Είμαι αρκετά μεγάλος για να έχω μνήμες από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τη σκιά της χουντικής βαρβαρότητας, την ανησυχία για νεκρούς και την ελπίδα της εξέγερσης (μετά από μια εξαετία σχετικής μουγγαμάρας). Θυμάμαι επίσης μετά στις 24 Ιουλίου του 1974 τον χειμαρρώδη παλλαϊκό ενθουσιασμό -εν μέσω επιστράτευσης μάλιστα- το κλίμα επιφυλακτικής ανακούφισης με την μεταπολίτευση. Είχε προηγηθεί το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, που αποτέλεσαν την ταφόπλακα της χούντας και οδήγησαν στην έναρξη της πρώτης μακράς περιόδου όπου υπήρξε στην Ελλάδα μια «κανονική» αστική δημοκρατία: Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, μια και οι άλλες δυο ήταν ή επαναστατικές, ή βραχύβιες και ασταθείς.
Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία μας άφησε χρόνους όμως. Μπορεί όχι τυπικά, αλλά εν τοις πράγμασι. Αρχής γενομένης από το Καστελόριζο, την κοινωνική εκπτώχυνση των μνημονίων και την «εποπτεία» περιορισμού της κυριαρχίας της χώρας, με τους εκλεγμένους βουλευτές να ψηφίζουν, κοπαδιαστά και χωρίς να προλαβαίνουν καν να τους διαβάσουν, άρον-άρον τόμους από νόμους συνεγραμμένους έξωθεν και καταστροφικούς για τους κατοίκους της χώρας, ειδικά τα πιο αδύνατα οικονομικά στρώματα, τα οποία άλλωστε τα διεύρυνε η μνημονιακή ευρωκαταστροφή. Ένα πρότζεκτ που είχε σαν άμεση συνέπεια την οριζόντια πτώση του βιοτικού επιπέδου στη χώρα μας. Από εκεί πήγαμε στην ακύρωση των ελπίδων απαλλαγής από όλα αυτά μετά τον Ιούλιο του 2015 και τέλος στις εκλογικές νίκες της Νέας Δημοκρατίας και την νομιμοποίηση του καθεστώτος του Κυριάκου Μητσοτάκη, παράλληλα με πρωτοφανώς υψηλό εκλογικό ποσοστό στα ανοιχτά ακροδεξιά κόμματα. Συνολικά μιλάμε για ένα πλειοψηφικό άθροισμα ποσοστών της σκληρής δεξιάς, που δεν έχουμε ξαναδεί στην μεταπολίτευση. Οι πολιτικοί απόγονοι των εξεγερμένων του Πολυτεχνείου δε, είναι περισσότερο περιθωριοποιημένοι και πολιτικά άφωνοι όσο ποτέ μετά τη χούντα.
Ζούμε σε μια συνθήκη ανατροπής όλων σχεδόν των δημοκρατικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης, μέσα σε παγερή αδιαφορία. Η ελευθερία του τύπου έχει τρωθεί υπό την κυριαρχία των ολιγαρχών / μιντιαρχών, έχει υποσταλεί μέχρις ευτελισμού η (ανέκαθεν προβληματική βέβαια) δικαστική ανεξαρτησία, το πελατειακό κράτος ξαναστήνεται με όρους δεκαετίας 60, η ΚΥΠ/ΕΥΠ βυσσοδομεί. Οι απεργίες είναι υπό ημι-απαγόρευση, ενώ οι δημόσιες διαμαρτυρίες βρίσκονται στο έλεος της διάθεσης της αστυνομικής αρχής. Η δημόσια παιδεία αφήνεται στην τύχη της, με υπουργούς-παιδονόμους που μετρούν την επιτυχία τους με τον αριθμό των αποβολών και έναν υπουργό που νοσταλγεί το ξύλο σαν παιδαγωγική μέθοδο. Παράλληλα πριμοδοτούνται τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και επιβλήθηκε η -αντισυνταγματική -αλλά δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα αυτό- πρόβλεψη για «ιδιωτικά ΑΕΙ». Η δημόσια υγεία έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα της εν όψει της σταδιακής ιδιωτικοποποίησής της. Όσο για το ψωμί του τριπτύχου «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» είναι είδος πολυτελείας πια.
Το δημοκρατικό κεκτημένο της μεταπολίτευσης έχει λοιπόν καταλυθεί. Οι δικαιωμένοι σήμερα δεν είναι οι μαχόμενοι τότε για την δημοκρατία φοιτητές στη Νομική και στο Πολυτεχνείο, αλλά οι μαχόμενοι για την καταστολή της και οι εχθροί της: Δικαιώνονται οι Παπαδόπουλοι, οι Παττακοί, οι Ντερτιλήδες και οι διάδοχοί τους, όπως ο επίλεκτος πρώην αρχηγός της ν. ΕΠΕΝ και νυν υπουργός επικρατείας, τα πολιτικά ορφανά του χουντικού ΛΑΟΣ, οι νεομαστοράκηδες που έχουν κατακλύσει τα κανάλια, οι νέοι θεοφιλογιαννάκοι της ΕΛΑΣ.
Μια από τις τραγωδίες της σύγχρονής Ελλάδας ήταν πως το «1-2-3, πολλά Πολυτεχνεία», έμεινε σύνθημα. Παρότι η χώρα βρέθηκε πολλές φορές σε κρίσιμα σταυροδρόμια δεν κατόρθωσε να παραγάγει μείζονα κοινωνική κινητοποίηση με άμεσο πολιτικό στόχο και αποτέλεσμα. Ο Δεκέμβρης του ’08 ήταν κοινωνικό και νεολαιίστικο μάλλον ξέσπασμα παρά εξέγερση με πολιτικούς στόχους και οι πλατείες του Ιουνίου του 2011, ήταν βραχύβιες και θολές στην περιληπτικότητά τους. Αντίθετα από όσα λέγονται από τους νικητές, το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα δεν ήταν από τη δεκαετία του 80 και μετά, οι πολλές απεργίες, αγώνες, διαμαρτυρίες και οι συγκρούσεις, αλλά μάλλον η ανεπάρκειά τους. Η πολιτική υπακοή παρά η πολιτική ανυπακοή. Ακόμα και μέσα στην πρωτοφανή κατάρρευση των μνημονίων, την απώλεια την περίοδο 2010-2014 του 25% του ΑΕΠ της χώρας, της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων, την απίσχνανσης των δημοσίων υποδομών, του θριάμβου της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας επί του εργαζόμενου κόσμου, οι αντιδράσεις ήταν εξαιρετικά -δοθείσης της κατάστασης- χαμηλών τόνων. Αν εξαιρέσει κανείς μια νύχτα του Φεβρουαρίου του 2012, η οργή και η άρνηση αποδοχής της επιβληθείσας έξωθεν σε συνεννόηση με το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, ακραίας πολιτικής λιτότητας, δεν ξέσπασε ποτέ. Ίσα-ίσα η διαπραγματευτική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, φαίνεται πως έπεισε μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού για το αναπόφευκτο της λεηλασίας και της φτώχειας. Και μια γερασμένη κοινωνία (η Ελληνική κοινωνία του 1973 είχε διάμεση ηλικία τα 33 χρόνια, η σημερινή τα 46) που διώχνει τα παιδιά της ξανά στη ξενιτιά, πλέον περιμένει παθητικά το τέλος της, έντρομη μόνο μην τυχόν και οι ξένοι ικέτες που φτάνουν αναγκαστικά στη χώρα από τις καταστροφές που προκάλεσε η Δύση στη γειτονιά μας, μείνουν εδώ και αλλοιώσουν το πολύτιμο DNA των προσκυνημένων. Δεν είναι μια κοινωνία που τρέφει συλλογικές προσδοκίες.
Έτσι επιστρέψαμε στην έρημο του ιδιωτικού, στην επικράτεια της πελατειακής πολιτικής μέσα σε ένα σύννεφο αποσιώπησης του πραγματικού και του πολιτικού. Και το κόμμα που κερδίζει είναι αυτό που εκπροσωπεί το σύνολο πλέον της πελατειακότητας, σε βάρος του κράτους δικαίου. Η νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να ξαναστήσει και πάλι τον δεύτερο πόλο της πελατειακότητας για να μπορεί να γίνεται ένα πιο δημοκρατικοφανές παιχνίδι. Όσο για τη δημοκρατία, αυτό που άκουσα από έναν όψιμο ψηφοφόρο της ΝΔ του ‘23 και πρώην κεντροαριστερό, συνοψίζει την παρακμή της σαν κοινωνικό πρόταγμα τέλεια: «Ε, είναι υπερτιμημένη η δημοκρατία». Και αυτό ας γραφτεί στην ταφόπλακα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.