ΑΘΗΝΑ
10:36
|
01.11.2024
H επιχείρηση για την κατάκτηση της Ελλάδας το 1940 θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα τακτικά και στρατιωτικά λάθη του φασίστα δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι.
Μπενίτο Μουσολίνι
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

H επιχείρηση για την κατάκτηση της Ελλάδας το 1940 θεωρείται αδιαμφισβήτητα ένα από τα μεγαλύτερα τακτικά και στρατιωτικά λάθη του φασίστα δικτάτορα της Ιταλίας Μπενίτο Μουσολίνι. Ένα λάθος, που καθόρισε την τύχη του φασισμού και την προσωπική του. Και δεν  οφείλεται μόνο στη μεγαλομανία του και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που του είχαν δημιουργήσει οι επιτυχίες του Χίτλερ να διευρύνει τον «ζωτικό του χώρο». Είναι ένα σφάλμα που οφείλεται κυρίως στην κακή προετοιμασία και εκτίμηση των δυνατοτήτων του στρατού του και της ετοιμότητας της κοινής γνώμης, την οποία η προπαγάνδα του δεν κατόρθωσε να πείσει.

Μίας κοινής γνώμης, που έβλεπε με δυσπιστία τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ντούτσε  -ιδίως μετά την καθυστερημένη του επέμβαση (στις 10 Ιουνίου 1940) στο γαλλογερμανικό μέτωπο και την καθήλωση στο μέτωπο της Αφρικής, που κατά μέγα μέρος οφειλόταν στη φασιστική στρατιωτική ανεπάρκεια. Οι πρώτοι συμμαχικοί βομβαρδισμοί στο Τορίνο και τη Γένοβα είχαν αρχίσει να καταβάλουν το φρόνημα των Ιταλών, που από τον Φεβρουάριο του 1940 υπέφεραν από την οικονομική κρίση, την ακρίβεια και τα δελτία και τις ελλείψεις (στον καφέ, τη ζάχαρη, το κάρβουνο, το σαπούνι), την επίταξη σιδήρου (ακόμη και κάγκελα από αυλές) (R. De Felice, Breve Storia del Fascismo, Il Giornale, Torino, 2000, p94) .

Επιπλέον, η εισβολή του Χίτλερ στη Ρουμανία για να ελέγξει τα πετρέλαια της χώρας, γινόταν αντιληπτή από τον Μουσολίνι ως επέκτασή της ναζιστικής Γερμανίας στον δικαιωματικό χώρο επιρροής του, τα Βαλκάνια. Ιδίως όταν η Ιταλία είχε επιτύχει την προσάρτηση της Αλβανίας κι εποφθαλμιούσε πάντα τα γιουγκοσλαβικά εδάφη -ιδίως την Ίστρια, που πάντοτε θεωρούσε πως της αποσπάσθηκε άδικα μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- και φυσικά εδάφη στην Ήπειρο και τα νησιά της Ελλάδας στα Δυτικά.

Ήδη από το 1923 ο Μουσολίνι μεθόδευε τη στρατιωτική του διείσδυση στη δυτική Ελλάδα. Με πρώτη ευκαιρία το επεισόδιο που κατέληξε στον θάνατο του στρατηγού Τελίνι και της συνοδείας του, που συμμετείχαν στην τριμερή επιτροπή για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων και τον επακόλουθο βομβαρδισμό και κατάληψη της Κέρκυρας, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (Στ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, Ικαρος, 1955, σ.67-109). Μία υπόθεση που προκάλεσε διεθνή σάλο, ταπείνωσε τις μεγάλες δυνάμεις και την ΚτΕ που δεν έπραξαν το παραμικρό και αναστάτωσε την επαναστατική κυβέρνηση στην Ελλάδα. Η οποία έχοντας να διαχειρισθεί το βάρος της Μικρασιατικής Καταστροφής, των προσφύγων και τη Συνθήκη της Λωζάνης, χρειάσθηκε να αντιμετωπίσει και μία πισώπλατη μαχαιριά από τους Ιταλούς (Όταν μέχρι τότε ο Μουσολίνι διαβεβαίωνε πως θα στήριζε τα ελληνικά όπλα σε περίπτωση που ξαναμάχονταν τον Τούρκο).

Και σε τούτην την περίπτωση ο Μουσολίνι, όπως θα γίνει και αργότερα με την ολοκληρωτική παράδοση της Αλβανίας μεταχειρίσθηκε στο έπακρο τον αλβανικό αλυτρωτισμό. Έχοντας εξασφαλίσει τη γνωστή ενδοτικότητα και συνεργασία των Αλβανών με τον πιο δυνατό (βλέπε Οθωμανούς, Ιταλία, σήμερα ΗΠΑ, Τουρκία και ξανά Ιταλία), ο Μουσολίνι και η προπαγάνδα του, φρόντισε να συδαυλίζει και να παροξύνει το ζήτημα της Τσαμουριάς και το συναφές προς τη φασιστική ιδεολογία, της ανασύστασης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Νέας Τάξης (Οrdine Nuovo), εθνικιστικό ιδεώδες της Μεγάλης Αλβανίας, που θα ενσωμάτωνε την Τσαμουριά και το Κόσοβο. Παρά το γεγονός ότι κι ο ίδιος ο Τσιάνο διαπίστωνε πως πλέον έχουν ελληνοποιηθεί οι ορθόδοξοι Αλβανοί και δεν υφίσταται τέτοιο θέμα εντός της ελληνικής επικράτειας. Οι Ιταλοί φασίστες προσπάθησαν με την προπαγάνδα, την κατήχηση και τον χρηματισμό κυρίως, να διαιρέσουν την τοπική κοινότητα και να παρασύρουν στο μέρος τους τον πληθυσμό, που θα έβλεπε στους Ιταλούς την ενσάρκωση της δικής τους Μεγάλης Ιδέας. Μάλιστα,  οι Κοσοβάροι υποδέχθηκαν τους Ιταλούς ως ελευθερωτές και η Ρώμη ανταποκρίθηκε με προώθηση μαθημάτων της αλβανικής γλώσσας. Η παράδοση του στέμματος του Ζόγου στον Βιτόριο Εμανουέλε, η ίδρυση του Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος και των ταγμάτων, που προέκυψαν από τις ληστρικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή και συνεργάσθηκαν κατόπιν (χάρις στη δουλειά του προξενείου των Τιράνων στα Γιάννενα), έκαναν την Αλβανία μία προκεχωρημένη βάση του Φασισμού στη Βαλκανική και προπύργιο του «παράλληλου πολέμου», που ήθελε ο Μουσολίνι να διεξάγει απαντώντας στις κατακτητικές επιτυχίες του Χίτλερ.

Άλλωστε και οι άλυτες διαφορές της Ελλάδας με την Αλβανία για την Τσαμουριά χρησιμοποιήθηκαν ως ένα από τα προσχήματα που οδήγησαν στην κλιμάκωση των γεγονότων με ορίζοντα την κήρυξη του πολέμου και την εισβολή στην Ήπειρο. Στις 11 Αυγούστου 1940, το όνομα του Νταούτ Χότζα έγινε πρωτοσέλιδο στον ιταλικό Τύπο και παρουσιάσθηκε ως ευγενής και δαφνοστεφανομένος ήρωας που δολοφονήθηκε για την ελευθερία της Τσαμουριάς. Ο θάνατος του Χότζα, κατά τους ιστορικούς, χρησίμευσε ως Πατρόκλου πρόφαση για να ξεκινήσει μία ωμή ανθελληνική εκστρατεία, με την Ιταλία να αυτοπροβάλλεται ως ο υπερασπιστής των αλβανικών αξιώσεων. Μέσα σε τούτο το πλαίσιο εκτελέσθηκε και ο βομβαρδισμός της Έλλης στην Τήνο, τον Δεκαπενταύγουστο του ‘40 από το ιταλικό υποβρύχιο Delfino. Η υποκριτική άρνηση της Ιταλίας να αναλάβει την ευθύνη, δεν έπεισε  και το μόνο αποτέλεσμα ήταν να ανεβάσει το επίπεδο της έντασης.

Έκτοτε η ιταλική προπαγάνδα ξεκίνησε μία ανηλεή δυσφήμιση της Ελλάδας. Μόνο που κι εκείνη, όπως και η στρατιωτική επιχείρηση δεν ήταν και τόσο άψογα σχεδιασμένη -όπως έδειχνε η άτεχνη προσπάθειά της αργότερα να καλύπτει τις ήττες στα μέτωπα(Α.V. Patission 47. L’ instituto italiano di cultura di Atene e la sua storia, ETP Books, p.137-140). Ο ιταλικός Τύπος δεν σταματούσε να περιγράφει την Ελλάδα ως έναν «ανατολίτικο» τόπο, παρηκμασμένο και που ουδεμία σχέση δεν είχε με το ένδοξο παρελθόν της. Υποστήριζε πως μετά την Άλωση, ό,τι ελληνικό στοιχείο υπήρχε πέρασε στην Ιταλία  και τα «εγκαταλελειμμένα εδάφη αποικήθηκαν από σλαβικά φύλλα, Βούλγαρους, Αβάρους και Τούρκους» (S. Gratico, Grecia d’ oggi, 1941). Απεναντίας, οι Ιταλοί κατακτώντας τους Έλληνες υπερασπίζονταν τον ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος είχε παραδοθεί ανάξια σε ένα καθεστώς λεβαντίνων, αγγλοπρεπών, εβραιοποιημένων κλπ, όπως ανέφερε το ενημερωτικό δελτίο στους δημοσιογράφους (βλέπε M. Tranfaglia (ed), Ministri e giornalisti. La guerra e la Minculpop, Torino, 2005, p.88-89). Όλες οι παρουσιάσεις, οι αναφορές, αλλά και οι δημαγωγίες των στρατηγών στο μέτωπο για να εμψυχώσουν τα ηττώμενα και σε αειφυγία στρατεύματα, παρουσίαζαν τους Έλληνες ως «βυζαντινούς πληβείους», βολεψάκιδες «μεταπράτες» και «καυχησιολόγους, πολυλογάδες, κουτσομπόληδες των καφενέδων» (φυλλάδιο “Οι Αετοί της Ρώμης επιστρέφουν στην Ελλάδα” 1940, στο Vie d’ Italia, p. 1422). Αφήγηση που θα αλλάξει, μόλις κατακτηθεί η Ελλάδα από τους Γερμανούς και οι Ιταλοί, θέλοντας να προσεταιρισθούν τον πληθυσμό και να επιβάλουν τη φασιστική εκδοχή της Ιστορίας και κουλτούρας θα στοχεύσουν στο κοινό πολιτισμό και την κοινή γεωγραφική μοίρα των δύο λαών.

Ο Μουσολίνι στις 18 Νοεμβρίου δήλωνε: «Είπα ότι θα σπάσουμε την πλάτη του Negus (Χαϊλέ Σελασιέ της Αιθιοπίας). Τώρα, με την ίδια απόλυτη βεβαιότητα, σας λέω ότι θα σπάσουμε την πλάτη της Ελλάδας».  Μόνο που τα γεγονότα στο πεδίο των μαχών δεν δικαίωναν τη στεντόρεια ρητορική του Ντούτσε. Η βιαστική του απόφαση που καθορίσθηκε από την κίνηση του Χίτλερ να καταλάβει τη Ρουμανία. Έξαλλος που δεν του ζητήθηκε η γνώμη, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ορκίστηκε να πληρώσει τον Χίτλερ με «το ίδιο νόμισμα. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Ελλάδα». Έτσι, στις 15 Οκτωβρίου, σε μια συνάντηση με τις ανώτατες στρατιωτικές διοικήσεις στο Palazzo Venezia (συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του επιτελείου Πιέτρο Μπαντόλιο ο οποίος δεν έδειξε αντίσταση), ο Ντούτσε διέταξε να προχωρήσει η εισβολή. Ανήμερα της επετείου της 28ης Οκτωβρίου για την κατάκτηση της εξουσίας με την Πορεία στη Ρώμη, για τους εορτασμούς της οποίας υποδεχόταν τον Φύρερ στη Φλωρεντία, ο πόλεμος ήδη είχε κηρυχθεί -προκαλώντας την οργή του Χίτλερ, που δεν ειδοποιήθηκε και του ανέτρεπε τα σχέδια.

Μόνο που τούτη η σπουδή, ο φτωχός σχεδιασμός, η υποβάθμιση της δυνατότητας των Ελλήνων να αντισταθούν στην επίθεση, η υπερεκτίμηση πως οι εδαφικές προστριβές με την Αλβανία και τους πληθυσμούς στη μεθόριο θα του άνοιγαν τους δρόμους, στάθηκε μοιραίος. Το ναυτικό κι η αεροπορία, που θα φρόντιζαν και για τα προγεφυρώματα, αλλά και για την εξασφάλιση της επιμελητείας του στρατεύματος, πιάστηκαν κι εκείνες εξ απήνης διότι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την κήρυξη του πολέμου (βλ. R. De Felice, Breve Storia del Fascismo, Il Giornale, Torino, 2000, p101-110). Η μορφολογία του εδάφους, η αδιαφορία για τη μετεωρολογική κατάσταση και η έλλειψη υποδομών στην Αλβανία, που επιδεινώνονταν με τον δριμύ χειμώνα, δεν βοήθησαν τον Μουσολίνι να πραγματώσει τα σχέδιά του. Να καταληφθεί η πόλη της Θεσσαλονίκης και τα νησιά του Ιονίου και στη συνέχεια να προχωρήσει η πλήρης εισβολή στο ελληνικό έδαφος.

Οι εισηγήσεις των στρατιωτικών διοικήσεων και του Σεμπαστιάνο Βισκόντι Πράσκα, διοικητή των στρατευμάτων στην Αλβανία,  που στις 11 και 12 Αυγούστου 1940, συνάντησαν οι  Τσιάνο και Μουσολίνι στη Ρώμη, διατάσσοντάς τον να προετοιμάσει τους στρατιώτες για την επίθεση «το συντομότερο δυνατό» και οι 20 μεραρχίες τους αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Ο «παράλληλος πόλεμος» του Μουσολίνι απέτυχε, αναγκάσθηκε έκτοτε να αποτελεί «δορυφόρο» των Χιτλερικών και τον ανάγκασε για μία φορά ακόμη να ρίξει τα βάρη στον λαό του για την αδυναμία του να ενσαρκώσει τους φασιστικούς οπτασιασμούς του. Αυτή τη «ράτσα προβάτων, που δεν αρκούν 18 χρόνια για να την μεταμορφώσεις. Χρειάζονται 180 ή μάλλον 180 αιώνες».

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Λαβρόφ: Εκτιμούμε τις πρωτοβουλίες της Άγκυρας, αλλά τουρκικά όπλα σκοτώνουν Ρώσους στρατιώτες

Αγωγή του Τραμπ στο CBS για τη συνέντευξη της Χάρις στο δίκτυο

Ξυλοκόπησαν και προσήγαγαν δημοσιογράφο του Ριζοσπάστη

Γνωστή στις Αρχές η γυναίκα από την έκρηξη στους Αμπελόκηπους

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα