ΑΘΗΝΑ
12:03
|
06.10.2024
Οι δηλώσεις για την ίδρυση ενός Μπεκτασικού κράτους δημιούργησαν αντιδράσεις και ανησυχίες σε επίπεδο διεθνών σχέσεων και στα ΜΜΕ.
Φωτογραφίες Μιχαέλα Λιόλιου, Μυλωνέλης Ιωάννης
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η σύγχρονη γεωπολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται συχνά από το φαινόμενο της χρήσης της θρησκείας ως το εργαλείο που θα εκκινήσει την προώθηση συγκεκριμένων οικονομικών, πολιτικών και εθνικών συμφερόντων. Θρησκευτικές κοινότητες, θρησκευτικές μειονότητες ή και κοινωνικές ομάδες με συγκεκριμένα θρησκευτικά αλλά και εθνοτικά χαρακτηριστικά, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μεταιχμιακότητα και μερικές φορές εντοπίζονται σε ασταθείς πολιτικά και κοινωνικά περιοχές, τυγχάνουν να γίνονται μοχλός είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών πιέσεων με σκοπό να επηρεάσουν την τοπική πολιτική πραγματικότητα και καθημερινότητα και να μετασχηματίσουν το υπάρχον status quo.

Η πρόσφατη πρόταση σχετικά με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου και κυρίαρχου θρησκευτικού κράτους του ρεύματος του μυστικού Ισλάμ των Μπεκτασί, στα Τίρανα της Αλβανίας αποτελεί ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας, εγείρει συζητήσεις και αναλύσεις και τέλος προκαλεί αντιδράσεις πολιτικού και θρησκευτικού περιεχομένου, τόσο στο εσωτερικό της Αλβανίας όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της εφημερίδας των New York Times ένα άρθρο του Άντριου Χίγγινς (Andrew Higgins) με τίτλο: «Η Αλβανία σχεδιάζει ένα νέο μουσουλμανικό κράτος στην πρωτεύουσά της». Στο συγκεκριμένο άρθρο, γραμμένο και δημοσιευμένο στα αγγλικά στην αρχή δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία ούτε στο εσωτερικό της Αλβανίας, αλλά ούτε και στο εξωτερικό. Στο άρθρο αναφέρεται πως ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα προετοιμάζεται στο «εγγύς μέλλον» να δημιουργήσει ένα μικρό κράτος στα πρότυπα του Βατικανού με έδρα το Παγκόσμιο Κέντρο του Μπεκτασισμού (αλβανικά: Kryegjyshata World Bektashiane) το οποίο βρίσκεται στα Τίρανα υπό την ήδη υπάρχουσα θρησκευτική ηγεσία του Haxhi Dede Baba Edmond Brahimaj, γνωστού για τους πιστούς της κοινότητας και ως Baba Mondi. Σκοπός της δημιουργίας αυτού του θρησκευτικού κρατιδίου, σύμφωνα με τον Ράμα θα είναι η προώθηση της θρησκευτικής ανοχής. Στο ίδιο άρθρο, ο θρησκευτικός ηγέτης της κοινότητας τόνισε πως «όλες οι αποφάσεις θα ληφθούν με αγάπη και καλοσύνη» δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την άρρητη συμφωνία του σε όσα σχετίζονται με τα σχέδια του Έντι Ράμα.

Η κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων του Παγκόσμιου Κέντρου Μπεκτασισμού, Τίρανα, Αλβανία, 2024, Ιωάννης Μυλωνέλης©

Μια μέρα ύστερα από τη δημοσίευση του ηλεκτρονικού άρθρου, την Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου, η εφημερίδα των New York Times επανήλθε στο θέμα αυτή τη φορά με έντυπο άρθρο, με τον τίτλο «Σχέδια για μια μικρή και νέα χώρα» και το σημαντικότερο ήταν πως ο πρωθυπουργός της Αλβανίας κατά την 79η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών με θέμα «Σύνοδος Κορυφής του Μέλλοντος» ανακοίνωσε πως η Αλβανία εργάζεται πάνω στο ζήτημα της ίδρυσης του νέου κράτους των Μπεκτασί. Συγκεκριμένα από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών ανέφερε πως:

Η Αλβανία μπορεί να είναι μια μικρή χώρα αλλά έχουμε δώσει στον κόσμο καλά παραδείγματα του να υπερασπιζόμαστε την κοινή μας ανθρωπότητα. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αλβανία ήταν η μόνη χώρα στην Ευρώπη που είχε τους περισσότερους Εβραίους μετά τον πόλεμο από ότι πριν. Οι Εβραίοι της Αλβανίας αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος χάρη στις προσπάθειες μουσουλμανικών και χριστιανικών οικογενειών που τους προστάτευσαν από τους Ναζί. Πιο πρόσφατα, μετά την καταστροφική πτώση της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, πριν από τρία χρόνια, φιλοξενήσαμε αρκετές χιλιάδες Αφγανούς που διαφορετικά θα είχαν καταλήξει στον Ένατο Κύκλο της κολάσεως. Η Αλβανία έδωσε επίσης στον κόσμο την πιο πρόσφατη Αγία της: τη Μητέρα Τερέζα, της οποίας η ζωή ενσάρκωσε την αγάπη για την ανθρωπότητα. Μας υπενθύμισε ότι δεν μπορούμε όλοι να κάνουμε μεγάλα πράγματα· αλλά μπορούμε να κάνουμε μικρά πράγματα με μεγάλη αγάπη. Αυτή είναι η αρχή που υποστηρίζει η Αλβανία. Αυτό είναι αυτό που προσπαθούμε να ζήσουμε. Και αυτή είναι η πηγή της έμπνευσής μας, η υποστήριξη της μεταμόρφωσης του Παγκόσμιου Κέντρου του Μπεκτασισμού σε κυρίαρχο κράτος μέσα στην πρωτεύουσά μας, στα Τίρανα, ως το νέο κέντρο μετριοπάθειας, ανοχής και ειρηνικής συνύπαρξης.

Τις επόμενες μέρες μετά τις δηλώσεις του Έντι Ράμα κατά τη γενική συνέλευση ξέσπασε ένα κύμα συζητήσεων και αναλύσεων τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Ιστορικοί, δημοσιογράφοι, μέλη και πρόεδροι Μπεκτασικών-Αλεβιτικών συλλόγων και οργανώσεων προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τις δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού και να σκιαγραφήσουν τη δομή του νέου κράτους. Καθώς δεν υπήρξαν από την πρώτη στιγμή περαιτέρω διευκρινήσεις για το θέμα, υπήρξε αντίδραση από μεγάλη μερίδα του κόσμου, υποστηρίζοντας διάφορες θεωρίες οι οποίες κάποιες από αυτές έφτασαν στα όρια των θεωριών συνωμοσίας.

Φωτογραφία του Baba Mondi με τον Πάπα στο Παγκόσμιου Κέντρου Μπεκτασισμού, Τίρανα, Αλβανία, 2024, Ιωάννης Μυλωνέλης©

Ο Baba Mondi και το Παγκόσμιο Κέντρο Μπεκτασισμού αρκέστηκαν σε δυο λιτές και μάλλον αμήχανες δηλώσεις πως το «Κέντρο των Μπεκτασί στα Τίρανα, υποδέχεται την πρωτοποριακή αυτή πρωτοβουλία του Αλβανού Πρωθυπουργού για τη δημιουργία του Τάγματος Μπεκτασί ως μια πλήρως κυρίαρχης κρατικής οντότητας, εισάγοντας έτσι μια νέα εποχή για τη παγκόσμια θρησκευτική ανεκτικότητα και την προώθηση της ειρήνης.

Αυτό το ιστορικό βήμα αναγνωρίζει το κέντρο των Μπεκτασί ως ανεξάρτητο και αυτοδιοίκητο κράτος, αφοσιωμένο στην προώθηση της αιώνιας παράδοσης της πνευματικής και θρησκευτικής μετριοπάθειας. Η κοινότητα των Μπεκτασί, γνωστή για το μήνυμα της ειρήνης, της ανεκτικότητας και της θρησκευτικής αρμονίας, θα αποκτήσει κυριαρχία παρόμοια με αυτή του Βατικανού, επιτρέποντάς του να διοικεί αυτόνομα τις θρησκευτικές και διοικητικές του υποθέσεις. Αυτή η κίνηση θα ενισχύσει το ρόλο των Μπεκτασί στην προαγωγή του παγκόσμιου διαθρησκειακού διαλόγου και στην αντιμετώπιση της αύξησης του βίαιου εξτρεμισμού» και πως «ο Baba Mondi, πνευματικός ηγέτης της κοινότητας των Μπεκτασί, απορρίπτει τις όποιες φήμες, επιβεβαιώνει την αφοσίωσή του στην πρωτοβουλία του Έντι Ράμα, και υπόσχεται τη διασφάλιση των αξιών της ειρήνης και ανεκτικότητας».

Οι δηλώσεις για την ίδρυση ενός Μπεκτασικού κράτους δημιούργησαν αντιδράσεις και ανησυχίες σε επίπεδο διεθνών σχέσεων και στα μέσα ενημέρωσης. Αμήχανη και αποστασιοποιημένη ήταν και η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία σε μια πολύ σύντομη ανακοίνωση υποστήριξε πως: «Δεν έχουμε κανένα σχόλιο σε αυτό το στάδιο. Η ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας κατοχυρώνονται στο άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γενικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει τη διαθρησκειακή ανοχή και τον διάλογο. Τέλος, η  Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει την αρμοδιότητα να ρυθμίζει θρησκευτικά θέματα».

Αν και η ιδέα ενός θρησκευτικού κράτους που θα στηρίζεται στη σουφική παράδοση του Μπεκτασισμού μπορεί να φαντάζει ελκυστική για ορισμένους, παραμένει ασαφές αν η πρωτοβουλία αυτή είναι αποτέλεσμα αυθεντικών θρησκευτικών κινήτρων ή αν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής. Η δημιουργία ενός Μπεκτασικού κράτους μπορεί να ιδωθεί ως μέρος μιας προσπάθειας αναδιαμόρφωσης του γεωπολιτικού χάρτη της περιοχής, χρησιμοποιώντας θρησκευτικές ταυτότητες για τη νομιμοποίηση πολιτικών κινήσεων. Η θρησκευτική ενδυνάμωση μιας ομάδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός νέου τύπου πολιτικής ισχύος, που θα αντιτίθεται σε άλλες θρησκευτικές και πολιτικές παρατάξεις. Ταυτόχρονα, είναι σημαντικό να εξεταστεί το αν η προσπάθεια αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική αποδόμησης του φονταμενταλιστικού και εξτρεμιστικού Ισλάμ, προωθώντας μια πιο «ήπια» και ειρηνική εκδοχή του, μέσω του Μπεκτασισμού.

Αρκετοί Αλβανοί πολίτες αλλά και μετανάστες στην Ελλάδα μού εξέφρασαν τη δυσαρέσκεια τους για τον τρόπο με τον οποίο τους ανακοινώθηκε η είδηση, ότι δηλαδή ενημερώνονται για ένα τόσο σημαντικό θέμα από μια εφημερίδα της Δύσης και όχι από τα αλβανικά μέσα ενημέρωσης. Σε συζητήσεις μού τόνισαν πως αυτό συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια για διάφορα σοβαρά ζητήματα της χώρας, όπως αντίστοιχα είχε συμβεί και με τις κοινές δηλώσεις του Αλβανού πρωθυπουργού και της Τζόρτζια Μελόνι, πρωθυπουργού της Ιταλίας, τις οποίες μάλιστα τα αλβανικά μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν ως αιφνιδιαστικές, σχετικά με την ίδρυση στρατοπέδου κλειστού τύπου στη Βόρειο Αλβανία το οποίο θα δέχεται αιτούντες ασύλου από την Ιταλία. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο που μου τόνισαν ιδιαίτερα οι συνομιλητές μου σε συνεντεύξεις που πραγματοποίησα για το ζήτημα, ήταν πως τις τελευταίες τρεις εβδομάδες στα αλβανικά μέσα ενημέρωσης προβάλλονται ειδήσεις οι οποίες αφορούν θρησκευτικά σκάνδαλα.

Ένα ακόμα ζήτημα για το οποίο με ενημέρωσαν οι συνομιλητές μου κατά την πρόσφατή μου έρευνα στα Τίρανα τον Ιούνιο του 2024 και παρουσιάζει πολύ έντονο ενδιαφέρον είναι, πως παρά την προσπάθεια δημιουργίας ενός πνεύματος θρησκευτικής «ανεκτικότητας» και «φιλειρηνισμού» από το Παγκόσμιο Κέντρο του Μπεκτασισμού σύμφωνα με αρκετά αλβανικά μέσα ενημέρωσης ο Baba Mondi εμπλέκεται σε σκάνδαλα υφαρπαγής περιουσιακών στοιχείων από πολίτες της Αλβανίας. Σε επισυνδέσεις των αλβανικών μυστικών υπηρεσιών (SHISH) με τίτλο «SKY» οι οποίες αποσκοπούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς και οι οποίες διέρρευσαν στον τύπο, ο Baba Mondi μαζί με τον Ίλιρ Μέτα φέρεται να συνομιλούν και να συνεργάζονται με την αλβανική μαφία με σκοπό την εκβίαση για την επίλυση περιουσιακών διαμαχών.

Τι είναι ο Μπεκτασισμός-Μερικά στοιχεία

Ο Μπεκτασισμός είναι μια από τις πιο σημαντικές και διαδεδομένες κοινότητες του μυστικού Ισλάμ γνωστού στη δυτική βιβλιογραφία και ως σουφισμού (Αραβικά: taṣawwuf), ο οποίος έχει συνδεθεί άρρηκτα με την προσωπικότητα και τις διδασκαλίες του Χατζή Μπεκτάς Βελή (Haji Bektash Veli). Οι οργανώσεις, γνωστές ως turuq Bektāshiyya ή αλλιώς οι «δρόμοι των Μπεκτασί» αποτελούν μία από τις πιο διαδεδομένες σουφικές κοινότητες από τις πολλές που υπάρχουν, σε όλο τον μουσουλμανικό αλλά και μη κόσμο, με βαθιές ρίζες στην ισλαμική μυστική παράδοση. Ο Μπεκτασισμός όπως παρουσιάζεται σε πολλά άρθρα των ελληνικών μέσων ενημέρωσης δεν είναι ούτε δόγμα, καθώς δεν υπάρχουν δόγματα στην ισλαμική παράδοση και ιστορία, ούτε αίρεση, ούτε τάγμα καθώς τα τάγματα είναι όρος ο οποίος προέρχεται από τις πρώτες καταγραφές των οριενταλιστών, ούτε σιιτική οργάνωση, αλλά αποτελεί ένα οργανωμένο ρεύμα εντός του μυστικού  Ισλάμ, μάλιστα το οποίο ήταν πλησιέστερα στη χαναφιτική σουνιτική παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κοινότητες Μπεκτασί εντοπίζονται παραδοσιακά στην Τουρκία, στην Ελλάδα, στα Βαλκάνια, στην Αίγυπτο, στη Συρία, στο Ιράν (σύνορα με Τουρκία σε πόλεις που κατοικούν Ιρανοί αζερικής καταγωγής όπως στην Ταυρίδα) αλλά μέχρι και το Ντιτρότ των ΗΠΑ, κοινότητα την οποία δημιούργησαν Αλβανοί μετανάστες.

Ο Χατζή Μπεκτάς Βελή, ο οποίος θεωρείται πνευματικός ιδρυτής του Μπεκτασισμού, γεννήθηκε στην πόλη Νισαπούρ της περιοχής του Χορασάν (σημερινό Ιράν) το 1209 μ.Χ. και απεβίωσε λίγο πριν το 1295 μ.Χ. Σύμφωνα με ιστορικά αρχεία, η ημερομηνία θανάτου του πιθανολογείται το 1271 μ.Χ. Η πνευματική διαμόρφωση του Χατζή Μπεκτάς Βελή ήταν βαθιά επηρεασμένη από τον σουφισμό και τις διδασκαλίες του Μπαμπά Ισχάκ, καθώς και από το κίνημα των Γεσεβήδων (Yesevi) και των Τουρκομάνων μπαμπάδων, που ήταν ενεργοί στις ισλαμικές μυστικές κοινότητες εκείνης της περιόδου.

Η tariqa Bektāshiyya ιδρύθηκε ως ένα πνευματικό κίνημα που συνδύαζε στοιχεία από τον σουννιτισμό, από τον σιιτισμό, καθώς και παγανιστικών στοιχείων της Ανατολίας, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στη λατρεία των 12 ιμάμηδων και κυρίως τον σεβασμό προς την οικογένεια του προφήτη Μοχάμεντ (Muhammad) γνωστή ως Ahl al-Bayt («Οι άνθρωποι του οίκου»). Οι κοινότητες των Μπεκτασί έχουν στο κέντρο της θεολογικής και λατρευτικής τους έκφρασης και διδασκαλίας, τον γαμπρό και ξάδερφο του προφήτη Μοχάμεντ και τέταρτο ορθά καθοδηγούμενο χαλίφη στην ισλαμική ιστορία Αλή (Ali ibn Abi Talib), τηρώντας παράλληλα τις δικές τους ξεχωριστές παραδόσεις και τελετουργίες, οι οποίες διαφέρουν αρκετά από αυτές των σουνιτών αλλά και των σιιτών μουσουλμάνων.

Ο Μπεκτασισμός θεσμοποιήθηκε την εποχή του Μπαλίμ Σουλτάν (Balım Sultan) και απέκτησε την τρέχουσα ηθική και τους κανόνες του. Στον Μπεκτασισμό, το σύστημα των 12 θέσεων (πόστων) και των 12 υπηρεσιών αποτελεί τη θεμελιώδη διδασκαλία και δομή της οργάνωσης. Η έννοια των τεσσάρων πυλών και των σαράντα βαθμίδων έχει βαθιά σημασία στον Μπεκτασισμό. Οι πύλες είναι οι εξής: Şeriat (Θρησκευτικός Νόμος), Tarikat (Μυστικός Δρόμος), Hakikat (Αλήθεια) και Mârifet (Γνώση). Κάθε πύλη έχει δέκα βαθμίδες. Αυτές οι πύλες και οι βαθμίδες αποτελούν την εκπαιδευτική δομή της διδασκαλίας της tariqa. Από τους απλούς δερβίσηδες μέχρι τους Ντεντεμπαμπά (Dede Baba), όλοι περνούν από αυτές τις βαθμίδες για να εκπαιδευτούν και να ωριμάσουν με απώτερο σκοπό τη μυστική και προσωπική ένωση με το Θεό. Ιδιαίτερα σημαντική στιγμή, εντός του εορτολογικού έτους για τους Μπεκτασί, είναι η κινητή -ανά δέκα μέρες κάθε χρόνο- ημέρα της Ασούρα (Αραβικά: عَاشُورَاء‎‎). Η Ασούρα είναι η δέκατη ημέρα του πρώτου σεληνιακού μήνα του μουσουλμανικού ημερολογίου, του μήνα Μουχαράμ, και αποτελεί ημέρα πένθους και μνήμης για το θάνατο του Χουσεΐν στη μάχη της Καρμπάλα.

Μία από τις σημαντικότερες πτυχές στην ιστορία του Μπεκτασισμού ήταν η σύνδεση της tariqa με το στρατιωτικό σώμα των γενιτσάρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η tariqa Bektāshiyya έγινε η επίσημη πνευματική tariqa των γενιτσάρων, παρέχοντας ηθική και πνευματική καθοδήγηση στα μέλη της για πολλούς αιώνες έως το 1826 όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ τους κατέσφαξε εξαιτίας της υπερβολικής δύναμης και εξουσίας που είχαν αποκτήσει. Η πολιτική κατάσταση στην Τουρκία άλλαξε δραματικά με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923.

Το 1925, με τον νόμο περί κατάργησης των θρησκευτικών τεκέδων και των σουφικών ταγμάτων, οι Μπεκτασί εκδιώχθηκαν από την Τουρκία και αναγκάστηκαν να μεταφερθούν πρώτα στην Αίγυπτο και έπειτα στην Αλβανία όπου και δημιούργησαν το παγκόσμιο κέντρο τους.  Έκτοτε, η Αλβανία αποτελεί το νέο πνευματικό κέντρο των Μπεκτασήδων, όπου η κοινότητα εξακολουθεί να επιβιώνει και να διατηρεί τις παραδόσεις και τη φιλοσοφία της έως τις μέρες μας.

Το δίκτυο των τεκέδων (tekke), δηλαδή των θρησκευτικών κτηριακών συγκροτημάτων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τωνΜπεκτασήδων, εξαπλώθηκε ευρύτατα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ιδιαιτέρως στα Βαλκάνια. Οι τεκέδες λειτουργούσαν τόσο ως στρατιωτικά και οικονομικά κέντρα, όσο και ως κέντρα πνευματικής καθοδήγησης και σύναξης των Μπεκτασήδων, περιλαμβάνοντας χώρους προσευχής, μαυσωλεία (türbe), νεκροταφεία, κουζίνες και στάβλους. Στην ελληνική επικράτεια σήμερα μπορούμε να εντοπίσουμε πάρα πολλά θρησκευτικά μνημεία τα οποία συνδέονται με το μυστικό Ισλάμ αλλά και συγκεκριμένα με την tariqa Bektāshiyya.

Σε πρόσφατες μελέτες μου οι οποίες τροφοδοτήθηκαν από μια μακροχρόνια έρευνα πεδίου σχεδόν δυόμιση ετών μόνο στην περιοχή της Δυτικής Θράκης εντοπίστηκαν 121 τουρπέδες, τεκέδες και σπίτια προσευχής (τουρκικά: Cem-Evi). Μάλιστα, στην περιοχή του Βορειοδυτικού Έβρου βρίσκεται ο τεκές του Σεγίτ Αλή Σουλτάν της Ρούσσας (τουρκικά: Seyyid Ali Sultan Dergâhı-Tekkesi) και αποτελεί τον μοναδικό ενεργό τεκέ της χώρας καθώς και το λατρευτικό και πνευματικό κέντρο της κοινότητας των Ελλήνων Αλεβί-Μπεκτασί της Δυτικής Θράκης. Επίσης, σημαντικός για τους Αλβανούς μετανάστες αλλά και για τους Μπεκτασί της Αλβανίας είναι ο τεκές «Ιρενί» ο οποίος βρίσκεται στα Ασπρόγεια Φαρσάλων. Σήμερα, υπάρχουν ρεύματα που υποστηρίζουν την αντίληψη πως: «Κάθε Μπεκτασί είναι Αλεβίτης, αλλά όχι κάθε Αλεβίτης είναι Μπεκτασί». Η οικουμενικότητα και η εσωτερικότητα των διδασκαλιών του Χατζή Μπεκτάς και του Μπεκτασισμού, η οποίες τονίζουν την ισότητα όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας και εθνικότητας, αποτελούν το θεμέλιο για την πνευματική και κοινωνική αποδοχή του Μπεκτασισμού και θεωρεί κάθε άνθρωπο ως «εκδήλωση του Θεού».

Ο Μπεκτασισμός και η θρησκευτική κατάσταση στην Αλβανία σήμερα

Σε γενικές γραμμές είναι αρκετά δύσκολο και περίπλοκο να προσδιοριστεί με ακρίβεια πότε ο Μπεκτασισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αλβανία λόγω έλλειψης συγκεκριμένων ιστορικών στοιχείων. Ωστόσο, αναφέρεται ότι ο Μπεκτασισμός πιθανόν εισήχθη μέσω του στρατηγού Γαζή Εβρενός και κυρίως από μια ομάδα πολεμιστών του κατά την επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Θεωρείται ότι υπήρχε επιρροή των Μπεκτασήδων στην Αλβανία από τον 15ο αιώνα. Επίσης, ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1790-1822), ο οποίος ήταν κοντά στο ρεύμα του Μπεκτασισμού, βοήθησε στη διάδοση των κοινοτήτων, φέρνοντας δερβίσηδες στην περιοχή και ενισχύοντας την κατασκευή τεκέδων σε όλη την Αλβανία. Ο Αλή Πασάς χρησιμοποιούσε τους μπεκτασήδες και για πολιτικούς σκοπούς, καθώς εκτιμούσε τον πολιτικό και κοινωνικό τους ρόλο. Επιπλέον, ο Εβλιά Τσελεμπή, δίνει πληροφορίες και αναφέρει για τα ήθη του Μπεκτασισμού στα περιηγητικά του έργα για την Αλβανία κατά τον 17ο αιώνα. Ο Τζον Μπιρτζ, που επισκέφθηκε την περιοχή το 1933, καταγράφει επιτύμβιες πλάκες των Μπεκτασήδων με χρονολογίες από το 1717 και το 1728, και μια προφορική παράδοση που αφορά κάποιον δερβίση Haydar Baba.

Ο Μπεκτασισμός, συνδέεται στενά με το αλβανικό εθνικό κίνημα και την αλβανική εθνική αναγέννηση (Rilindja) όπως φαίνεται από τη συμμετοχή των Μπεκτασί στο κίνημα του Abdul Bey Frashëri (1880-1881). Πολλοί από τους Μπεκτασήδες συμμετείχαν ενεργά στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Αλβανίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πολιτική και θρησκευτική φιλοσοφία των Μπεκτασήδων, όπως προωθήθηκε και από τον Naim Frashëri, προσέφερε ένα ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο για τον αλβανικό εθνικισμό. Ο Frashëri, ο οποίος ήταν εξέχων υποστηρικτής του Μπεκτασισμού, πίστευε ότι η θρησκεία αυτή, με τον συμπεριληπτικό της χαρακτήρα, μπορούσε να λειτουργήσει ως θεμέλιο για την εθνική ενότητα των Αλβανών. Στο έργο του “Fletore e Bektashism”, ο Frashëri τόνισε ότι οι Μπεκτασήδες πίστευαν σε αξίες όπως η αδελφοσύνη, η αγάπη, και η ανθρωπιά, αξίες που μπορούσαν να ενώσουν τον αλβανικό λαό πέρα από θρησκευτικές ή πολιτιστικές διαφορές.

Η εξάπλωση των τεκέδων στις αλβανικές πόλεις και στην ύπαιθρο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προώθηση του Μπεκτασισμού. Σημαντικοί τεκέδες χτίστηκαν στο Gjirokastër (Αργυρόκαστρο), στο Elbasan (Ελμπασάν), στο Tomor (Τομόρ) και σε άλλες περιοχές, ενώ πριν τους Βαλκανικούς Πολέμου πολλοί από αυτούς λειτουργούσαν ως κέντρα κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας. Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων πολλοί τεκέδες καταστράφηκαν λόγω των έντονων πολιτικών εξελίξεων. Ο Albert Doja υποστηρίζει πως ο Μπεκτασισμός στην Αλβανία αποτελεί ένα σύνθετο παράδειγμα θρησκευτικής ετεροδοξίας το οποίο εξελίχθηκε από μια απελευθερωτική θρησκευτική δύναμη σε ένα θεσμοποιημένο θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα το οποίο  υποστηρίζει την πολιτική εξουσία.

Φωτογραφία από χάρτη με τους τεκέδες στην Αλβανία από το μουσείο στο Παγκόσμιο Κέντρο Μπεκτασισμού, Τίρανα, Αλβανία, 2024, Ιωάννης Μυλωνέλης©

Σήμερα, η θρησκευτική κατάσταση στην Αλβανία χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία, θρησκευτική ανοχή και μια βαθιά ριζωμένη κοσμικότητα. Η χώρα φιλοξενεί διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, που συνυπάρχουν αρμονικά σε ένα περιβάλλον όπου η θρησκευτική πίστη αποτελεί κυρίως προσωπική επιλογή. Η Αλβανία είναι επίσημα κοσμικό κράτος, κάτι που διασφαλίζει την ανεξαρτησία του κράτους από τις θρησκείες και την πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Το Σύνταγμα της χώρας προστατεύει το δικαίωμα κάθε ατόμου να ασκεί τη θρησκεία του ή να επιλέγει να μην ανήκει σε καμία θρησκεία. Η συνύπαρξη των θρησκευτικών ομάδων είναι αρμονική και χαρακτηρίζεται από σεβασμό και αλληλοκατανόηση.

Οι κύριες θρησκείες στην Αλβανία είναι το Ισλάμ και ο Χριστιανισμός. Η πλειοψηφία των Αλβανών αυτόπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι, με τους σουνίτες να αποτελούν τη μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία χριστιανών. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας, ανήκουν στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι στα βόρεια, έχουν ισχυρή ιστορική παρουσία. Επίσης, η Μητέρα Τερέζα, αλβανικής καταγωγής από τη Βόρεια Μακεδονία αποτελεί σημαντικό πρόσωπο για την Καθολική Εκκλησία της Αλβανίας.

Βέβαια, δεν απουσιάζουν και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των θρησκευτικών ομάδων, αλλά και οι προσπάθειες επιρροής των θρησκευτικών  κοινοτήτων ακόμα και από το εξωτερικό. Τα θρησκευτικά μνημεία στα Βαλκάνια και στην Αλβανία αποτελούν ένα εξαιρετικό δείγμα των εξωτερικών επιρροών στις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας.

Σήμερα, το Μεγάλο Τζαμί των Τιράνων, γνωστό και ως Τζαμί Ναμαζγκάχ, αποτελεί παράδειγμα ενός σύγχρονου διεθνικού τεμένους, απεικονίζοντας σύγχρονες τάσεις στην κατασκευή ισλαμικών θρησκευτικών χώρων και κέντρων μέσω διεθνών συνεργασιών. Η κατασκευή του Μεγάλου Τεμένους ξεκίνησε το 2015 και ολοκληρώθηκε το 2022. Το έργο χρηματοδοτήθηκε κυρίως από την τουρκική κυβέρνηση μέσω της Diyanet (Γενική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων), αντανακλώντας την ευρύτερη πολιτισμική και θρησκευτική συνεργασία μεταξύ Τουρκίας και Αλβανίας.

Φωτογραφία του Ναμαζγκάχ το οποίο χρηματοδοτήθηκε με 34 εκατομμύρια δολάρια από την Τουρκία Ιωάννης Μυλωνέλης©

Τα διεθνικά τζαμιά, τα οποία χρηματοδοτούνται και κατασκευάζονται από οντότητες εκτός χώρας, έχουν σημαντικές και πολυδιάστατες επιδράσεις στις τοπικές μουσουλμανικές κοινότητες. Αυτές οι επιδράσεις καλύπτουν την κοινωνική συνοχή, την πολιτιστική ταυτότητα, τη θρησκευτική καθοδήγηση και τις πολιτικές δυναμικές. Τα τζαμιά αυτά συχνά φέρνουν μαζί τους θρησκευτική καθοδήγηση που συμβαδίζει με τις ερμηνείες και τις πρακτικές της χώρας χορηγού. Για παράδειγμα, τα τζαμιά που χρηματοδοτούνται από τη Σαουδική Αραβία μπορεί να προωθούν τις ερμηνείες του Ουαχαμπισμού επηρεάζοντας τις τοπικές θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις.

Τα διεθνικά τζαμιά μπορεί να λειτουργούν ως κανάλια για τα πολιτικά συμφέροντα της χώρας χορηγού, η οποία μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για να επεκτείνει την επιρροή της στο εσωτερικό μιας χώρας. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την προώθηση συγκεκριμένων ιδεολογιών ή πολιτικών ατζεντών, οδηγώντας σε αντιπαραθέσεις και αντιστάσεις από τις τοπικές κοινότητες ή τις αρχές. Στην Αλβανία ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της κοινή γνώμης υποστηρίζει πως το Ισλάμ γενικότερα αποτελεί αρνητικό στοιχείο για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τη μελλοντική ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Φωτογραφίες από τους κεντρικούς δρόμους των Τιράνων την ημέρα του Μπαϊραμιού με χιλιάδες μουσουλμάνους να προσεύχονται Μιχαέλα Λιόλιου©, Ιωάννης Μυλωνέλης©

Η κατασκευή του Μεγάλου Τζαμιού των Τιράνων από την Τουρκία αντιπροσωπεύει μια στρατηγική σύνθεση πολιτιστικής διπλωματίας, θρησκευτικής προσέγγισης και γεωπολιτικού χειρισμού. Με την επένδυση σε ένα τόσο σημαντικό έργο, η Τουρκία στοχεύει να προωθήσει την πολιτιστική της κληρονομιά, να εδραιώσει τη θρησκευτική της ηγεσία, να ενισχύσει την πολιτική της επιρροή και να αναπτύξει οικονομικούς και αναπτυξιακούς δεσμούς με την Αλβανία. Αυτή η πολυδιάστατη προσέγγιση υπογραμμίζει τους ευρύτερους στόχους της Τουρκίας για επέκταση της δύναμης και  την ενίσχυση της θέσης της ως κεντρικού παίκτη στα Βαλκάνια και στον ισλαμικό κόσμο. Τέλος, να μην ξεχνάμε ότι βαλκανικές χώρες όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Κόσοβο και κυρίως η Αλβανία τροφοδότησαν με ιδιώτες -μαχητές- μισθοφόρους οι οποίοι πολέμησαν στη Συρία στις τάξεις του DAESH (Ισλαμικό Κράτος).

Φωτογραφία από τους κεντρικούς δρόμους των Τιράνων μια μέρα πριν το Μπαϊράμι κατά την πολιτισμική εβδομάδα αφιερωμένη στο Ισραήλ Ιωάννης Μυλωνέλης©

Η εργαλειοποίηση του σουφισμού. Πολιτικές προβολές και η δημιουργία του διπόλου «καλού-κακού» Ισλάμ

Σε ένα διεθνές πλαίσιο, ο σουφισμός έχει αναδειχθεί από ορισμένες δυτικές πολιτικές δυνάμεις ως υπόδειγμα ενός «καλού» και «ειρηνικού» Ισλάμ, σε αντίθεση με τις φονταμενταλιστικές και εξτρεμιστικές εκδοχές του Ισλάμ που συχνά κυριαρχούν στη διεθνή ειδησεογραφία. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στρατηγική δημιουργίας ενός διπόλου «καλού» και «κακού» Ισλάμ, με σκοπό την αποφυγή της γενίκευσης και δαιμονοποίησης ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Ωστόσο, αυτή η προβολή του σουφισμού ως ένα απολιτικό και ειρηνικό κίνημα μπορεί να οδηγήσει σε μια μονοδιάστατη εικόνα της θρησκευτικής τάξης.

Ο σουφισμός, όπως κάθε θρησκευτική παράδοση, έχει βαθιές ρίζες στις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες των κοινοτήτων του, και η προσπάθεια αποπολιτικοποίησής του μπορεί να είναι παραπλανητική. Επιπλέον, η υπερβολική προβολή του σουφισμού ως «καλού» Ισλάμ μπορεί να ενισχύσει τα στερεότυπα που συνδέουν άλλες εκδοχές του Ισλάμ με τον εξτρεμισμό, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη καχυποψία και διακρίσεις.

Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι δυτικές δυνάμεις εστίασαν την προσοχή τους σε έναν νέο εχθρό: την τρομοκρατία. Το Ισλάμ, ιδιαίτερα μέσα από την απεικόνισή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, παρουσιάστηκε ως συνδεδεμένο με τη βία και τον εξτρεμισμό, με τον σαουδαραβικό Ουαχαμπισμό να ταυτίζεται με την έννοια της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και τον Σουφισμό να προβάλλεται ως μια πιο ήπια και ανεκτική εναλλακτική. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι δυτικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν μια στρατηγική που προωθούσε τον Σουφισμό ως το «καλό» Ισλάμ σε αντιδιαστολή με τον Ουαχαμπισμό και τον Σαλαφισμό, τους οποίους ταύτισαν με τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Ο Σουφισμός, με τη διδασκαλία της αγάπης, της ειρήνης και της εσωτερικής πνευματικότητας, θεωρήθηκε από πολλούς ως το ανάχωμα απέναντι στη ριζοσπαστικοποίηση και χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την προώθηση της θρησκευτικής ανεκτικότητας και της σταθερότητας, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.

Οργανισμοί όπως το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Αλλαγής του Τόνι Μπλερ και το Ίδρυμα Νίξον εργάστηκαν για την προώθηση του Σουφισμού ως του μέσου ενίσχυσης της θρησκευτικής ανεκτικότητας και καταπολέμησης του εξτρεμισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο Σουφισμός προβλήθηκε ως το ιδεολογικό αντίβαρο ενώ εντάχθηκε στις αντιτρομοκρατικές στρατηγικές των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών. Ωστόσο, αυτή η εργαλειοποίηση του Σουφισμού για πολιτικούς σκοπούς δημιούργησε αμφιβολίες και αντιστάσεις, καθώς πολλές μουσουλμανικές κοινότητες θεώρησαν ότι η χρήση του σουφισμού ως «ήπια θρησκευτική δύναμη» αποτέλεσε ακόμα μία μορφή παρέμβασης στα εσωτερικά ζητήματα του Ισλάμ.

Παρά τις προσπάθειες προώθησης του Σουφισμού ως μέσου καταπολέμησης του εξτρεμισμού, οι πολιτικές αυτές συχνά συνάντησαν αντιδράσεις. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, η ίδρυση του Μουσουλμανικού Συμβουλίου των Σούφι (SMC) αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από άλλες μουσουλμανικές οργανώσεις, που είδαν την κίνηση αυτή ως μια κυβερνητική προσπάθεια ελέγχου και διαίρεσης των μουσουλμανικών κοινοτήτων.

Το Μουσουλμανικό Συμβούλιο της Βρετανίας (MCB) απέρριψε το SMC ως μη αντιπροσωπευτικό, ενώ οι κατηγορίες για εργαλειοποίηση του Σουφισμού από την κυβέρνηση συνέβαλαν στην όξυνση των εντάσεων εντός των μουσουλμανικών κοινοτήτων της χώρας. Αντίστοιχα, με τις δηλώσεις του Έντι Ράμα και του Baba Mondi περί «μετριοπάθειας, ανοχής και ειρηνικής συνύπαρξης» η Μουσουλμανική Κοινότητας της Αλβανίας δυσαρεστημένη για τις κοινές τους δηλώσεις τόνισε πως «Η Μουσουλμανική Κοινότητα της Αλβανίας είναι ο μόνος επίσημος εκπρόσωπος της Ισλαμικής Θρησκείας στην Αλβανία».

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ο Μακρόν ζητά απαγόρευση των πωλήσεων όπλων στο Ισραήλ

Το Ισραήλ επεκτείνει την εκστρατεία στον Λίβανο

Η ακτινογραφία των 20.000 προσλήψεων στο Δημόσιο το 2025

ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: 65.671 ψήφισαν μέχρι τίς 11 το πρωί

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα