ΑΘΗΝΑ
11:06
|
24.09.2024
Το πολιτικό ειδύλλιο του Ρέντσι με την Έλι Σλάιν μοιάζει να δρομολογείται, σκορπώντας ρίγη αγωνίας σε μεγάλη μερίδα του προοδευτικού κόσμου στην Ιταλία.
ξεκίνησε σε ένα φιλανθρωπικό παιχνίδι ποδοσφαίρου τον περασμένο Ιούλιο
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η προσωπική του αποτυχία και ο αδιαπραγμάτευτος θρίαμβος των αριστερών συνασπισμών -όπως απέδειξε η εμπειρία του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία- ώθησε ξανά τον μακιαβελικό Ματέο Ρέντσι να αναζητήσει καινούργια πολιτική ανάσα στην πολιτική στέγη, που κάποια χρόνια νωρίτερα είχε προσπαθήσει να διαλύσει και να μεταμορφώσει σε ρεφορμιστική και κυρίως ακραία κεντρώα παράταξη. Το πολιτικό ειδύλλιο του Ρέντσι με τη γραμματέα του σοσιαλκεντρώου Δημοκρατικού Κόμματος (Pd) Έλι Σλάιν, που ξεκίνησε σε ένα φιλανθρωπικό παιχνίδι ποδοσφαίρου τον περασμένο Ιούλιο, μοιάζει να δρομολογείται πλησίστια, σκορπώντας ρίγη αγωνίας σε μεγάλη μερίδα του προοδευτικού κόσμου στην Ιταλία.

Η δημιουργία ακόμη ενός σοσιαλ-ρεφορμιστικού πόλου, όπως εκείνων που στο παρελθόν έστρωσαν τον δρόμο για την ακροδεξιά με πολιτικές, οι οποίες δεν διέφεραν από εκείνες των κυβερνήσεων της δεξιάς, κινδυνεύει να εξανεμίσει τα καλά αποτελέσματα του Pd στις Ευρωεκλογές. Η επιλογή της συνεργασίας με τον Ρέντσι -το Italia Viva του οποίου δεν εξέλεξε εκπρόσωπο στην Ευρωβουλή- ενδεχομένως θα γκρεμίσει τις όποιες γέφυρες με την υπόλοιπη Αριστερά (που ομολογουμένως τα πήγε περίφημα στις κάλπες του Ιουνίου), αλλά και να δημιουργήσει ρήγματα και στο εσωτερικό του Pd. Ήδη, πολλά επιφανή του στελέχη (με εξάρχοντα τον Πιερλουΐτζι Μπερσάνι) έχουν εκφράσει αντιρρήσεις σε μία τέτοια εκδοχή. Μάλιστα, την ώρα που σοβεί η κρίση και στο «Κίνημα των 5 Αστέρων» των Μπέμπε Γκρίλο/Τζουζέπε Κόντε, στο οποίο κατ’ ανάγκη βρίσκουν πολιτική στέγη άνθρωποι που δεν μπορούνε να ταυτισθούν με τις ευρωατλαντικές θέσεις της «αριστερής» Σλάιν, που σιγοντάρει σε αυτό το θέμα την πολιτική της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζιας Μελόνι.

Με την προοπτική μίας συνεργασίας του Pd με τον Ρέντσι (και ίσως και τον έτερο δελφίνο του αποτυχημένου εγχειρήματος του Κέντρου, Κάρλο Καλέντα), είναι ορατός ο κίνδυνος να φυλλορροήσει η αριστερή παράταξη, έχοντας πάλι αποκαρδιώσει τους ψηφοφόρους της. Τουλάχιστον στην πρόσφατη γιορτή του αριστερού κόμματος Avs, στην οποία συμμετείχαν οι Κόντε και Σλάιν, όπου όλοι υπαινίχθηκαν πάλι το Campo Largo, το ευρύ μέτωπο μίας αριστερής συνεννόησης, η όποια αναφορά στον (απόντα) Ρέντσι έγινε δεκτή με σφυρίγματα αποδοκιμασίας. Μη λησμονούμε πως η ίδια η Σλάιν οφείλει την εκλογή και την επιτυχία της στις Ευρωεκλογές στον ενθουσιασμό, ιδίως του νεανικού τμήματος του Pd, για το ριζοσπαστικό και πιο «αριστερό» της πρόγραμμα. Η βάση πίστεψε πως η Σλάιν θα μετακινούσε το κόμμα από τη καθαρά ρεφορμιστική πολιτική του Ενρίκο Λέττα -ο οποίος λειτούργησε ως κύριος πυλώνας στήριξης στη δοτή κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι και της Ε.Ε. και ολοκλήρωσε την οικονομική, κοινωνική και θεσμική απορρύθμιση της Ιταλίας. Άλλωστε η νίκη της Μελόνι οφείλεται σε μέγα βαθμό στην αποθάρρυνση του εκλογικού σώματος από τα πεπραγμένα της κυβέρνησης εκείνης με πρόμαχό της το Pd. Η ελπίδα να ανατραπεί το φιλο-ευρωατλαντικό πνεύμα του κόμματος ήταν εκείνο που έφερε τη Σλάιν στην ηγεσία του και όχι η απαίτηση να μετατραπεί πάλι το Pd (όπως κατά την προηγούμενη ηγεσία του Ρέντσι) σε μία ιταλική εκδοχή του κακέκτυπου Εργατικού Κόμματος του Τόνι Μπλερ -και σήμερα των ακόμη πιο κακέκτυπων Εργατικών του Κιρ Στάρμερ.

Η εμπειρία του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, αλλά και το κυβερνητικό παράδειγμα PSOE/Podemos στην Ισπανία, στηριζόμενο από τα ενισχυμένα αριστερά τοπικά-εθνικιστικά κόμματα (Bildu, BNG), καταδεικνύει πως το εκλογικό σώμα εμπιστεύεται συμμαχίες μεταξύ ομοειδών παρατάξεων με κοινό, τολμηρό ριζοσπαστικό πρόγραμμα και γενναία πολιτική στάση. Μία προγραμματική σύγκλιση που θα υπόσχεται μία πολιτική, η οποία δεν θα αναπαράγει τις έτοιμες συνταγές των Βρυξελλών μέσα στις ασφυκτικές, κλειστές της, συντεταγμένες. Η κοινωνία αναμένει από τις πολιτικές δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς μία μελετημένη, πειστική και ρεαλιστική, προγραμματική σύγκλιση, με ουσιαστικές πολιτικές προτάσεις για την οικονομία, την κοινωνία, τα δικαιώματα, μέσα σε ένα ξεκάθαρο θεωρητικό πρόγραμμα, ακόμη και σοσιαλδημοκρατικό, που θα συνδυάζει τον οραματικό χαρακτήρα της αλλαγής των σχέσεων παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής τους και την ρεαλιστική προοπτική των δυνατών λύσεων -όχι όμως συμβατών προς τη νεοφιλελεύθερη πεπατημένη. Όπως λανθασμένα στο παρελθόν έχουν ελπίσει ρεφορμιστικές κυβερνήσεις της Αριστεράς ότι θα καταφέρουν να τους προσπορίσουν ψήφους, κυβερνητική εξουσία και παραμονή σε αυτή, λησμονώντας πως το καθήκον τους δεν είναι η κατάληψη της εξουσίας, αλλά η μάχη για τον μετασχηματισμό, έστω και βαθμηδόν, έστω και με μικρές υποχωρήσεις ή αναμονή, του μοντέλου παραγωγής και των κοινωνικών συσχετισμών.

Ο Ρέντσι σαφώς δεν είναι ο πολιτικός που θα κάνει τη διαφορά σε ένα μέτωπο ενάντια στη Μελόνι, τον Σαλβίνι και τη Forza Italia. Εξάλλου, οι δικές του αμέτρητες απορρυθμιστικές πρωτοβουλίες: συνταξιοδοτικό, ο εργασιακός νόμος του Jobs Act, η ολέθρια «εργασιακή μαθητεία»/απλήρωτη εργασία στο Λύκειο, με νεκρούς μαθητές σε εργοτάξια, η λιτότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις, κ.ο.κ. Η υποτιθέμενη διεύρυνση του Pd με τον άνθρωπο που ουσιαστικά πάσχισε να το διαλύσει και να του αλλάξει χαρακτήρα (βλέπε τη τη συμφωνία του Nazzareno με τον Μπερλουσκόνι), θα το ταυτίσει με εκείνες τις καταστροφικές αυτόκλητες «μεταρρυθμιστικές» δυνάμεις, που αποβλέπουν στην κατάλυση των δημόσιων οικονομικών, της ασφάλειας στην εργασία, στην υποβάθμιση της κοινωνίας. Έχοντας αλλοιώσει το κόμμα του οποίου ηγείτο, ο Ρέντσι διέσπασε εν τέλει το Pd (για να φτιάξει το Italia Viva), ασπάσθηκε μετά το παράδειγμα του Μπλερ τον πολιτικό και κοινωνικό οδοστρωτήρα του συντηρητισμού του Ακραίου Κέντρου του Εμανουέλ Μακρόν, βοηθώντας κι αυτός να θριαμβεύσει η Μελόνι, όπως ακριβώς έγινε και με τον Μακρόν και τη Λεπέν. Μη διστάζοντας μάλιστα να διακηρύσσει ότι «μια σοβαρή δεξιά είναι καλύτερη από αυτούς τους τρελούς αριστερούς ειρηνιστές κακούς»… Τώρα που «έπιασε πάτο», ο Ρέντσι ξέθαψε πάλι την «αριστερή» αφετηρία του (γιατί ως πολιτική καταγωγή ήταν στα νιάτα του Χριστιανοδημοκράτης).

Ο κύκλος του αίσχους μοιάζει, φευ, να ανοίγει ξανά. Προς γενική απογοήτευση του λαού του και προς αμηχανία πολλών ηγετικών στελεχών του Pd, ο Ρέντσι διαμηνύει urbi et orbi πως επιστρέφει «σπίτι» του. Σίγουρα μία μελετημένη κίνηση, που μπορεί στο πλαίσιο της ενεστώσας συγκυρίας να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Με τον Ντράγκι, μετά την απομόνωσή του στο όρος της αποκάλυψης, να φέρνει τις «πλάκες» του πολυαναμενόμενου σχεδίου του για την ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό (και συνεπώς την αγωνία των κοινωνιών) στην Ευρώπη και την Κριστίν Λαγκάρντ  και την ΕΚΤ να το συνδράμουν, ο γνωστός των Βρυξελλών και πρόθυμος Ρέντσι θα είναι ο καλλίτερος υποψήφιος να εφαρμόσει το «στενό κοστούμι» που ετοιμάζει για την Ιταλία η Ε.Ε.. Όταν μάλιστα, το σχέδιο τούτο εμπεριέχει προτάσεις για την πράσινη μετάβαση, για την παραγωγή Made in…, που δεν αρέσουν καθόλου στη Μελόνι και τους ομογάλακτούς της. Ποιός λοιπόν μπορεί να κριθεί (βάσει και του πρωθυπουργικού παρελθόντος του) ως καταλληλότερος σε ε μία μελλοντική κρίση ευρωπαϊκής «αξιοπιστίας» της Μελόνι και της κυβέρνησής της -μιας και η Forza Italia θα ακολουθήσει τις επιταγές των Βρυξελλών- για να εφαρμόσει τη λιτότητα και το σχέδιο υπέρ των πολυεθνικών του Ντράγκι; Με δεδομένο ότι και ύστερα από τον διχασμό των ακροδεξιών δυνάμεων, το χαρτί της Ιταλίδας ακροδεξιάς έχει παύσει πλέον να κερδίζει, με γνώμονα ότι η Σλάιν δεν έχει πλήρη αξιοπιστία ως ‘Σοσιαλδημοκράτης’ μπλερικού τύπου, που χρειάζεται τώρα η Ε.Ε., ο οβιδιακός στις πολιτικές του μεταμορφώσεις Ρέντσι μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί στον καταλληλότερο. Και πάλι  να γίνει πρωθυπουργός διά της προσκολλήσεως, καρπούμενος σαν τον Πομπηίο μία νίκη που δεν επέτυχε -όπως είχε κάνει και παλαιότερα που ανέλαβε την εξουσία χωρίς να έχει εκλεγεί.

Πόσο θλιβερή μοιάζει η σημερινή «διεύρυνση» και η διαφαινόμενη, όχι απλά ρεφορμιστική, αλλά ουσιαστικά δεξιόστροφη μεταλλαγή της αριστερής παράταξης, εξήντα χρόνια μετά μία αδιαμφισβήτητη ιστορική στιγμή για την επανασύσταση της αριστερής πτέρυγας, έπειτα από το σχίσμα των Σοσιαλιστών το 1921 και τη δημιουργία του ΚΚΙ. Εξήντα χρόνια από το 1964 και τον ιστορικό διάλογο, που είχε ανοίξει με πρωτοβουλία του Τζόρτζο Αμέντολα (τεράστιας προσωπικότητας του ΚΚΙ και γιού ενός επιφανούς αντιφασίστα μάρτυρα) και είχε ως συνομιλητή μία τεράστια προσωπικότητα των Σοσιαλιστών, όπως ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, μέσα από τις σελίδες της Rinascita. Τότε που το ΚΚΙ, λίγο μετά τον θάνατο του Παλμίρο Τολιάτι, ήταν ακόμη ένα κραταιό κόμμα και οι Σοσιαλιστές ακόμη ήταν ένα κόμμα που εμπνεόταν από την επαναστατικότητα και τους κοινωνικούς αγώνες, που το χαλύβδωσαν στον αντιφασιστικό αγώνα και τις μάχες στους δρόμους και τα εργοστάσια.

Μία ζωντανή και εποικοδομητική συζήτηση, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1964 διήρκεσε έως τον Ιούνιο του 1965 κι έφθασε μέχρι την ηγετική ομάδα του ΚΚΙ και έληξε με ψηφοφορία της Κεντρικής Επιτροπής. Τότε ο διάδοχος του Τολιάτι Λουΐτζι Λόνγκο είχε δώσει εντολή να συσταθεί μια επιτροπή, αποτελούμενη όχι μόνο από τους ίδιους τους Αμέντολα και Λόνγκο κι από τους Ενρίκο Μπερνινγκουέρ, Π. Ινγκράο, Πάολο Μπουφαλίνι, Ροσάνα Ροσάντα, Σέκια, Λι Κάουζι, Τζερατάνα, για να συντάξει ένα  καταληκτικό έγγραφο. Το αποτέλεσμα ήταν μια ουσιαστική πολιτική και προγραμματική πλατφόρμα που -τουλάχιστον από την κομμουνιστική πλευρά- έθεσε τα θεμέλια για να δώσει ζωή στη σοσιαλιστική ενοποίηση και σε έναν νέο πολιτικό σχηματισμό. Μια πρωτοβουλία που όμως έμεινε στα χαρτιά, λόγω της αμετακίνητης ακόμη στάσης του ΚΚΙ απέναντι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (δεν είμαστε ακόμη στην εποχή Μπερλινγκουέρ και του ‘ιστορικού συμβιβασμού’), αλλά και λόγω της απογοήτευσης και καχυποψίας από τη συμμετοχή των Σοσιαλιστών στις πρώτες κυβερνήσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες του Άλντο Μόρο.

Όπως επίσης θλιβερή είναι και η σύγκριση ενός παρόμοιου εγχειρήματος τον Ιούλιο του 1985, με πρωταγωνιστές μία ομάδα αριστερών διανοουμένων και ανεξάρτητων σοσιαλιστών, οι οποίοι απευθυνόμενοι απευθείας στο ΚΚΙ ζητούσαν την έναρξη μιας ειλικρινούς συζήτησης σχετικά με τη σημασία της  ενοποίησης των πολιτικών δυνάμεων με σοσιαλιστική έμπνευση και πολιτικές. Πρωτοβουλία, που κατέληξε στο βιβλίο «Lettere da vicino», ( Einaudi, 1986) και με συνεργάτες τρανταχτά ονόματα της πολιτικής διανόησης, όπως οι Φόα, Βέκα, Σαλβάτι, Τζολίτι, Γκίντζμπουργκ, Καβατσούτι, Μπάλμπο, Καρνίτι. Ήταν η εποχή που για πρώτη φορά υπήρχε μία κυβέρνηση με επικεφαλής κάποιον αριστερό, τον σοσιαλιστή Μπετίνο Κράξι. Βέβαια και τούτη η προσπάθεια είχε μείνει κενό γράμμα, ιδίως μετά τη σύγκρουση Μπερλινγκουέρ-Κράξι για την εξωτερική πολιτική και το πάγωμα των μισθών.

Ακολούθησε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», που κυρίως έπληξε τους Σοσιαλιστές και τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και άλλαξε του συσχετισμούς και τις «ταυτότητες» σε τέτοιο βαθμό, ώστε στελέχη από αμφότερα τα κόμματα να “μεταπηδούν” είτε στο τότε PDS (σαν τον Ρέντσι) ή στο Forza Italia, χωρίς να υπολογίζουν πως λίγο πριν αντιπροσώπευαν τους ταξικούς εχθρούς τους. Μάλιστα κάποιοι να γίνονται σημαντικά στελέχη σε κυβερνήσεις και της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς. Μία τέτοια είναι και η περίπτωση του Ρέντσι, ο οποίος δεν διστάζει ν’ αλλάξει ρου ανά πάσα στιγμή. Μάλιστα, ενόψει επιστοφής του στην κεντροαριστερά απέσυρε τη μέχρι τώρα ένθερμη υποστήριξή του  από τον υποψήφιο της κεντροδεξιάς στη Λιγουρία στις τοπικές περιφερειακές εκλογές.

Κάθε συνάντηση του Pd με τον Ρέντσι δεν βγήκε σε καλό για το πρώτο. Μία διεύρυνση του χώρου, ακόμη κι υπό το βάρος των όχι τόσο αισιόδοξων δημοσκοπήσεων (στις οποίες μάλιστα ο Ρέντσι πατώνει) δεν δικαιολογεί ούτε την άποψη του Μπερλινγκουέρ πως «χρειάζονται και οι ‘ζελατινώδεις’ (ρευστές) συμμαχίες», προκειμένου να «απομονωθούν και να εμποδιστούν να αποκτήσουν βάση στη μάζα» οι αντιδραστικές και κυρίαρχες δυνάμεις, με τη δημιουργία «μίας μεγάλης δημοκρατικής πλειοψηφίας, που θα περιλαμβάνει όλες τις λαϊκές και δημοκρατικές δυνάμεις». Και τούτο γιατί ο Ρέντσι δεν είναι, όπως στην εποχή του ‘70 ήταν οι δυναμικοί και επαναστατικής ιδεολογίας ακόμη Σοσιαλιστές ούτε και η δημοκρατική και μεταρρυθμιστική ιδεολογία έχουν την ίδια σημασία όπως εκείνους τους καιρούς. Πολύ περισσότερο δε, μια σύμπλευση μαζί του δεν ανταποκρίνεται ούτε και σε εκείνον «τον πρωταγωνισμό των μαζών» που κήρυττε ο Γκράμσι και έχει ανάγκη ξανά σήμερα η Ιταλία (όπως και γενικότερα η πολιτική) κι εμπεριέχει την ιδέα του κόμματος ως «μοντέρνου Πρίγκιπα», που συνάμα θα αποτελεί τον «συλλογικό διανοούμενο», που θα καταρτίζει και θα εμπνέει τις κοινωνικές ομάδες για να αποκτήσουν πάλι το αγωνιστικό πνεύμα της πολιτικής συνείδησης και του αγώνα.

To Pd σε μία κρίσιμη καμπή για την Ιταλία και την Ευρώπη κινδυνεύει να μετατραπεί σε ακόμη πιο συντηρητικό κόμμα, συμμετέχοντας -εάν ενδώσει στον Ρέντσι- σε μία παρά φύση αριστερή συμμαχία-οπερέτα, αποξενώνοντας ακόμη περισσότερους ψηφοφόρους την ώρα που η Μελόνι ξεδιπλώνει την αναθεωρητική κι οπισθοδρομική πολιτική της με στόχο την πλήρη θεσμική της ηγεμονία.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Αστυνομία, βία και δικαιώματα: μια επισκόπηση της αστυνομικής αυθαιρεσίας

48 ώρες χωρίς ηλεκτρονική συνταγογράφηση λόγω… αναβάθμισης του συστήματος ΑΜΚΑ

Μιανμάρ: Να σταματήσουν οι εκτελέσεις από τη χούντα ζητούν ανθρωπιστικές οργανώσεις

Μαζικές απολύσεις από τον ολλανδικό γίγαντα χρωμάτων Akzonobel

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα