέθηκε λυσσαλέα, όπως και τώρα, στους αντιρρησίες, με εκπαιδευμένα σκυλιά, δακρυγόνα, ξύλο, συλλήψεις, απειλές για πειθαρχικά και ούτω καθεξής.
Οπότε, η εικόνα των κατειλημμένων πανεπιστημίων στο τώρα, αποτελεί και ως ένα βαθμό, ένα μακρινό σινιάλο αλληλεγγύης και έναν φόρο τιμής στους μεγάλους αντιπολεμικούς αγώνες της δεκαετίας του ’60, στους οποίους κομβικό ρόλο έπαιξε η νεολαία. Από τις ίδιες ρίζες, σε διαφορετικούς στόχους η αλληλεγγύη διαπερνά τις δεκαετίες και τα σύνορα και διαμορφώνει νέες συνειδήσεις. Εξάλλου η σωστή πλευρά της ιστορίας, έχει συνέχεια.