Η προσωπική περιπέτεια του ιδρυτή του ιστότοπου αποκαλύψεων Wikileaks, Τζούλιν Ασάνζ μετά από 1.901 ημέρες εγκλεισμού στη βρετανική φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μπέλμαρς (και τα προηγηθέντα επτά έτη εγκλωβισμού στην πρεσβεία του Εκουαδόρ στο Λονδίνο) είχε αίσιο τέλος. Η υπόθεση της ελευθερίας του Tύπου, πάλι, όχι.
Ο Ασάνζ απέκτησε την ελευθερία του χάρη σε έναν δικαστικό συμβιβασμό, βάσει του οποίου ο ίδιος δήλωσε ένοχος για την κατηγορία επί της οποίας ζητούσαν την έκδοσή του οι ΗΠΑ, ενώ η ποινή του θεωρείται ήδη εκτιθείσα στο Μπελμαρς. Έτσι, ο 52χρονος Αυστραλός μεταφέρθηκε ήδη στις βόρειες Μαριάννες Νήσους, οι οποίες τελούν σε πολιτική ένωση με τις ΗΠΑ, ώστε να του αναγνωσθεί η απόφαση και κατόπιν αυτός να μεταβεί στην πατρίδα του και να επανενωθεί με την οικογένειά του.
Ωστόσο, η κατηγορία επί της οποίας αναγκάσθηκε να παραδεχθεί ενοχή (ώστε να διασωθεί το κύρος της κατηγορούσας υπερδύναμης) έχει κάτι το πρωτοφανές, διότι στηρίζεται στον αμερικανικό Νόμο περί Κατασκοπείας του 1917, ωσάν αυτός μάλιστα να έχει παγκόσμια ισχύ, εφόσον εφαρμόζεται σε κάποιον ο οποίος δεν κατοικούσε στις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η δημοσιογραφική εργασία της αποκάλυψης κρατικών εγγράφων έχει πλέον ποινικοποιηθεί με τον βαρύτερο δυνατό τρόπο.
Υπενθυμίζεται ότι οι διαρροές του Wikileaks το 2010 αποκάλυψαν εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν – και προέκυψαν από τα 750.000 διαβαθμισμένα και μη έγγραφα που προσέφερε στον Ασάνζ η στρατιώτης αναλύτρια πληροφοριών Τσέλσι Μάνινγκ, η οποία και καταδικάσθηκε από στρατοδικείο βάσει του Νόμου περί Κατασκοπείας, παρέμεινε στη φυλακή (το μεγαλύτερο διάστημα σε απομόνωση) από το 2010 μέχρι το 2017, οπότε έλαβε χάρη από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, και εκ νέου από το 2019 έως το 2020, επειδή αρνήθηκε να καταθέσει εις βάρος του Ασάνζ.
Είναι λογικό και αναμενόμενο οι κυβερνήσεις να επιθυμούν να διαφυλάσσουν τα κρατικά μυστικά. Όμως αυτό δεν αναιρεί ούτε την επί της ουσίας συζήτηση για το αν αποκαλύψεις κρατικών εγκλημάτων αποτελούν ηθικά επαινετές πράξεις, ούτε τη νομική συζήτηση για το αν συνιστά αθέμιτη υπέρβαση το να διώκονται ως κατάσκοποι οι δημοσιογράφοι, που καθημερινή δουλειά τους αποτελεί ακριβώς το να δέχονται (με προστασία της πηγής) τέτοιες διαρροές.
Είναι χαρακτηριστική η σύγκριση με τα περιώνυμα Pentagon Papers, η διαρροή των οποίων το 1971 άλλαξε τη στάση της αμερικανικής κοινής γνώμης για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ, ο οποίος λόγω της εργασίας του στο Πεντάγωνο ήταν σε θέση να αποσπάσει τα εν λόγω έγγραφα, αντιμετώπισε δικαστικές διώξεις και άλλου τύπου παρενοχλήσεις (μέχρι και διάρρηξη του γραφείου του ψυχαναλυτή του), αλλά ουδέποτε φυλακίσθηκε. Και φυσικά δεν ηγέρθη ζήτημα δίωξης των New York Times που δημοσιοποίησαν τα έγγραφα. Για την ακρίβεια τμήμα των εγγράφων κατατέθηκε από τον γερουσιαστή Μάικ Γκραβέλ στα επίσημα πρακτικά της Γερουσίας, ενώ η δημοσιοποίηση του συνόλου του φακέλου εξασφαλίσθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το ότι τα Wikileaks δεν αποτελούν συμβατικό μέσο ενημέρωσης, αλλά προϊόν της διαδικτυακής εποχής, δεν αλλάζει την ουσία. Άλλωστε πολλές από τις αποκαλύψεις τους φιλοξενήθηκαν κατ’ αποκλειστικότητα από διεθνώς γνωστές εφημερίδες, όπως ο βρετανικός Guardian (μολονότι στη συνέχεια το ίδιο έντυπο που επωφελήθηκε από την εργασία του Ασάνζ δεν έμεινε αμέτοχο στις προσπάθειες “δολοφονίας χαρακτήρα” του).
Αξίζει να σημειωθεί πόσο μεγάλος αριθμός κρατών, πέρα από τις άμεσα ενδιαφερόμενες ΗΠΑ, συνέργησαν στην καταδίωξη του Ασάνζ: η Σουηδία (όπου για πρώτη φορά απαγγέλθηκε εναντίον του κατηγορία σεξουαλικής υφής, ώστε να εκκινήσουν οι δικαστικές του περιπέτειες), το Εκουαδόρ (το οποίο τον παρέδωσε στις βρετανικές αρχές, όταν ο Λενίν Μορένο αντικατέστησε τον Ραφαέλ Κορέα στην προεδρία της χώρας), η πατρίδα του Αυστραλία (που αδιαφόρησε για την τύχη του μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον νυν πρωθυπουργό Αλμπανέζι) και βέβαια η Βρετανία, η οποία υπήρξε το “πρώτο βιολί” στην καφκική δικαστική του αντιμετώπιση.
Η απελευθέρωση του Ασάνζ αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης διεθνούς καμπάνιας, στην οποία πρωτοστάτησε η σύζυγός του, Στέλλα. Όμως η τελική έκβαση κρίθηκε από την “αθόρυβη διπλωματία” την οποία κινητοποίησε ο Αλμπανέζι, αλλά και από τις προεκλογικές ανάγκες του Τζο Μπάιντεν. Θα αποτελούσε για τον νυν ένοικο του Λευκού Οίκου μεγάλο πονοκέφαλο η έκδοση του Ασάνζ στις ΗΠΑ σε τόσο ευαίσθητη πολιτικά στιγμή, όσο και αν το “βαθύ κράτος” πάσχιζε περί του αντιθέτου.
Σημειωτέον, ο Μπαράκ Ομπάμα είχε αποφύγει την ενεργοποίηση του Νόμου περί Κατασκοπίας εναντίον του Ασάνζ, στην οποία όμως προέβη ο Ντόναλντ Τραμπ. Τον Απρίλιο ο Μπάιντεν είχε για πρώτη φορά δηλώσει ότι διερευνά “εναλλακτικές λύσεις” στην υπόθεση του Ασάνζ, ενώ το επόμενο μήνα ο ίδιος ο Τραμπ είχε υποστηρίξει ότι σε περίπτωση επανεκλογής του στην προεδρία θα εξέταζε το ενδεχόμενο άρσης των κατηγοριών.