Η πιο μεγάλη είδηση των τελευταίων ημερών ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, από τον 20χρονο Μάθιου Τόμας Κρουκς. Δεν γνωρίζουμε μέχρι στιγμής κάτι για τα κίνητρά του ή την πολιτική του τοποθέτηση, παρά μόνο σκόρπιες αντικρουόμενες πληροφορίες, όπως το ήταν εγγεγραμμένος στους πολιτικούς καταλόγους των Ρεπουμπλικανών και το ότι είχε κάνει μια μικρή δωρεά χρημάτων σε μια οργάνωση που πρόσκειται στους Δημοκρατικούς. Δεν είχε καμία παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν άφησε πίσω του κάποιο μανιφέστο και σκοτώθηκε σχεδόν την ίδια στιγμή που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Τραμπ. Οπότε το γιατί και οι παρελκόμενες πληροφορίες μάλλον δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία, εκτός και αν αποκαλυφθεί κάτι τρομερό τις επόμενες μέρες.
Λίγη ώρα μετά την απόπειρα δολοφονίας του Τραμπ, ολόκληρο το πολιτικό φάσμα καταδίκασε την απόπειρα δολοφονίας, όπως είναι φυσικό και λογικό, ωστόσο ο δημόσιος λόγος προχώρησε και ένα βήμα παραπέρα και σύσσωμο πάλι το συστημικό πολιτικό φάσμα των Ηνωμένων Πολιτειών καταδίκασε συνολικά την πολιτική βία. Ναι ακριβώς, όρθωσε ανάστημα απέναντι στην πολιτική βία. Την ίδια στιγμή που η αμερικάνικη συνδρομή στο Ισραήλ διαλύει την Παλαιστίνη, οι πολιτικοί αρχηγοί και τα πολιτικά επιτελεία των ΗΠΑ καταδίκασαν όχι απλώς την απόπειρα δολοφονίας, αλλά την πολιτική βία συνολικά.
Με τον ίδιο τρόπο που και εδώ, στην Ελλάδα, η μοναδική φορά που απηύθυνε διάγγελμα προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν όταν έφαγε λίγο ξύλο ο αστυνομικός της ομάδας Δ στη μεγάλη διαδήλωση της Νέας Σμύρνης, κατά τη διάρκεια των λοκντάουν. Όχι πριν, όταν πέθαιναν κατά εκατοντάδες άνθρωποι στις ΜΕΘ, όχι μετά κατά τη διάρκεια της εκατόμβης νεκρών στο ναυάγιο της Πύλου, αλλά όταν ένας αστυνομικός έπαθε μια διάσειση. Το διακύβευμα της σταθερότητας, περνάει εντελώς μέσα από αυτό που ας πούμε, ονομάζουμε πολιτικό πολιτισμό. Και ο πολιτικός πολιτισμός με τη σειρά του, πρακτικά συνεπάγεται, σχεδόν πάντα, την καταδίκη της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται, την καταδίκη της πολιτικής βίας, την καταδίκη της αντι-βίας και πάει λέγοντας.
Στην πραγματικότητα η καταδίκη της πολιτικής βίας, αφορά εκείνους που αντιλαμβάνονται τη βία ως πολιτική, δηλαδή ως πολιτικό γεγονός. Γιατί, η συστημική βία, δηλαδή η νόμιμη βία, που χτυπάει διαδηλωτές, κομμουνιστές, αναρχικούς, μετανάστες ή και ποινικούς δεν χρειάζεται να καταδικαστεί. Είναι η κόλλα που κρατάει το στάτους κβο στη θέση του. Είναι η κυρίαρχη δραστική ουσία στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι με τη σειρά της εκείνη που προσπαθεί και τις περισσότερες φορές μάλλον το πετυχαίνει, να δημιουργεί πειθήνια υποκείμενα, υποτελείς, που πειθαρχούν και αναπαράγουν την κυρίαρχη ρητορική. Η πολιτική βία αποτελεί μια απόκλιση. Η συστημική βία, αποτελεί κάτι κανονικό.
Η πολιτική βία ασκείται από εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση στην συστημική βία. Η συστημική βία ασκείται από εκείνους που θέλουν να πετύχουν την απαγόρευση της πολιτικής βίας. Η συστημική βία ασκείται σε βάρος όσων δεν ανήκουν στο κυρίαρχο πλαίσιο της δυτικής παντοδυναμίας, το σημείο που διαπλέκονται καπιταλισμός, πατριαρχία και ρατσισμός.
Αυτά τα φίλτρα ακριβώς είναι εκείνα που επιτρέπουν, στους δυτικούς πολιτικούς αρχηγούς να μιλάνε για καταδίκη της βίας, την ίδια ακριβώς στιγμή που οι πολιτικές τους αναπαράγουν και δημιουργούν βία στον πιο ακραίο δυνατό βαθμό.
Αυτά τα φίλτρα είναι που επιτρέπουν στον Μπάιντεν για παράδειγμα, να καταδικάζει την πολιτική βία, την ίδια στιγμή που οπλίζει τα χέρια του Ισραηλινού στρατού.
Αυτή η ρητορική είναι που παράγει σε μεγάλο βαθμό, ανθρώπους που πρόθυμα καταδικάζουν τη βία και ταυτόχρονα πρόθυμα την δέχονται και την αναπαράγουν, μέσα τους, δίπλα τους, στους από κάτω τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται την ειρωνεία ή και την εθελοδουλία πολλές φορές.
Αυτή η πρακτική είναι που δημιουργεί μια ευρεία συναίνεση, από τους κυρίαρχους μέχρι και τους υποτελείς, πως η βία που αφορά τους πρώτους πρέπει να είναι εκτός συζήτησης και η βία που αφορά τους δεύτερους, ένα απλό κομμάτι της καθημερινότητας.
Γιατί, αν για παράδειγμα, οι ρόλοι με κάποιο τρόπο αντιστρέφονταν και η βία που οι κυρίαρχοι θεωρούν δεδομένη για τους από κάτω, επέστρεφε πάνω τους ή αισθάνονταν το ίδιο εκτεθειμένοι με εμάς, τότε σίγουρα, η κουβέντα και η πολιτική γύρω από την απαγόρευση της βίας, όχι της πολιτικής ή της συστημικής, αλλά της βίας εν γένει θα ήταν πολύ πιο δραστική και πολύ πιο άμεση.