Ο πρώτος γύρος των εσωκομματικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ μας πρόσφερε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Το πρώτο είναι γνωστό και το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από το 2004. Πρόκειται για μια πολιτικώς απαράδεκτη διαδικασία κατά την οποία κάθε έννοια κομματικού μέλους κυριολεκτικώς διαλύεται. Στις εκλογές προσέρχονται χωρίς καμία διαφοροποίηση τα κομματικά μέλη και ένας «χύμα» κόσμος με ελάχιστη ή και ανύπαρκτη κομματική συνείδηση. Ο αριθμός δε, των συμμετεχόντων είναι ελαχίστως ενδεικτικός ακόμα και ως προς την αμιγώς εκλογική δυναμική (πολλώ δε μάλλον την ευρύτερα πολιτική). Στις τωρινές εσωκομματικές εκλογές προσήλθαν πάνω από 300.000 ψηφοφόροι ενώ στις εθνικές εκλογές του 2024 το ΠΑΣΟΚ είχε λάβει 617.487 ψήφους και στις ευρωεκλογές του 2024 έλαβε 508.431. Κοινώς 1 στους 2 ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (ή και λιγότεροι) συμμετέχουν στις εσωκομματικές εκλογές, συνθήκη ενδεικτική στην πραγματικότητα της μακρόχρονης, στρατηγικής συρρίκνωσης της ιδεολογικής και εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ. Αρκεί να δει κανείς την αναλογία μελών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980 για να αντιληφθεί τη διαφορά.
Το δεύτερο είναι ότι έστω και δια αυτού του τρόπου είχαμε άλλη μια περίπτωση απόδειξης της γιγάντιας απαξίωσης των μηχανισμών και παραγόντων του ΠΑΣΟΚ. Σκιές του εαυτού τους, οι σημερινοί μηχανισμοί είναι πλέον αξιοθρήνητοι ως προς τις ικανότητές τους (ευτυχώς). Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης είναι άκρως ενδεικτική αλλά δεν είναι η μοναδική. Όλοι σχεδόν οι κομματικοί παράγοντες της Θεσσαλονίκης τάχθηκαν στο πλευρό του Χάρη Δούκα (και όχι πάντα για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους). Τελικώς ο Χάρης Δούκας (και) στη Θεσσαλονίκη κατέγραψε ένα καταστροφικό αποτέλεσμα. Όλες και όλοι αυτοί που πόζαραν δίπλα του με τη βεβαιότητα ότι έπιαναν πρώτη θέση δίπλα στον επόμενο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ ή που έκαναν τηλεφωνήματα γεμάτα από την πρόωρη αλαζονεία των «ανθρώπων» του μελλοντικού προέδρου, μάλλον του «πήγαν» μόνο τους εαυτούς τους. Στην πραγματικότητα και για όσους έχουμε εικόνα της ανθρωπογεωγραφίας, περισσότερο ζημιά έκανε αυτή η κουστωδία παραγόντων που πλαισίωσε τον Χάρη Δούκα ανά την Ελλάδα παρά του προσέφερε το παραμικρό. Όπως και στον ΣΥΡΙΖΑ (αν και σε μικρότερο βαθμό στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) η βάση και οι εκλογείς αντιπαθούν σφόδρα τους γραφειοκράτες και παράγοντες του κόμματος.
Το τρίτο είναι η αποδοκιμασία του ίδιου του Χάρη Δούκα. Αποδοκιμάστηκε και ως υποψήφιος αλλά και (το σημαντικότερο) ως δήμαρχος. Τα αποτελέσματά του στην Αθήνα είναι τόσο καταστροφικά ώστε είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς πώς θα ολοκληρώσει τη θητεία του δημάρχου. Πρόκειται για προσωπική αποδοκιμασία όπως και αν το δει κανείς. Επιπλέον της μέχρι τώρα θητείας του όμως, αποδοκιμάστηκε το «ρεσάλτο» του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και ο αμοραλισμός που αυτή η κίνηση κατέδειξε. Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στον δεύτερο γύρο αλλά σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, δεν επιτρέπουν συνολικώς μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον του Χάρη Δούκα.
Το τέταρτο είναι ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης στη βάση της παράταξης σηματοδοτήθηκε ως το πρόσωπο της κομματικής σταθερότητας και της αντίθεσης στην (πλήρη) υπαλληλοποίηση του κόμματος. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κέρδισε στον πρώτο γύρο χωρίς να ελέγχει σχεδόν τίποτα στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και χωρίς σταθερή (για να μην πούμε υπαρκτή) εσωκομματική «ομάδα». Κέρδισε επειδή έδειξε ο πιο κομματικός και επειδή αποπειράθηκαν να τον καθαιρέσουν με έναν τρόπο εμφανώς αμοραλιστικό και καταφανώς με λογική ρεσάλτου. Όποτε έχει αποπειραθεί να επιβάλλει κάτι αντίστοιχο η ολιγαρχία στο ΠΑΣΟΚ έχει ηττηθεί, αντιθέτως προς τον ΣΥΡΙΖΑ όπου ο Κασσελάκης κατέλαβε το κόμμα μέσα σε ένα μήνα. Η περίπτωση Σημίτη ήταν διαφορετική, καθώς ο έλεγχος του ΠΑΣΟΚ από την ολιγαρχία ήρθε στην περίπτωση Σημίτη μέσα από μακρόχρονες διαδικασίες.
Το πέμπτο και σημαντικότερο: τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν αλλάζει τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ όσο το ίδιο επιμένει να μην αναγιγνώσκει τι συνέβη από το 1996 και μετά, ιδίως δε από το 2009 και έπειτα. Όσο παραμένει ελεγχόμενο από την πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστική ομάδα (στην οποία ιδεολογικώς ανήκει και η ομάδα του Γιώργου Παπανδρέου) από τυχοδιώκτες-καριερίστες, από στελέχη που θα έπρεπε ιδεολογικώς να βρίσκονται στη ΝΔ, όσο απαξιώνει την 3η του Σεπτέμβρη, όσο κινείται θεωρώντας ότι με τα μνημόνια έσωσε τη χώρα και τον λαό, ό,τι και να συμβαίνει στα εσωτερικά του, θα παραμένει σκιά του παλαιού εαυτού του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης εφόσον εκλεγεί στον δεύτερο γύρο έχει μια ιστορική ευκαιρία ακριβώς επειδή δεν διαθέτει ούτε ομάδα, ούτε υποστήριξη στην ΚΟ του κόμματός του: να προωθήσει ένα οργανωμένο και συνεκτικό, ιδεολογικό και προγραμματικό άνοιγμα τουλάχιστον (κανονικά δε θα έπρεπε μόνο σε αυτήν) στη βάση της παράταξης η οποία κινείται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ και αποστράτευσης. Δεν έχει πολύ χρόνο μπροστά του και δεν έχει πείσει ούτε ότι θα το προσπαθήσει, ούτε ότι θα το πετύχει. Από αυτό όμως θα κριθεί.