ΑΘΗΝΑ
00:26
|
17.04.2024
'Δουλειά των Επιστημόνων είναι να λύνουν τα προβλήματα', μεταξύ των οποίων και το πρόβλημα του ρατσισμού στον ίδιο τον επιστημονικό χώρο.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Η επιστήμη έχει ένα πρόβλημα ρατσισμού.

Δεν είμαστε εμείς κακοπροαίρετοι ιδεολογικά παρατηρητές και καταναλωτές των γεγονότων και των συνεπειών τους που το υποστηρίζουμε. Το ότι η επιστήμη έχει ένα ρατσιστικό πρόβλημα το διαπιστώνει, το παραδέχεται και το διατρανώνει σε πρόσφατο κύριο άρθρο του ένα από τα πιο έγκριτα επιστημονικά περιοδικά των ΗΠΑ, το Cell. Το επιστημονικό περιοδικό κάνει και τη δική του αυτοκριτική, με αφορμή  την διπλή ευκαιρία που παρουσιάσθηκε για έναν βαθύτερο στοχασμό γύρω από τα όρια και την αποστολή της επιστημονικής έρευνας μετά  τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά και την ιδιαίτερα φονική τροπή που έλαβε η  πανδημία του κορωνοϊού στις ΗΠΑ. Η συντακτική ομάδα του περιοδικού διατυπώνει το δικό του mea culpa και συνάμα υπόσχεται σε ό, τι αφορά τις μελλοντικές εκδόσεις του να διορθώσει την υποεκπροσώπηση συνεργατών από άλλες εθνοτικές -φυλετικές ομάδες, αλλά και να πολεμήσει για ίσες ευκαιρίες τους στην έρευνα, όπως και στα οφέλη από την εφαρμογή της στην κοινωνία. 

Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η πανδημία αποτέλεσε ένα καθοριστικό ορόσημο κι αφορμή για να σκεφθούν οι επιστήμονες κι οι κοινωνίες ποιά είναι η αποστολή κι ο ρόλος της έρευνας και των θεσμών που την εκπροσωπούν –ιδιωτικών τε και διεθνών, πολυμερών–στη ζωή των ανθρώπων και εάν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του συνόλου, ή αποτελεί έναν από τους βραχίονες του καταναλωτισμού και του οικονομικού και πολιτικού ελέγχου σε μικρο-και μακροσκοπική κλίμακα. 

Πέρα από τα ίσαμε τώρα διατυπωμένα “ευχολόγια” από τον ΠΟΥ, την ΕΕ, ή επιμέρους επιστημόνων ερευνητών.

Η αντίδραση του Cell, είναι η πρώτη που θέτει, έστω και δειλά και ακροθιγώς, έστω και αργά, το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, καταγγέλλοντας τον “έκδηλο και συστηματικό ρατσισμό”, που μπορεί κι ευδοκιμεί  “χάρη στην επιδημία άρνησης του αναπόσπαστου ρόλου που παίζει κάθε μέλος της κοινωνίας στην υποστήριξη του status quo”.  Το περιοδικό υπενθυμίζει πως δουλειά των επιστημόνων είναι “να λύνουν προβλήματα. Ας πάμε κατευθείαν στον πυρήνα του ζητήματος να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα. “

Το περιοδικό Cell ξεκινά από μία αυτοδιαπίστωση που γίνεται αυτοκριτική: “το περιοδικό μας, που ασχολείται με τη δημοσίευση και διάδοση συναρπαστικών εργασιών στον τομέα των βιολογικών επιστημών, αποτελείται από 13 επιστημονικούς συντάκτες. Κανένας από εμάς δεν είναι μαύρος. Αλλά η υποεκπροσώπηση των μαύρων επιστημόνων υπερβαίνει την ομάδα μας: αφορά τους συγγραφείς μας, τους κριτικούς και τη συμβουλευτική επιτροπή”. Η απλή παραδοχή, όμως, ότι “το περιοδικό είναι μια αντανάκλαση των επιστημονικών ιδρυμάτων”, μολονότι αληθινή, δεν επιλύει το πρόβλημα, εάν δεν υπάρξει ριζική αλλαγή και δεν πρυτανεύσει ως πρωταρχικός στόχος η εξάλειψη κάποιου ποσοστού από την κατάφωρη τούτη αδικία και μονομέρεια.

Το ότι “η επιστήμη έχει ένα πρόβλημα ρατσισμού” αφορά επίσης και την επίσημη ιστορία της ανθρώπινης γενετικής, ένα πεδίο που έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα ως επιστημονικό θεμέλιο για να επικαθορισθεί και να αναδειχθεί η πρωτοκαθεδρία των ανθρώπινων «φυλών» και για να υποστηριχθούν και δικαιολογηθούν οι αποφάσεις (επιστημονικές, κοινωνικές, πολιτικές) που προάγουν τις υποτιθέμενες “εγγενείς” ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων από διαφορετικές “ράτσες”, για να δικαιολογηθεί η “φυσική τάξη πραγμάτων”. 

Το περιοδικό εξάλλου υπενθυμίζει με τον πλέον δραματικό τρόπο το πόσο η ίδια η επιστήμη εξακολουθεί να είναι ρατσιστική, μέσα από τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις “υποδεέστερες” φυλές, ή εν γένει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα για να διεξάγει την έρευνά της και να εξάγει τα συμπεράσματα της. Ακόμη έναν από τους τρόπους που η επιστήμη ήταν – και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να είναι – ρατσιστική συνιστά κι η  εκμετάλλευση των μαύρων “υποκειμένων” στην έρευνα. Το περιοδικό δεν διστάζει να δώσει ένα εντυπωσιακό και συνάμα φρικιαστικό παράδειγμα: “τον τεράστιο όγκο της προηγούμενης και της τρέχουσας επιστημονικής έρευνας που κατέστη δυνατή από τα κύτταρα που είχαν κλαπεί πριν από δεκαετίες από την Henrietta Lacks, μια μαύρη γυναίκα που έπασχε από καρκίνο”. Και δεν είναι το μόνο παράδειγμα: αρκεί να συλλογισθούμε την πολύκροτη αλήστου μνήμης μελέτη του Tuskegee για τη σύφιλη, η οποία ιδιοτελώς εξαπάτησε τον μαύρο πληθυσμό που ελήφθη ως δείγμα κι ενώ από την έναρξή της, το 1932 επρόκειτο να διαρκέσει μόλις έξι μήνες, συνεχίσθηκε ίσαμε την αποκάλυψή της (και την κατακραυγή που αυτή προκάλεσε) το 1970. Κι επιπλέον  σκόπιμα αρνήθηκαν οι ερευνητές, οι θεσμοί κι οι αρχές που καθόριζαν την έρευνα να παράσχουν την κατάλληλη θεραπεία για εκατοντάδες μαύρους, τους κατεξοχήν δικαιούχους των ωφελημάτων από τα πορίσματα και τα φαρμακευτικά-θεραπευτικά επιτεύγματα της μελέτης.

Με εφαλτήριο αυτές τις αναφορές, το Cell καλεί όλους μας να σκεφθούμε αδρότερα τον ρόλο που διαδραματίζει η  φυλή και το ανήκειν σε αυτή, ή θα λέγαμε εμείς η ευρύτερη κοινωνική κατάσταση,  στα ζητήματα συναίνεσης, αυτεξούσιου, ιδιοκτησίας και χρήσης των πορισμάτων της έρευνες, ιδιαίτερα δε τα θέματα της  ιατρικής δεοντολογίας και ηθικής, όπως και  και τις σχετικές παραβιάσεις τους. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα θα προσθέταμε των παράνομων δοκιμών της Pfizer στη Νιγηρία, ή του ΑΖΤ σε εγγύους στο Μαλάουϊ στα τέλη του ‘90.

Δε χρειάζεται καν να σταθούμε στο παράδειγμα των τεστ θεραπειών, φαρμάκων, εμβολίων στην Αφρική, μία ήπειρο που λόγω της φτώχειας στην οποία την έχει καταδικάσει η δυτική αποικιοκρατία κι εκμετάλλευση, έχει υποβαθμισθεί στο εργαστήριο κι οι άνθρωποί της στα πειραματόζωα της ιατρικής και της επιστήμης. Πλήθος είναι τα βιβλία, τα μυθιστορήματα κι οι κινηματογραφικές ταινίες που αναδεικνύουν ανατριχιαστικά το θέμα τούτο σε “κοινό τόπο”. Τόσο κοινό, που καταντά φυσιολογικό και κανένας δεν κάνει το παραμικρό για να το αλλάξει! Από πολύ παλιά διαπιστώνεται ερευνητικά και στατιστικά πως αξεπέραστα εμπόδια, είτε οικονομικής φύσης, ή λόγω στέρησης υποδομών, συντονισμού, κινήτρων, είτε εξαιτίας της μονοπωλιακής πολιτικής και κυρίως λόγω έλλειψης εκπαίδευσης (βασικής όσο και πανεπιστημιακής), η αφρικανικές χώρες αποκλείονται από την χάραξη και την πραγμάτωση των επιστημονικών γραμμών της έρευνας και του συντονισμού της, ακόμη και σε τομείς και για ασθένειες που την αφορούν άμεσα. Ιδιαίτερα η τρέχουσα πανδημία ανέδειξε την ανάγκη να συμπεριληφθούν κι οι αφρικανικές χώρες στις έρευνες για το εμβόλιο, ή για την ανάπτυξη μίας κατάλληλης θεραπείας. Φυσικά,όχι με τον συνήθη τρόπο: λειτουργώντας μόνον ως πάροχοι για πειραματόζωα για να δοκιμασθούν τα φάρμακα που θα οφελήσουν μόνον τους ‘πλούσιους’ λευκούς.

Αλλά, ούτε κι αυτό είναι το μόνο στοιχείο των ανισοτήτων, που κτυπά αδιάκριτα φτωχές και πλούσιες χώρες: ο ρατσισμός στην επιστήμη εκδηλώνεται επίσης “στην ακραία ανισότητα γενετικών και κλινικών βάσεων δεδομένων που έχουν δημιουργήσει οι επιστήμονες”, όπως διαπιστώνει και το Cell. H  συντριπτική πλειονότητα των δεδομένων αφορά λευκούς, των οποίων οι ασθένειες είναι πολύ πιο μελετημένες και κατανοητές από αυτές των μαύρων. Το δικαίωμα στην υγεία, τόσο στην Αμερική όσο και αλλού, υπονομεύεται από τον ρατσισμό. Για να το συνειδητοποιήσουμε αυτό – το Cell συνεχίζει – απλώς διαβάστε “τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις ανισότητες στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα στα νοσοκομεία σε ολόκληρη τη χώρα, που αναδεικνύονται από την τρέχουσα πανδημία: ας αναρωτηθούμε γιατί οι μαύρες γυναίκες έχουν πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες από τις λευκές γυναίκες να πεθάνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης , ή γιατί τα μαύρα παιδιά

έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν από τα λευκά παιδιά που γεννιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η υγεία των μαύρων δεν ήταν ποτέ η προτεραιότητα”. Επισημάνσεις, που πλήθος άλλα δημιοσιεύματα στη διάρκεια της πανδημίας τεκμαίρουν με τρόπο εύγλωττο και καταλυτικό, τόσο από τις δημοσιεύσεις επιστημονικών ιδρυμάτων, όσο κι από τις αναπαραγωγές τους σχεδόν σε όλα τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης που προβάλλουν ότι στατιστικά ένας μαύρος Αμερικανός έχει τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνει από έναν λευκό. Όπως επιγραμματικά τονίζουν κι οι Los Angeles Times, oι μαύροι Αμερικανοί είτε από κορωνοϊό, είτε από την αστυνομική βία, πεθάνουν, πάλι δεν θα έχουν δυνατότητα αυτόβουλης επιλογής κι ευκαιριών

Οι ευθύνες της Επιστήμης και των υπηρετών της

Ο ιός του ρατσισμού μολύνει την επιστήμη με πολλούς  τρόπους: “τα λογής επιστημονικά ιδρύματα,  η επιστημονική εκπαίδευση και οι μετρήσεις που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της επιστημονικής επιτυχίας έχουν επίσης πρόβλημα ρατσισμού”, διαπιστώνει το Cell. Ωστόσο, η διαπίστωση της εγγενούς αδικίας και της μονομέρειας με την οποία η επιστημονική έρευνα ασχολείται, από ποιούς και πως εκπορεύεται  και το πού και σε ποιούς απευθύνεται, η βαθύτερη σχέση της επιστήμης με το ιδανικό της δημοκρατίας και της κοινωνικής ισότητας, μπορεί μεν να ήλθε ηχηρά στο προσκήνιο μετά την κρίση του κορωνοϊού και τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, εντούτοις υπάρχει ως φλέγον ερώτημα για πολλές δεκαετίες. 

Ειδικά (κι ας μου επιτρέψετε να επικαλεσθώ τη δική μου μελέτη, βάσει του διδακτορικού μου τίτλου όπως και την ισπανική έκδοση Que es el significado? El lenguaje de la ciencia por los mass media, ed. Udad Vigo), o πολλαπλασιασμός των “πληροφοριών” για τα επιστημονικά επιτεύγματα, που γίνεται με τρόπο, όχι πλέον εκλαϊκευμένο, αλλά κατά το μάλλον, ή ήττον απλουστευτικό και με έμφαση στον εντυπωσιασμό μίας “νέας ανακάλυψης”, τεχνικού και πρακτικού ως επί το πλείστον χαρακτήρα”, οδηγεί –πέρα από την εισαγωγή νεολογισμών στο καθημερινό λεξιλόγιο, που συχνά διαστρέφουν την αρχική έννοια–μία γενικευτική αντίληψη, ίσως και μεταφυσική και αποκαλυπτική, της εικόνας της επιστήμης και του ρόλου της, αυξάνοντας αντί να μειώνει το χάσμα ανάμεσα στον επιστήμονα και το κοινό, ορίζοντας μία σχέση τεχνοκράτη – πολίτη.

Ιδιαίτερα σε συγκυρίες όπως η τωρινή, ο στοχασμός πάνω σε αυτά τα όρια και τον κοινωνικό ρόλο της επιστήμης, διαστρέφονται–σε μέγα βαθμό τη συνεργεία και των μαυλιστικών μέσων ενημέρωσης–ενώ ταυτόχρονα διαστρέφεται και η στοχοθεσία κι οι προτεραιότητες της έρευνας. Αίφνης, τα επιστημονικά ιδρύματα και οι εταιρείες, που συχνά τα χρηματοδοτούν και τα χρησιμοποιούν για τις έρευνες και τα προϊόντα τους, δημιουργούν έναν “πατερναλισμό” πάνω σε ολόκληρη την κοινωνία, προωθώντας έναν “μεθοδολογικό ατομισμό” και “εννοιολογική γενίκευση” της κατάστασης (πχ, οι όροι ομπρέλα για τις ασθένειες, τα φάρμακα κλπ), που κλώθουν ένα μυστήριο τεχνικής ορολογίας και συνθηκών, το οποίο κατόπιν αυξάνει το “χάσμα” ανάμεσα στο κοινό και τους τεχνοκράτες επιστήμονες. Αυτή η “εκμάγευση”, όπως θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ, αυξάνει με την ψυχολογική πίεση την “υποταγή στη γνώση” των επαϊόντων, δημιουργεί διαρκώς “προσδοκίες”, που βασίζονται στο σύμπλεγμα κατωτερότητας του απλού ανθρώπου απέναντί τους και τελικά “παραίτηση” μπροστά στην παντοδυναμία της επιστημονικής έρευνας και στην εφαρμογή της σε πολιτικό – κοινωνικό επίπεδο. Το κοινό κρέμεται από τα χείλη, πχ του Τσιόδρα, που τον καθηλώνει με την επιστημονική εκφορά ενός λόγου, που δεν τον διαφωτίζει–μιας κι η εκπαίδευση, που επειδή ακριβώς με κοινωνικά κριτήρια και οικονομικό γνώμονα βασίζεται στην εξειδίκευση και την κατάρτιση δεν παρέχει επαρκείς “εγκυκλοπαιδικές” τρόπον τινά βάσεις, ή εφόδια κριτικά και λεξιλογικά για την κατανόηση του επιστημονικού περιεχομένου. Για να κάνει κάποιος επιστήμη, αλλά και για να την κατανοήσει χρειάζεται ικανότητες να παρατηρεί και να κρίνει αμερόληπτα, ώστε να διατυπώνει  όσο μπορεί αντικειμενικές υποθέσεις και συμπεράσματα. Κατόπιν χρειάζεται ικανό λεξιλόγιο, ώστε να διαχειρίζεται συστηματικά τις εμπειρικές αναφορές των δεδομένων και τη σημασία των μετρήσεων–ιδίως όταν πρόκειται για στατιστικές των επιδημιολόγων–και ιδιαίτερα γνώση των όσων έχουν ήδη ανακαλυφθεί στην επικράτεια της επιστήμης κι αποτελούν τεκμήρια εγκυρότητας κι όχι επικοινωνιακά πυροτεχνήματα (τύπου βρέθηκε το φάρμακο για όλους τους καρκίνους, τη φαλάκρα, ή ότι η χλωρίνη αν καταπωθεί προστατεύει από τον κορωνοϊό. Ιδίως δε,η χρήση των μετρήσιμων και στατιστικών πορισμάτων, θα πρέπει να διαπιστώνεται για ποιούς σκοπούς χρησιμοποιούνται και προς όφελος ποιών. Η επιδημιολογία δεν είναι μόνο καταμέτρηση και συχνότητες, αλλά υπεισέρχεται και σε ανθρωπολογικούς και πρωτίστως κοινωνικούς παράγοντες. Η απόλυτη επικράτηση της τεχνοκρατικής (δια)κυβέρνησης της τελευταίας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης (που πραγματώθηκε με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο συγκριτικά με τη σχετική απόπειρα στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης 2008-2018, όπου υπήρξε κοινωνική αντίδραση απέναντι στους τεχνοκράτες πολιτικούς) κατέστη δυνατή γιατί δεν είναι σαφές “ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις: ο επιστήμονας, ή ο πολιτικός;” Ποιός επιτάσσει και ποιός διατάσσει, ποιός συμβουλεύει και ποιός εκτελεί, να κλεισθούμε στα σπίτια, να επιταχθούν νοσοκομεία, να λειτουργήσουν επιχειρήσεις και ποιές, πού να δωθεί σημασία και χρήμα; Ποιός εκθέτει επιχειρήματα, ποιός αποφάσεις, ποιός προτάσσει δεδομένα και ποιός τα επεξεργάζεται;

Αυτή η πόλωση ανάμεσα στους επιστήμονες και την κοινωνία, βάσει τους σχήματος ειδικός >αδαής, μεταφέρεται ιδιαίτερα στις μέρες μας εντός της ίδιας της ιατρικής: ένας “χαρτογιακάς”, white collar, επιστήμονας/ στατιστικολόγος και ο “πληβείος” χειρώνακτας γιατρός, ή νοσηλευτής (blue collar), που μοχθεί στο πεδίο της δράσης και βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος (και εργασιακά, όπως αποδεικνύεται στο τέλος). Η πόλωση τούτη αυξάνεται όταν ιδίως οι υπεύθυνοι των αποφάσεων, ειδικοί της δημόσιας υγείας αποδεικνύονται περισσότερο οικονομολόγοι και μάνατζερς, που νοιάζονται πιότερο για τα στατιστικά μεγέθη που επηρεάζουν την “οικονομία της υγείας”, η οποία συνάμα απασχολεί και την πολιτική ηγεσία και τις αποφάσεις της–που συνήθως ταυτίζονται με την οικονομία, πιο πολύ από την υγεία.

Η στάση τούτη συσκοτίζει τους διάφορους, εσωτερικούς ανταγωνισμούς (που τους είδαμε ολοκάθαρα στις διαμάχες του ΠΟΥ με κυβερνήσεις, στην “άμιλλα” των εταιρειών για φάρμακα, εμβόλια, αγωγές, οικονομικά ωφέλη), μέσα από τη διαμόρφωση προτύπων, βιοτικών και γνωσιακών, προάγοντας μία “αγοραία γνώση” και μία “λαϊκή ψυχολογία” ( folk psychology), που επιβάλλονται και ανακυκλώνονται, έτσι ώστε ο απλός άνθρωπος να αισθάνεται ευγνώμων στον “επιστήμονα-φιλάνθρωπο”. Αλλά και στην “κυβέρνηση -φιλάνθρωπο”, υπό τη σκέπη της οποίας τίθεται de facto η επιστημονική έρευνα, που όχι μόνον χρησιμοποιεί άμεσα τα πορίσματά της για να εφαρμόσει τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά παράλληλα επωφελείται από την τομεακή συγκρότησή της για να εφαρμόσει τα μοντέλα της στον σημερινό καταμερισμό εργασίας του γνωσιακού εργαζόμενου, την διεύρυνση της τεχνικής ως μέσου, την ορθολογική οργάνωση της εργασίας και των τομέων της, τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των προσανατολισμών και των στόχων του, μέσα σε ένα πλαίσιο “ηθικής ουδετερότητας” για τους σκοπούς που εξυπηρετεί. 

Τούτη δε, η “ηθική ουδετερότητα” αποτελεί ίσως το φύλο συκής για τη χειραγώγηση (πάντα για πολιτικούς κι εμπορικούς σκοπούς) της εννοιας και του σκοπού της επιστήμης. Η έννοια της “ουδετερότητας” έχει πάντοτε σχέση με τη σημασία της “επιλογής”, ή καλλίτερα της “εκλογής” κάποιου να τηρήσει αυτή τη στάση, εν προκειμένω να μην (;) πάρει θέση. Βέβαια, η “εκλογή” ποτέ δεν είναι ουρανοκατέβατη, ούτε και το προϊόν μίας επιφοίτησης, αλλά είναι μία “κοινωνική” και με συγκεκριμένα κριτήρια επιλογή. Η παραίτηση του επιστήμονα, αλλά κι εν γένει του καταρτισμένου “γνωσιακού εργάτη” από την προσπάθεια να επηρεάσει τη διαμόρφωση και τη λήψη των αποφάσεων, ισοδυναμεί και με αποστασιοποίησή του από την διαμόρφωση “αξιών”. Κι ως γνωστόν οι “αξίες” είναι “τελεολογικού τύπου” τείνουν πάντοτε προς ένα σκοπό. Τον σκοπό τούτο δεν μπορεί να τον αγνοεί κανείς και να καλύπτεται πίσω από μία “ουδετερότητα”, μία στράτευσή του μόνον στην επιστήμη κι όχι στην χρήση της για το κοινό καλό. Γιατί, καλά μεν τα δάκρυα του Τσιόδρα για τους ηλικιωμένους στις ΜΕΘ, όμως ποτέ ο ίδιος δεν πήρε θέση για τους λόγους, κυρίως κοινωνικούς, που οι ηλικιωμένοι, ή κάποιες ομάδες έχουν περισσότερα υποκείμενα νοσήματα και γιατί, ποιές οι συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές), ποιοί άλλοι παράγοντες (εργασία, περιβάλλον, εργασιακή κι οικονομική αβεβαιότητα κι άγχος) τις προκάλεσαν, εάν υπήρχε πρόσβαση και δυνατότητα οικονομικη γι’ αυτή  σε υποδομές, φάρμακα, θεραπείες.

Πέρα από τη συγκίνηση και τη συμπάθεια, ο ίδιος δεν τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης του ΕΣΥ, υπέρ της κοινωνικής ένταξης των Ρομά, των Πομάκων, τη μέριμνα για τους ηλικιωμένους που περνά από τις συντάξεις, την υγειονομική περίθαλψη κλπ. Το γεγονός ότι κάποιοι συνάδελφοί του κι αυτός συναινούσαν στη λύση “να κλεισθεί ο πληθυσμός στα σπίτια”, αντί να ‘απαιτήσει’ να ανοίξουν περισσότερα νοσοκομεία, να επιταχθούν κι όχι απλώς να επιδοτηθούν ιδιωτικές κλινικές και προσωπικό τους, να δωθούν κονδύλια για περισσότερο ιατρικό υλικό (και τώρα και για το μέλλον) να ενισχυθούν δομές σε απομακρυσμένες περιοχές και νησιά, κάνει ανεπαρκή την επιστημονική τους ουδετερότητα. Τόσα χρόνια, οι στατιστικές κι οι μελέτες της επιδημιολογίας δεν υπήρξαν παρεμβατικές υπέρ της δημόσιας υγείας και μάλλον δεν μέλλει να είναι –πάρεξ της καλλίτερης οργάνωσης του ελέγχου και των περιοριστικών μέτρων, κι όχι τις ουσιαστικής προφύλαξης του πληθυσμού.

Αναφορικά με τους Αφροαμερικανούς και τον συστημικό και διαρθρωτικό ρατσισμό, το Cell, διασαλπίζει –απηχώντας εάν κάποιος θέλει να κάνει μία μεγαλύτερη αφαίρεση τη θέση του Μαρξ στο Αντι-Ντήρινγκ για τους φιλοσόφους–πως “μέχρι στιγμής, ο ακαδημαϊκός και επιστημονικός κόσμος δεν έχει κάνει αρκετά για να αντιστρέψει την πορεία αυτή: “ήρθε η ώρα για ανανέωση””. Ο ρατσισμός είναι και αυτός μία μορφή κοινωνικής διάκρισης κι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ένα γενικό κι όχι μόνο φυλετικό χαρακτηριστικό. 

Δεν είναι τυχαίο που ο Τόμας Χομπς, ο θεωρητικός του κράτους Λεβιάθαν, της εκχώρησης δηλ. ελέω φόβου στους ηγεμόνες των προσωπικών και κοινωνικών ανθρώπινων ελευθεριών με αντάλλαγμα την ασφάλεια–κάτι που έκανε να απορεί και τον La Boetie–πρωτοέκανε λόγο για μία New Civil Science. Βέβαια, αναφερόταν με αυτόν τον, θετικής σημασίας, όρο στη δημιουργία μίας νέας κοινωνικής επιστήμης που θα θεμελιωνότανε πάνω στο αυστηρό και τέλειο νομολογικά μοντέλο της γεωμετρίας, με τον άνθρωπο να ταυτίζεται με τη μηχανιστική φαινομενολογία του Σύμπαντος. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρόθεση του Χομπς κατ’ αναλογίαν με την επίσης ευμενή απαίτηση του David Hume για την “αναγωγή της πολιτικής στην επιστήμη”, εφαρμόζονται μεν, αλλά με δυσμενή για την κοινωνία εξέλιξη και τρόπο, ως ένα μέσο αποτελεσματικού ελέγχου, εκμαυλισμού και χειραγώγησης, με όργανα την εμπειρική μεθοδολογία, τον πολιτικό “ρεαλισμό”, την ψυχολογική μόχλευση των δεδομένων, την ανθρωπολογική (μέσα από την μεταβολή του νοήματος των χειρονομιών, των συνηθειών και του πολιτισμού) και συναισθηματική εκμετάλλευση των ανθρώπων.

Μέσα από την διαβολή της σχέσης της επιστήμης με την κοινωνία ανατρέπεται ο μύθος πως η επιστημονική επανάσταση (όπως νοείται από τις τεχνολογικές εφαρμογές της στην καθημερινή κατανάλωση) έχει προκαλέσει και την “δημοκρατική επανάσταση”. Οι έννοιες κι οι σχέσεις έχουν αντιστραφεί: το συνωμοσιολογικό σενάριο ότι ο ιός είναι ανθρώπινο δημιούργημα in vitro έχει προλειάνει, μέσω του φόβου και του πολιτικά εκπορευόμενου “ελέους”, το έδαφος για τον ανθρώπινο έλεγχο και την καταπίεση. Πάλι ορθώνεται ένας ανορθολογικός αποτροπιασμός για την επιστήμη , που ο πολιτικός και θρησκευτικός φανατισμός προάγει για να αμαυρώσει και κλονίσει την πίστη στην γνώση της επιστήμης, την οποία θεωρεί ως φορέα της αποκάλυψης. Που σε αυτό συμβάλλει κι η ίδια η κοινωνία με την ατολμία της να διεκδικήσει την Κοινωνική Λειτουργία της. Μίας λειτουργίας που κύριο μέλημά της είναι η μάχη ενάντια στην αλλοτρίωση, μέσα από αναλυτική εξέταση των πληροφοριών, τη διασταύρωσή τους ανάμεσα στους διάφορους τομείς της γνώσης (που αγκαλά αυτόνομοι, ποτέ δεν είναι ωστόσο αποκομμένοι), με γνώμονα πάντα τη μεγάλη Αλλαγή στην ανθρώπινη κοινωνία. Δηλαδή, για μία καθαρά πολιτική-κοινωνική επιλογή, που έχει να κάνει με τη βελτίωση του ανθρώπινου γένους και την προκοπή του, στο οποίο η βασική παράμετρος της επιστήμης–η  μάθηση–αποτελεί τον βασικό άξονα. Όπως τονίζεται στο άρθρο στο Cell και στο οποίο μάλλον όλοι συμφωνούμε  “είναι σχεδόν βέβαιο πως θα κάνουμε λάθη. Αλλά η σιωπή δεν είναι και δεν θα έπρεπε ποτέ να ήταν μια επιλογή. Η επιστήμη έχει ένα πρόβλημα ρατσισμού. Οι επιστήμονες όμως είναι άνθρωποι που λύνουν τα προβλήματα. Ας πάμε στον πυρήνα του προβλήματος”. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα