Αφού πέρασε πια ο καιρός και ενώ η επόμενη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι στα θερινά σινεμά, νομίζω πως ήρθε η ώρα να καταθέσω με αυτό το σημείωμα κάποιες σκέψεις σχετικά με την ταινία Poor Things. Η ταινία αυτή είναι ένα ακόμα βήμα του σκηνοθέτη να συνθέσει με τα υλικά που του δίνει τόσο ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος, που τόσο επιτυχημένα υπηρέτησε, όσο και ο κινηματογράφος των ΗΠΑ. Τα μέσα του Χόλυγουντ, με τη χρήση της τεχνολογίας για τη δημιουργία παραμυθένιων σκηνών και απόκοσμης ατμόσφαιρας, οι συνταγές για μια ενδιαφέρουσα πλοκή με κορύφωση της αγωνίας λίγο πριν το τέλος, το οποίο θα έρθει με το παραδοσιακό αμερικάνικο χάπι εντ, τη συνολική ήττα του κακού και τον θρίαμβο του καλού, καθιστούν την ταινία μια αμερικάνικη ταινία.
Ο Λάνθιμος λοιπόν κάνει μια ταινία στη γραμμή των αγαπημένων θεμάτων του, τη δυστοπία, τη σεξουαλικότητα, την αυτοδιάθεση και τα εμπόδια που μπαίνουν σε αυτήν. Και το κάνει καλά. Η επιλογή της βικτωριανής εποχής δίνει τη δυνατότητα για χρήση εντυπωσιακών κοστουμιών και φαντασμαγορικών σκηνικών, έχουμε εξαιρετική φωτογραφία καιένα ενδιαφέρον πέρασμα από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο. Το άφθονο σεξ προσφέρει μπόλικο αλατοπίπερο που κεντρίζει τα πλήθη, η περιπέτεια κρατά ζωντανό το ενδιαφέρον, οι χαρακτήρες έχουν ζωή, έχει συζητήσεις, ατμόπλοιο, χορό, ξύλο, Παρίσι, πορνεία, πιστόλια. Το θέμα δε της μετεμφύτευσης του εγκεφάλου ενός εμβρύου στο κορμί μιας νεαρής ενήλικης και η πορεία από την παιδικότητα στην εφηβεία κι από κει στην ενηλικίωση είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρον. Οι ερμηνευτές, τέλος, παίζουν καλά.
Τι μας λέει όμως αυτή η ταινία; Σε κοινωνία ανδρών στην εποχή του ιμπεριαλισμού (1870-1914), του επεκτατισμού δηλαδή των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης, και της ακμής του θετικισμού, της πίστης πως η επιστήμη μπορεί να εξηγήσει τα πάντα και να υποτάξει τη φύση, μια γυναίκα αυτοκτονεί όντας έγκυος. Το ζεστό ακόμα σώμα της πέφτει στα χέρια του βασανισμένου, σωματικά και ψυχικά, αλλά αναγνωρισμένου επιστήμονα χειρουργού Γκόντγουιν (Γουίλεμ Νταφόε, καρδούλες πολλές!) και αυτός παίρνει τον εγκέφαλο του εμβρύου και τον μεταμοσχεύει στο κεφάλι της νεκρής μάνας στην οποία με ηλεκτρισμό ξαναδίνει ζωή. Κλασική επιστημονική φαντασία στα καλύτερά της. Παρακολουθούμε λοιπόν την πορεία του μεγαλώματος της Μπέλλα (Έμα Στόουν), αυτής της γυναίκας-μωρού, παιδιού, έφηβης και τελικά ενήλικης.
Ήδη εδώ η ταινία μας προκαλεί αρνητικά συναισθήματα για τη δυτική επιστήμη. Πού μπορεί να φτάσει το μυαλό των επιστημόνων, ποια όρια μπορεί να ξεπεράσει για να πετύχει το σκοπό της! Έχουμε άρα κριτική του ορθολογισμού.
Το παιδί ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητα του. Όπως αρμόζει στις καθωσπρέπει κοινωνίες αυτή η σεξουαλικότητα γίνεται προσπάθεια να κατασταλεί. Μάταια. Στη συνέχεια, έφηβη πια, ανακαλύπτει τον έρωτα αυτόν καθ’ αυτό και τον απολαμβάνει. Να σημειώσουμε δε πως οι ερωτικές και σεξουαλικές σκηνές είναι γυναικοκεντρικές. Εδώ έχουμε το δεύτερο και τρίτο σημείο της κριτικής που ασκεί η ταινία. Κριτική στη σεμνοτυφία και στη σεξουαλική καταπίεση της γυναίκας από τον δυτικό πολιτισμό.
Η νεαρή πια γυναίκα φεύγει να γνωρίσει τον κόσμο, κάνει με τον εραστή της (Μαρκ Ράφαλο) ένα ταξίδι με πλοίο στην Πορτογαλία κι από κει στη Μεσόγειο με κατάληξη στη Αλεξάνδρεια, σημαντικό κέντρο τότε της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας. Κι εδώ στο ταξίδι όπου γνωρίζει τον κόσμο έρχεται σε επαφή με τα μεγάλα ερωτήματα. Τι είναι ο κόσμος;
Στο πλοίο γνωρίζεται με μια ηλικιωμένη ευρωπαία ευγενή Μάρτα φον Κούρτσροκ (που δεν είναι καμία άλλη παρά η πρωταγωνίστρια του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, Χάνα Σιγκούλα) η οποία συνοδεύεται από έναν φίλο της νεαρό αφρικανικής καταγωγής, μορφωμένο, μάλλον ομοφυλόφιλο (Τζέροντ Καρμάικλ). Σε μια συζήτηση που έχουν γίνεται το πρώτο ξεκαθάρισμα με τις αστικές, καπιταλιστικές αντιλήψεις. Πρώτα, αναφέρει η Κούρτσροκ (το οποίο στα γερμανικά σημαίνει «κοντή φούστα») πως το πρόταγμα του Γκαίτε, να βελτιώσουμε τον κόσμο μέσω της αισθητικής παιδείας, είναι μάταιο και λάθος. Όντως, διακόσια τόσα χρόνια επαναλαμβάνεται η θέση πως για να βελτιωθεί η κοινωνία πρέπει να αλλάξουμε μέσα μας και αυτή η αλλαγή γίνεται μέσω της μόρφωσης. Η θέση αυτή διατυπώθηκε από τον Γκαίτε ως αντίδραση απέναντι στην επαναστατική βία της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι μια συντηρητική θέση.
Εκεί, ο νεαρός μαύρος εκφράζει αγνωστικισμό και ιστορική απαισιοδοξία. Λέει, δηλαδή πως ούτε η θρησκεία, ούτε ο σοσιαλισμός, ούτε ο καπιταλισμός μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Στη συνέχεια παίρνει την πρωταγωνίστρια και της δείχνει ένα φρικτό μέρος της Αλεξάνδρειας, κάτι σαν Σπιναλόγκα, όπου φτωχοί αφημένοι στη μοίρα τους αργοπεθαίνουν ανάμεσα σε πολλά νεκρά ήδη μωρά. Αυτός είναι ο κόσμος.
Εδώ ακούγεται, λοιπόν, για πρώτη φορά η λέξη «σοσιαλισμός». Η πρωταγωνίστρια μέσα από μια περιπέτεια θα καταλήξει, με δική της απόφαση, με μια αφέλεια, κι αφού έχει μείνει με τον εραστή της άφραγκη, σε ένα πορνείο του Παρισιού. Ζώντας ως πόρνη θα έρθει σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Θα την μυήσει σε αυτές μια συνάδελφός της, η Τουανέτ, μαύρη κι αυτή, με την οποία αναπτύσσουν και ερωτική σχέση. Ο σοσιαλισμός προβάλλεται ξεκάθαρα θετικά καθώς τον ασπάζεται η πρωταγωνίστριά μας, ενώ η σοσιαλίστρια μαύρη είναι το αποκούμπι της μέσα στο πορνείο. Εδώ είναι σαφής η αντίθεση: ο μαύρος άντρας κήρυξε την απαισιοδοξία ενώ η μαύρη γυναίκα την ελπίδα ενός καλύτερου κόσμου.
Με τα πολλά η πρωταγωνίστρια μας, η Μπέλλα, θα καταφέρει να επιστρέψει στην Αγγλία, στον Γκόντγουιν. Εκεί μέσα από διάφορες καταστάσεις θα ανακαλύψει ποια πραγματικά είναι, ποια είναι η ιστορία της. Και θα πέσει στα νύχια του συζύγου της, ενός Βρετανού στρατηγού, που όπως μας δείχνει η ταινία την οδήγησε στην αυτοκτονία μέσα από την κλασική ανδρική βικτωριανή καταπίεση και τον σαδισμό του. Φοβάται αυτός δε ακόμα και τους υπηρέτες του και κυκλοφορεί με γεμάτο πιστόλι ακόμα και μέσα στο σπίτι του. Αυτός, δηλώνει πως αρπάζει χώρες, όπως αρπάζει μια γυναίκα, και θέλει να την υποβάλει σε κλειτοριδεκτομή για να της σβήσει τη σεξουαλικότητα. Εδώ έχουμε το επόμενο καρφί ενάντια στη Δύση. Η προσωποποίηση του απόλυτου κακού είναι ένας στρατηγός του βρετανικού στρατού και ο βρετανικός στρατός αρπάζει χώρες. Η τοποθέτηση ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι σαφής, ξεκάθαρη και απλή.
Τελικά, το καλό νικάει. Μετά την αγωνία για το αν ο στρατηγός θα κατορθώσει να πετύχει την κλειτοριδεκτομή ή αν ακόμα θα σκοτώσει την Μπέλλα, αυτή τον αντιμετωπίζει με επιτυχία. Η Μπέλλα όμως έχει μάθει τη χειρουργική τέχνη όλα τα χρόνια που ζούσε με τον Γκόλντγουιν. Οπότε, βάζει τον τραυματισμένο στρατηγό στο χειρουργικό τραπέζι και του μεταμοσχεύει τον εγκέφαλο μιας κατσίκας. Η ταινία τελειώνει με την Μπέλλα, καθηγήτρια χειρουργικής πια να ζει στη σπιταρόνα του στρατηγού, μαζί με τους δύο ερωτικούς της συντρόφους, τον Μαξ, τον βοηθό του Γκόντγουιν, με τον οποίον είχε παντρευτεί πριν φύγει ταξίδι με τον εραστή της, ο οποίος τη δέχεται όπως είναι γιατί την αγαπά, και την Τουανέτ. Πίνουν απολαυστικά ποτά στον κήπο μαζί με την απελευθερωμένη υπηρέτρια. Ο σοσιαλισμός έχει θριαμβεύσει.
Η ταινία λοιπόν αφού κάνει κριτική στην πατριαρχία, τη σεμνοτυφία, στον Γκαίτε, στον θετικισμό, στη θρησκεία και στον ιμπεριαλισμό, δείχνει με εύληπτο τρόπο πως ο σοσιαλισμός είναι η ιδεολογία που δίνει απαντήσεις ώστε να ζήσουμε ανθρώπινα κι αδελφωμένα ενώ έχουμε πατάξει το κακό. Ο στρατηγός καταλήγει να περπατάει με τα τέσσερα και να βοσκάει φύλλα στον κήπο, την ώρα που οι τέσσερις προαναφερθέντες απολαμβάνουν το μεσημεριανό ποτό τους.
Μπορεί στην Ευρώπη να το ξεχνάμε, αλλά στις ΗΠΑ ο σοσιαλισμός γνωρίζει άνθηση στους κόλπους των νέων. Κι εκεί ο μαχητικός σοσιαλισμός συνδυάζεται αυτονόητα με τον αντιρατσισμό, τη μάχη για τη γυναικεία απελευθέρωση, τον αντιιμπεριαλισμό και τη σεξουαλική ελευθερία. Όπως και στην Ευρώπη. Ίσως ο Λάνθιμος να έφτιαξε για αυτόν τον κόσμο μια σύγχρονη και αμερικάνικη ταινία. Και ευρωπαϊκή συνάμα. Εγώ τη χαρακτηρίζω σοσιαλιστική.