Ο Σπυρίδων είναι ένας πορτοκαλί γάτος ακαθόριστης ηλικίας. Είναι, πάντως, πάνω από δέκα χρόνων. Έχει όλα τα σημάδια μιας έντονης ζωής. Ένα κομμένο αυτί από παλιές μάχες με άλλους αρσενικούς, μια ουλή στο πρόσωπο που έγινε πιο αχνή με το πέρασμα του χρόνου. Και δεν είναι για πολλά πολλά. Σαν εκείνους τους λιγομίλητους άντρες που έχουν τόσα να διηγηθούν από τις περιπέτειες της ύπαρξης, αλλά προτιμούν να καπνίζουν κοιτώντας κάπου μακριά. Παλιότερα τον έβλεπες να στέκεται από τη μέσα πλευρά της γυάλινης πόρτας στο μαγαζί με τα χειροποίητα κοσμήματα, το πρώτο που συναντάς στα δεξιά όταν στρίψεις από τη Φωκίωνος Νέγρη.
Τα βράδια θα τον πετύχαινες στη μικρή βιτρίνα να στέκει σαν μια σφίγγα ανάμεσα σε σκουλαρίκια από σμάλτο και χάλκινα βραχιόλια. Ήταν αξιοθαύμαστο το πώς δεν έκανε καμιά ζημιά. Έβρισκε ακριβώς τα σημεία που έπρεπε να πατήσει ώστε το σώμα του να αγκαλιάσει τα αντικείμενα σαν μια αφράτη ζύμη που έφτανε στα όριά της χωρίς να κολλήσει πουθενά. Ο κόσμος σάστιζε. Δεν ήξερε αν είναι ένα γλυπτό για το σαλόνι ή μέρος της διακόσμησης. Τα μικρά παιδιά τραβούσαν τις μανάδες τους για να δουν το γατάκι. Αυτός, απτόητος. Παρακολουθούσε χωρίς να δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για το ανθρώπινο ποτάμι που κυλούσε μπροστά του. Ή έτσι ήθελε να πιστεύουμε.
Τώρα τελευταία δεν εμφανίζεται και πολύ. Ο Δημήτρης του Psipseli φτιάχνει μέσα τα κοσμήματά του, ακούγοντας συνήθως κλασική μουσική. Μου λέει ότι έχει παρατηρήσει κι ο ίδιος την αλλαγή. Τον βλέπει που προτιμά πια το κάτω συρτάρι από το έπιπλο που έχει την ταμειακή μηχανή. Δηλαδή τον χώρο που δημιουργήθηκε όταν αφαιρέθηκε το συρτάρι για να έχει ο Σπυρίδων τη γωνιά του. Άλλες φορές, πηγαίνει σε μια άλλη μεριά με μια διπλωμένη κουβέρτα δίπλα σε κάτι κεραμικά. Άλλες πάλι, εξαφανίζεται στο πατάρι. Ίσως να είναι η ηλικία, ποιος ξέρει.
Δυόμισι χρόνια ζει εκεί μέσα ο γάτος. Τον βρήκε ο Δημήτρης σε κακή κατάσταση και τον περιέθαλψε. Στο σπίτι δεν μπορούσε, υπήρχαν άλλες γάτες και σκύλοι. Ήταν η μόνη λύση. Αν τον άφηνε, δεν θα ζούσε μάλλον. Του πήρε καιρό να συνηθίσει. Μήνες. Όταν άνοιγε το μαγαζί στην αρχή αυτός κρυβόταν. Στο εξάμηνο, έκανε την έξοδό του. Αστραπιαία. Όπως κάνουν οι γάτοι. Κρυβόταν κάτω από αυτοκίνητα. Χωρίς όμως να απομακρυνθεί. Μετά από τρεις μέρες, γύρισε.
Ξεκάθαρη επιλογή.
Τον ρωτάω αν θα ήθελε να αναφερθεί το όνομα του καταστήματος. Μήπως, δηλαδή, αρχίσουν οι «πάρα πολύ φιλόζωοι» να του δημιουργούν προβλήματα. Κανένα θέμα. Συνηθισμένος σε αυτό. Είχαν γραφτεί λίβελοι σε συγκεκριμένα κοινωνικά δίκτυα κάποια στιγμή για τον άσπλαχνο βασανιστή της κακόμοιρης γατούλας που την έχει κλεισμένη μέσα για να διαφημίζει την πραμάτεια του. Τα βλέπαμε κι εμείς κι αναρωτιόμασταν. Αντί να χαίρονται, τον κράζουν;
Τα ίδια αντιμετώπισαν και η Βαρβάρα με την Έφη που έχουν το αρχιτεκτονικό γραφείο A.SYLO στο τέρμα του πεζοδρόμου της Αγίας Ζώνης, απέναντι ακριβώς από το Άσυλο Ανιάτων. Τα ίδια και χειρότερα ίσως, με «πάρα πολύ φιλόζωους» να τις απειλούν με μηνύσεις κι αστυνομίες για τον δικό τους γάτο που ζει μόνιμα εκεί. Δεν πτοήθηκαν όμως. Για εκείνες το να σώσουν το μικρό μαύρο γατάκι που βρέθηκε στην μηχανή του αυτοκινήτου του υδραυλικού που ερχόταν όταν στηνόταν ο χώρος, ήταν κάτι το αδιαπραγμάτευτο.
Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι πριν από κάθε επαγγελματικό ραντεβού να ενημερώνουν για την ύπαρξή του, σε περίπτωση που κάποιος είναι αλλεργικός.
Ο Lexo είναι ένας νεαρός μαύρος πάνθηρας. Ζει σε ένα γουστόζικο μινιμαλιστικό ισόγειο λοφτ (sic) και από την αιώρα του που είναι κρεμασμένη με βεντούζες στο κέντρο της τζαμαρίας του γραφείου παρατηρεί, εποπτεύει και απεργάζεται τη δολοφονία όλων. Δαγκώνει, μόνο δαγκώνει και ξαναδαγκώνει. Βγαίνει με το σαμαράκι του τη βόλτα του στην πρασιά μπροστά και καταδέχεται να επιστρέψει όταν εκείνος θέλει. Είχε χαθεί κι εκείνος για δεκατρείς ολόκληρες μέρες κάποτε. Αλλά ξαναγύρισε. Πού θα ‘βρισκε καλύτερα;
Στο site της εταιρείας τα πράγματα είναι από την αρχή ξεκάθαρα. Στην ενότητα της εταιρικής ταυτότητας, αναφέρεται πρώτος και τοποθετείται ως ο CEO που παίρνει τις τελικές αποφάσεις. Οι παροικούντες την Αγία Ζώνη και οι θαμώνες του μπακάλικου-τσιπουράδικου της Καίτης και του Βαγγέλη που είναι ακριβώς δίπλα, τον παρακολούθησαν να μεταμορφώνεται από ένα γυαλιστερό δραστήριο γατάκι σε έναν εντυπωσιακό αίλουρο που δεν του λείπει τίποτα. Ένας περήφανος σατράπης ινσταγκραμικός γκόμενος που ακόμα ξαφνιάζει τους ανθρώπους που δεν γνώριζαν την φαραωνική του κατοικία κι όπως τον βλέπουν ξαφνικά να τους κοιτά το βράδυ, κλειστό το γραφείο, σκοτάδι, κατάμαυρος αυτός, αναρωτιούνται αν ήπιαν περισσότερο τσίπουρο από ζαμπέλα απ’ όσο θα έπρεπε ή αν όντως βλέπουν καλά.
Στη μέση του πεζοδρόμου, χονδρικά, η κυρία του παλιού καφεκοπτείου με εκείνη την ξεθυμασμένη αλλά πάντα θελκτική μυρωδιά των ψημένων κόκκων, το οποίο στέκει ακόμα όρθιο σε αυτή την νέα εποχή της Κυψέλης, καθημερινά περιποιείται τα ξύλινα σπιτάκια για τις γάτες του δρόμου, χειμώνα καλοκαίρι. Οι φαβέλες της, αυτές οι κάψουλες επιβίωσης, επιδιορθώνονται και καθαρίζονται με αδιάλειπτο ζήλο. Τις εντοπίζει κάποιος ανάμεσα στις αλοκάσιες και τα υπόλοιπα τροπικά φυτά που θέριεψαν στα πολυδιαφημισμένα pocket park που σηματοδότησαν το ενδιαφέρον για την περιοχή, τις επενδύσεις και την εκτίναξη των τιμών των ακινήτων. Η Κυψέλη έγινε προέκταση των Εξαρχείων, παροικία Ερασμιτών και ψηφιακών νομάδων, περισυνέλεξε τους ναυαγούς του Κεραμεικού, αποτέλεσε πόλο έλξης για ανθρώπους από τα προάστια που εδώ βρήκαν έναν τόπο έκφρασης, φασαίικης ή αυθεντικής. Τα πλατιά παρτέρια γέμισαν φυτά τα οποία κανένας μέχρι τώρα, ακόμα και ο πιο λούμπεν, ακόμα και ο πιο μεθυσμένος δεν ξερίζωσε ποτέ. Εντυπωσιακό.
Η Αγίας Ζώνης, αυτός ο πεζόδρομος συνύπαρξης φυλών και διαφορετικοτήτων, κάγκουρων και ημισελέμπ, καλλιτεχνών και καλοστεκούμενων κυριών, στεφανωμένη από τα πλατάνια της είναι ένα μακρόστενο δάσος όπου οι σιλουέτες των ανθρώπων ιδωμένες από απόσταση κι ανάλογα με το φως αποκτούν μια μοναδική χάρη. Φτάνει να αποφεύγεις να συχνάζεις εκεί τις πολύ ζεστές μέρες με υγρασία.
Στο pet shop της περιοχής μπορεί κάποιος να δει πολλές φωτοτυπίες με φωτογραφίες γατών και τις αγγελίες που αναφέρουν ότι χάθηκαν. Μια έχει ένα καφέ σημάδι στο λευκό της πρόσωπο, άλλη είναι ένα γκρίζο τιγράκι, μια άλλη καφέ με φουντωτή ουρά, μια είναι σκουριά αποτυπωμένη με φθηνό μελάνι. Δίνεται αμοιβή ή όποιος γνωρίζει κάτι παρακαλείται να τηλεφωνήσει στον αριθμό που αναγράφεται. Ίδιες όλες, κεραμιδόγατες, τις έχεις ξαναδεί, όχι αυτές, κάποιες ίδιες με αυτές. Μια ζωή αυτές τις γάτες βλέπεις στους δρόμους, τις αυλές, τις καρτ-ποστάλ στα νησιά και τα σπίτια των φίλων σου. Και πάντα εύχεσαι να βρεθούν, αν και στην πραγματικότητα ξέρεις ότι δεν θα βρεθούν ποτέ, χαμένες και τρελαμένες από την πολυκοσμία, τα αυτοκίνητα, κάπου κρυμμένες στους σάπιους ακάλυπτους των πολυκατοικιών. Ίσως κάποια να την βρει ένας Δημήτρης, ή μια Βαρβάρα και μια Έφη. Ίσως ο άνθρωπος που την αναζητά.
Η πρόσφατη είδηση για την επαναλαμβανόμενη σχεδόν τελετουργική θανάτωση γατών δια αποκεφαλισμού στην ευρύτερη περιοχή συνοδεία απειλητικών σημειωμάτων προς τους ανθρώπους που ταΐζουν μαζικά γάτες του δρόμου, απασχόλησε αρκετά την κοινή γνώμη. Και μάλιστα με έναν πιο ιδιαίτερο τρόπο. Ξέφυγε, δηλαδή, από την αντιπαράθεση περί ευθυνών υγειονομικού χαρακτήρα. Και δεν εξαντλήθηκε ανάμεσα σε αυτούς που λατρεύουν τα ζώα κι εκείνους που τα απεχθάνονται. Το έγκλημα μοιάζει να προκαλεί φρίκη γιατί είναι ακόμα ένα έγκλημα ενάντια στην ζωή. Σε μια εποχή φρικαλεοτήτων, ακόμα κι αν αυτές αναδεικνύονται ή μεγεθύνονται ακριβώς γιατί το διαδίκτυο παρέχει αυτή τη δυνατότητα, ο κόσμος που ασχολήθηκε μοιάζει να πληγώθηκε. Κι ας ήταν «απλά» μια ή περισσότερες γάτες. Η ζωή μοιάζει πια σαν κάτι που έχει περισσότερη σημασία απ’ όση είχε. Είναι σαν όλο και περισσότεροι να κατανοούν την σπουδαιότητά της. Να θέλουν να την υπερασπιστούν. Κάπως έτσι.
Να ήμουν γάτα. Σε σπίτι, εννοώ. Να με ταΐζουν, να μου καθαρίζουν την άμμο, να ανεβαίνω στα πρόσωπα των ανθρώπων όταν θέλω να τους ξυπνήσω. Να με φωτογραφίζουν νομίζοντας ότι ενδιαφέρομαι κι αυτοί να με κάνουν ποστ και να μαζεύουν καρδούλες. Να μην μου λείπει τίποτα. Να μην αγχώνομαι. Να είμαι ασφαλής. Κάτι τέτοια λέω στις γάτες μου όταν γκρινιάζουν.
Δύο ώριμες κυρίες πια. Ίσως και κάτι παραπάνω. Καμιά φορά λέω ότι μπορεί να θυμούνται το σπίτι που μεγάλωσαν με τον κήπο και τα δέντρα που κυνήγαγαν πουλιά και τζιτζίκια. Μπα. Είμαι πια βέβαιος ότι έχουν σβήσει αυτές οι μνήμες. Τώρα πια έχουν μάθει να βλέπουν τον κόσμο που περνά εκεί που η Αγίας Ζώνης αρχίζει να τελειώνει, μέσα από τα κενά της καλαμωτής. Αυτής που τις προστατεύει για να μην πέσουν από το μπαλκόνι. Ή που καταλαγιάζει τον δικό μου φόβο μην πέσουν απ’ το μπαλκόνι.
Έχουν συνηθίσει τις φωνές κάφρων που ουρλιάζουν τα ξημερώματα, τις βιαστικές κόρνες του δευτερολέπτου, τις διερχόμενες τραπίλες στη διαπασών, το μπουζούκι που κάποιος παίζει κάπου κοντά, το βουητό των ανθρώπων που περιμένουν να μπουν στο θέατρο. Κοιτούν τους ανθρώπους που περνούν μέσα από αυτά τα κενά. Φάτσες που πριν δυο χρόνια τις έβλεπες να κατοικούν προς τη Δημοτική Αγορά τώρα τις βλέπεις να έχουν μετατοπιστεί προς Γκράβα. Τόσο άντεξαν την πρέσα του gentrification, η αργή ροή των ανθρώπων χρειάζεται μάλλον δύο χρόνια για να γίνει αισθητή. Κοιτούν το ζευγαράκι που διπλώνεται ο ένας στην αγκαλιά του άλλου στο μπαλκόνι του απέναντι airbnb με το κομό της γιαγιάς και την ξεβαμμένη ροζ πολυθρόνα στο μπαλκόνι που δεν μετακινείται ποτέ. Ό,τι καιρό κι αν κάνει. Στον ακριβώς από πάνω όροφο το ζευγάρι των ηλικιωμένων στο μπαλκόνι τους, το τόσο σοφά από χρόνια διαμορφωμένο. Τόσες γλάστρες, συγκεκριμένος αριθμός, ώστε να είναι λειτουργικός ο χώρος. Τόσο να είναι το τραπέζι. Κι ένα διακοσμητικό στον τοίχο, σχεδόν ένα με την επιφάνειά του. Ένα φυτό από τις γλάστρες τους κρέμεται στον αέρα, ψάχνοντας χώμα να ριζώσει. Ενώνει σχεδόν τα δύο ζευγάρια.
Μέσα παίζει το Kedi, το ντοκιμαντέρ του 2016 για τις γάτες της Κωνσταντινούπολης. Το έβαλα μπας και ξυπνήσει κάτι μέσα τους βλέποντας άλλες γάτες. Μήπως θυμηθούν τον παλιό τους κήπο με τα δέντρα. Μιλιούνια γάτες. Η Πόλη κι οι γάτες της. Αναπόσπαστο κομμάτι του χαρακτήρα της. Γεννοβολούν, αραδιάζονται σε πάγκους μαγαζιών, αστείρωτοι αρσενικοί εξοντώνουν αρουραίους. Μία είναι μεγάλη κλέφτρα, αλλά την αφήνουν και την περιμένουν καθημερινά. Είναι μέρος της ζωής τους. Δεν το σκέφτονται διπλά, δεν χωρούν άλλες αναγνώσεις. Η Νίνα αδιαφορεί επιδεικτικά. Η Σιμόν αποσβολώνεται. Πάει στην οθόνη της τηλεόρασης και προσπαθεί να χαϊδέψει ένα γατάκι που βλέπει. Κι έναν γλάρο.