Σε μια οικονομία που εκτονώνεται πολεμικά ή με κοινωνική πόλωση, αναμενόμενο είναι οι όποιες κατακτήσεις ή ζυμώσεις να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο πάθος. Δεν είναι κάτι νέο. Την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία του Brokeback Mountain ο συντηρητισμός και οι νόρμες ήταν βέβαια προκαθορισμένες από καιρό, σε μια φαινομενικά μακάρια διαδοχή των γεγονότων της ζωής. Ροντέο, ουίσκι, γάμος, παιδιά, αντρίκιο περπάτημα, αντρίκια κορμοστασιά. Δεν είχαν τον σημερινό ριζοσπαστισμό, τουλάχιστον στον κόσμο των Αμερικανών γελαδάρηδων και τις κλειστές κοινότητες του Γουαϊόμινγκ.
Τι γίνεται, όμως, όταν όλα δείχνουν ν’ αλλάζουν ξαφνικά; Οι κοινωνίες συνήθως αγκιστρώνονται σε ό,τι είναι πιο γνώριμο, άρα και ψυχολογικά ασφαλές προκειμένου να βαδίσουν στα αχαρτογράφητα εδάφη ενός καινούριου κόσμου. Είναι από τη φύση τους συντηρητικές, πόσο μάλλον σε εποχές απόλυτης ρευστότητας και αγωνίας. Δεν είναι ν’ απορεί κάποιος που η συντήρηση και ιδίως η ακροδεξιά, καλπάζουν παγκοσμίως. Μπορεί το αντίπαλο δέος να εξαϋλώνεται ραγδαία, να υφίσταται δηλαδή μια τόσο σοβαρή έλλειψη, αλλά είναι κι εκείνη η εγγενής τάση του ατόμου να πιαστεί από το κλαδί που του φαίνεται πιο γερό όταν αισθάνεται ότι κινδυνεύει. Να περιχαρακωθεί σε οικεία πολιτισμικά πλαίσια. Να προτάξει μια αποδεκτή προσωπικότητα, να ανήκει ξεκάθαρα κάπου. Με την καταχρηστική δύναμη μιας μάζας.
Όχι ότι τα προοδευτικά άτομα βρίσκουν όλες τις απαντήσεις σε τέτοιες εξελικτικές διαδικασίες. Το να μιλάς σήμερα, ας πούμε, για ταυτότητες φύλου, misgendering, ετεροκανονικότητα, διαδικασίες φυλομετάβασης, αποδεικνύεται συχνά πονοκέφαλος ακόμα και για ανθρώπους που ανήκουν στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Συζητήσεις μπορούν να τιναχθούν στον αέρα, εργαζόμενοι να απολυθούν, φίλοι κι αδέρφια να ψυχρανθούν στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν το τι απ’ όλα αυτά θα μείνει τελικά διαμορφώνοντας τις κοινωνίες μας ή τι σε λίγα χρόνια θα θεωρείται ξεπερασμένο, ακραίο ή και γελοίο. Και όλα αυτά για μια λάθος αντωνυμία (pronouns), ή γιατί μπορεί να υπάρχει διαφορά γενεών με άλλα βιώματα κι εκπαίδευση ή ακόμα και γιατί πολλοί δικαιωματιστές απαιτούν σεβασμό χωρίς να σέβονται οι ίδιοι ότι δεν είναι όλοι στο ίδιο επίπεδο. Ή ότι, πολύ απλά, μπορείς να συστηθείς όπως θέλεις χωρίς να περιμένεις όλοι αυτομάτως να έχουν μυρίσει τα νύχια τους.
Τα social media που έχουν γίνει κυρίαρχα media ακόμα κι αν βαυκαλιζόμαστε όλοι ότι κάνουμε ελεύθερη επιλογή κάθε φορά (ενώ βοούμε στο echo chamber που μας βολεύει), τη δουλειά τους κάνουν: αναδεικνύουν τις πιο ακραίες περιπτώσεις, ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ, δίνουν βήμα στον καθένα. Μια παγκόσμια αρένα που διψά για αίμα. Άμεση, διαβρωτική, άκρως αποτελεσματική. Είναι πάντα πιο δημοφιλές το θέαμα ενός τρανς ατόμου που γρονθοκοπείται. Κι ενέχει πάντα το στοιχείο της κλειδαρότρυπας. Ο μέσος χρήστης που χλευάζει, συχνά στο βάθος θέλει να δει περισσότερα ανατομικά στοιχεία. Μια διέγερση υπόγεια και ποικιλότροπη. Από την άλλη πλευρά, κάποιο queer άτομο άνετα χρησιμοποιεί τις δυνατότητες τους με στόχο την πρόκληση. Όπως κάνουν και οι cisgender, όπως κάνουν κι οι διαφημιστές, όπως κάνουν κι οι πολιτικοί, οι ιεροκήρυκες ή μια απλή νοικοκυρά που ζει μέσα από ένα άβαταρ της.
Έχουν γίνει όλοι οι άντρες γκέι κι οι γυναίκες λεσβίες, μόνο και μόνο γιατί είναι της μόδας; Ή γιατί σκοτεινά κέντρα στοχεύουν στην μετάλλαξη του Homo Sapiens; Και του ενάρετου οικογενειάρχη; Ή, μήπως οι αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν σαν αποτέλεσμα την πολυπόθητη ορατότητα; Αγώνες που ακόμα και σήμερα δικαιολογούν την ύπαρξη των pride, άσχετα με την αισθητική τους ή τι γνώμη μπορεί να έχει ο οποιοσδήποτε με μια εκ του ασφαλούς, μη βαλλόμενη ταυτότητα. Γεγονός πάντως είναι ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα. Χωρίς να εγκιβωτίζονται σε γάμους βιτρίνας και περσόνες αποπροσανατολισμού. Χωρίς να περιθωριοποιούνται. Ένας έφηβος στο σχολείο σήμερα δεν είναι αναγκαστικά μόνος του στο προαύλιο. Δεν τρώει κράξιμο όπως πριν είκοσι χρόνια, για παράδειγμα. Παιδιά γλυτώνουν και δεν αυτοκτονούν. Όχι όλα, αλλά παιδιά γλυτώνουν κι αυτό είναι που έχει σημασία. Κορίτσια μπορούν να αγαπιούνται ελεύθερα. Ή να κάνουν σεξ ελεύθερα. Ένα άτομο μπορεί να προχωρήσει σε φυλομετάβαση, με υποστηρικτικούς γονείς και μια πολιτεία που έχει λάβει όλα τα μέτρα ώστε αυτό να συμβεί με τον πλέον ανώδυνο τρόπο σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι όλα ρόδινα, αλλά δεν καταλήγουν όλα αυτά τα άτομα στο πεζοδρόμιο αποκλειστικά, διωκόμενα ως μιάσματα.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι το αντικείμενο του έργου Brokeback Mountain που παίζεται με την υπογραφή του Κωνσταντίνου Ρήγου στο ανακαινισμένο θέατρο Κνωσσός (μια τόσο ευαίσθητη στην εκτέλεση επιστροφή στα θεατρικά πράγματα της Αθήνας). Μια παράσταση σφιχτοδεμένη, με άψογους συντελεστές, απρόσμενο σεβασμό προς το ελληνικό κοινό, κοστούμια που δεν είναι αποκριάτικα, ένα σκηνικό που λειτουργεί ως καμβάς για τα άπειρης δουλειάς βίντεο που προβάλλονται πάνω του και λειτουργούν συμπληρωματικά στην αφήγηση της ιστορίας, με μουσικούς επί σκηνής που, παρά την συχνά άστοχη μόδα της εποχής να υπάρχει ζωντανή μουσική, λειτουργούν ως ενιαίο σώμα, ηθοποιοί που ερμηνεύουν χωρίς ξελαρυγγιάσματα κι άσκοπα πέρα δώθε κι ένα mixed κοινό διαφορετικών καταβολών αλλά και προθέσεων που αλληλεπιδρά με μια προσοχή που όλο και σπανιότερα συναντάς στις σύγχρονες παραστάσεις.
Η ιστορία γνωστή στο παγκόσμιο κοινό, τουλάχιστον από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία του Ανγκ Λι (2005). Η ιστορία αγάπης που διαδραματίζεται στην Αμερική ανάμεσα σε δύο καουμπόηδες από το 1963 μέχρι και το 1983. Μια αγάπη σε μια εποχή που όλα αυτά ήταν αδιανόητα, με όλες τις παραμέτρους και τις επιπτώσεις σε επίπεδο οικογένειας, εργασίας και κοινωνικής ή προσωπικής έκφρασης. Μια αγάπη που συγκλονίζει με την επιμονή της, την έντασή της, με τα όσα έπρεπε να παλέψει για να επιβιώσει που τελικά δεν μιλά για την αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες, αλλά για εκείνη ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Την ανάταση και την κατακρήμνιση. Όπως συμβαίνει σε όλους, ανεξαρτήτως φύλων.
Τα τηλεοπτικά πάνελ πιστά στη φύση τους: προκειμένου να φανούν προοδευτικά έδωσαν για ακόμα μια φορά βήμα σε αντιδραστικές φωνές, ανθρώπους της Εκκλησίας ή γύρω από αυτήν. Στοχεύοντας, άλλωστε, στην υψηλή τηλεθέαση, εύκολα επιλέγεις εκείνον που θα φωνάξει περισσότερο. Πόσο μάλλον όταν το θέμα έχει έντονη ηδονοβλεπτική διάσταση. Σε μια εποχή που παντού έχουμε δει τα πάντα, παραστάσεις κι έργα που βασίστηκαν στο γυμνό, οι άνθρωποι δήθεν σκανδαλίζονται με σκηνές σεξ. Κι όμως, η παράσταση είναι πολύ μακριά από αυτό, όπως και το πρωτότυπο διήγημα της Άννι Πρου. Αν κάτι πέτυχαν οι Δημήτρης Καπουράνης και Μιχαήλ Ταμπακάκης, οι δύο πρωταγωνιστές ως Ένις ντελ Μαρ και Τζακ Τουίστ, είναι να θυμίσουν την τεράστια σημασία που έχει ένα φιλί. Αν δηλαδή, οι άνθρωποι σε ένα τέτοιο έργο βλέπουν ακατάλληλες σκηνές κι όχι το φιλί, μοιάζει σαν να μην έχουν φιληθεί ποτέ.