«Το καλοκαίρι παραθερίζουμε στο εξοχικό του παππού στα Πατήσια. Όταν θέλουμε να πάμε για μπάνιο παίρνουμε το τρένο με την μητέρα και πάμε στο Φάληρο. Στο Νέο Φάληρο. Η γιαγιά πηγαίνει με το τρένο στο Λουτράκι, για δύο εβδομάδες συνήθως, και επειδή της αρέσουν τα ιαματικά λουτρά μιας και της κάνουν καλό, επιστρέφει μετά και πηγαίνει με το βαποράκι στα Μέθανα. Ο πατέρας κι ο παππούς δεν πηγαίνουν στη θάλασσα, προτιμούν να φροντίζουν το μποστανάκι και να δροσίζονται κάτω από τη μουριά μπροστά από το σπίτι. Εγώ νομίζω πως δεν πολυθέλουν να εμφανιστούν σε κόσμο χωρίς ρούχα.
Εγώ το καλοκαίρι περνάω πολύ ωραία αλλά μου λείπουν οι φίλοι μου. Όταν κλείνουν τα σχολεία ο Δημήτρης, ο Αντώνης και ο Περικλής φεύγουν και πάνε στα χωριά τους να βοηθήσουν στα χωράφια. Στο Κριεκούκι ο Μητσάκος, Κακοσάλεσι ο Αντωνέλος, στα Κιούρκα ο Περικλέτος. Αυτός βοηθά και τον παππού του με τα κατσίκια εκεί. Οι άλλοι, τα φιλαράκια της γειτονιάς μένουν στην Αθήνα, στη γειτονιά. Α, ο Μιχάλης. Αυτός πάει στην Αίγινα. Έχουν εκεί εξοχική κατοικία.
Οι φίλοι μου μου λείπουν, αλλά στα Πατήσια, στο εξοχικό του παππού έχει κι άλλα παιδιά να παίζουμε. Κάποια είναι από εκεί και κάποια είναι παραθεριστές σαν κι εμένα. Τα Πατήσια είναι το πιο ωραίο μέρος του κόσμου το καλοκαίρι!»
Έτσι έγραφε το 1928 ο μικρός Μιλιτιάδης Πέππας* περιγράφοντας το τι κάνει το καλοκαίρι του. Έτσι ήταν τότε. Τα σχολεία έκλειναν σχεδόν τρεις μήνες το καλοκαίρι ώστε οι μαθητές να μπορούν να συμμετέχουν στις αγροτικές εργασίες. Και η Αθήνα των εφτακοσίων χιλιάδων κατοίκων δεν παραθέριζε, εξόν και είχε την οικονομική άνεση. Και αν την είχε οι προορισμοί ήταν με τα σημερινά δεδομένα κοντινοί.
Τα χρόνια πέρασαν, οι δεκαετίες, ένας αιώνας από τότε. Τα Πατήσια δεν είναι πια εξοχή, τα παιδιά δε βοηθάνε στις αγροτικές εργασίες, ο πληθυσμός της χώρας μαζεύτηκε στις πόλεις και έζησε κάμποσες δεκαετίες που το καλοκαίρι έστελνε τα παιδιά στο χωριό ή που η οικογένεια πήγαινε στο εξοχικό με τον ένα ή τους δυο που εργάζονταν να μένουν στην πόλη μέχρι την πολυπόθητη άδεια. Και τον Αύγουστο αδειάζει ή, καλύτερα, άδειαζε. Τώρα δεν αδειάζει. Μειώνεται μεν ο αριθμός των ανθρώπων που παραμένουν στην πόλη, αλλά όλο και πιο πολλοί δε φεύγουν. Δεν κάνουν στέικέισο (staycation), απλά δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να πάνε κάπου.
Το κράτος των Αθηνών όμως δεν κατάλαβε τίποτε από αυτές τις αλλαγές. Τα σχολεία λειτουργούν όπως τότε που ο Περικλέτος έφευγε από το Μεταξουργείο να πάει στον παππού στα Κιούρκα (Αφίδναι, περικαλώ, ή Αφίδνες, όπως κάτσει) να κυνηγάει γίδια στις πλαγιές της Πάρνηθας. Από το 2010 και δώθε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού βιώνει αυτό που πριν ζουσαν μόνον οι πολύ φτωχοί: δεν πάει διακοπές. Μένει στις πόλεις.
Μαζί με τα σχολεία έχουν μείνει και οι συγκοινωνίες σε ρυθμούς 1928, άντε ας είμαστε επιεικείς, σε ρυθμούς 1978. Τότε που, όπως είπαμε, μόλις έκλειναν τα σχολεία μαζικά έφευγαν τα παιδιά για τις εξοχές,
Σήμερα δεν είναι έτσι. Η πόλη είναι και τον Ιούλιο γεμάτη. Οι δρόμοι έχουν κίνηση, αυτοκίνητα παντού και οι καημένοι και κυρίως οι καημένες (μιας και όπως έχουμε πει τα ΜΜΜ στην Αθήνα είναι πλειοψηφικά υπόθεση των γυναικών, της νεολαίας και των μεταναστών) ξεροσταλιάζουν στις στάσεις του μετρό ή των λεωφορείων, περιμένοντας να έρθει το επόμενο δρομολόγιο. Που όμως είναι «θερινόν». Τουτέστιν «αραιόν». Βγείτε αν θέλετε το βράδυ στις 21.30 να πάτε από το κέντρο στα Ιλίσια. Και κάντε το λάθος να χάσετε το λεωφορείο, γιατί η εφαρμογή του ΟΑΣΑ σας λέει άλλ’ αντ’ άλλα. Καλύτερα κόψτε το με τα πόδια. Την ίδια ώρα θα κάνετε. Αν αντέχουν τα πόδια σας. Αν δεν αντέχουν, θα περιμένετε. Πολλή ώρα.
Με τα τρένα τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Ειδικά το μετρό έχει σχετικά πυκνά δρομολόγια. Πυκνά για τα δεδομένα μιας τριτοδεύτερης πόλης της Ασίας ή της Ευρώπης. Ο ηλεκτρικός (γραμμή 1, πράσινη) Πειραιά-Κηφισιά τα έχει λίγο πιο αραιά. Γιατί τηρεί τις παραδόσεις του 1928, τότε που γνώρισε ακμή με γερμανικής υποστήριξη Βαϊμάρης. Αλλά και γιατί το κράτος των Αθηνών δε δίνει λεφτά για λεωφορεία και τα συναφή. Ούτε για οδηγούς. Μόνο για ελεγκτές έχει, διαπιστώσαμε τους τελευταίους μήνες. Όπου δύο ελεγκτές ίσον ένας μηχανοδηγός. Αλλά μ’ αυτά ποιος ν’ ασχοληθεί; Πάρε αμάξι σου λέει. Έχω κι ησύχασα. 300 ευρώ το μήνα, κυρίες και κύριοι. Καλόν Αύγουστο!
*φανταστική μορφή, ουδεμίαν σχέση έχουσα με πραγματικά πρόσωπα.