Το Zoom παραδέχτηκε ότι απενεργοποίησε τους λογαριασμούς ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα καθ’ υπόδειξην της Κινεζικής κυβέρνησης και άφησε να εννοηθεί ότι θα συνεχίσει να μπλοκάρει τηλεδιασκέψεις τις οποίες το Πεκίνο χαρακτηρίζει παράνομες.
Χθες, Πέμπτη 11/06, η πλατφόρμα τηλεδιασκέψεων που είδε τη δημοφιλία της να εκτοξεύεται στις μέρες της καραντίνας, κατηγορήθηκε για παρέμβαση στους λογαριασμούς τριών ακτιβιστών που πραγματοποίησαν διαδικτυακές συγκεντρώσεις για την επέτειο της σφαγής της Τιενανμέν και για την κρίση στο Χονγκ Κονγκ.
Το Zoom απάντησε λέγοντας ότι μέσα στο Μάιο και κατά τις πρώτες μέρες του Ιουνίου η κινεζική κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με τους υπεύθυνους της πλατφόρμας με αφορμή τέσσερις τηλεδιασκέψεις για την Τιενανμέν που δημοσιεύθηκαν και διαμοιράστηκαν στα social media:
“Η κινεζική κυβέρνηση μας εηημέρωσε ότι αυτού του είδους οι δραστηριότητες είναι παράνομες στην Κίνα και ζήτησε να τερματιστούν οι τηλεδιασκέψεις και να κλείσουν οι λογαριασμοί. Εμείς από την πλευρά μας δεν παραχωρήσαμε καμία πληροφορία για τους χρήστες, ούτε παραδώσαμε το περιεχόμενο των τηλεδιασκέψεων στους Κινέζους αξιωματούχους. Δεν έχουμε ‘παραθυράκια’ που να επιτρέπουν σε κάποιον να παρακολουθεί μια τηλεδιάσκεψη χωρίς ο ίδιος να είναι ορατός”.
Η δήλωση εγείρει ερωτηματικά σχετικά με τη στάση του Zoom και την ‘υπακοή’ του στις εντολές του Πεκίνου, ειδικά από τη στιγμή που η πλατφόρμα είναι ανοιχτή και ελεύθερη στην Κίνα, αντίθετα με όλα τα δυτικά social media. Επίσης -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- η εταιρεία δεν έχει διευκρινίσει με βάση ποια νομοθεσία κρίθηκαν παράνομες δραστηριότητες που διοργανώθηκαν έξω από τα σύνορα της Κίνας.
Το Zoom δήλωσε μόνο ότι δεν έχει τη δυνατότητα να παρέμβει σε μια τηλεδιάσκεψη και να μπλοκάρει συμμετέχοντες από συγκεκριμένες χώρες, οπότε τερμάτισε ολόκληρες τις τηλεδιασκέψεις. Τις τρεις από τις τέσσερις που ζήτησε το Πεκίνο. Στην τέταρτη, σύμφωνα με την εταιρεία, δεν συμμετείχε κανείς από την ηπειρωτική Κίνα. Στη συνέχεια, το Zoom απενεργοποίησε και τους λογαριασμούς των διοργανωτών των συγκεκριμένων online events.
Ο Λι Τσόικ Γιαν, ακτιβιστής που ζει στο Χονγκ Κονγκ και διοργανώνει κάθε χρόνο την ολονυχτία στη μνήμη των θυμάτων της Τιενανμέν είδε τον λογαριασμό του να καταργείται λίγα λεπτά πριν την έναρξη μιας συνομιλίας με θέμα τη νέα νομοθεσία που επέβαλε η Κίνα στο Χονγκ Κονγκ. Χαρακτήρισε την κίνηση του Zoom “ντροπιαστική” και πράξη “πολιτικής λογοκρισίας”. Λίγες μέρες αργότερα ο λογαριασμός του ενεργοποιήθηκε ξανά, αλλά, όπως είπε “το Zoom συνεχίζει να προσκυνάει την κυβέρνηση της Κίνας”.
Ο Τσόικ, που άνοιξε λογαριασμό στο Zoom “για να μπορούν να μηνύματά μου να φτάνουν στην Κϊνα, παρακάμπτωντας τη λογοκρισία του ΚΚΚ”, έκλεισε τον λογαριασμό του και διεκδικεί αποζημίωση από την πλατφόρμα.
Το Zoom, πάντως, ξεκαθάρισε ότι στο εξής δεν θα επιτρέπει στην Κίνα να επηρεάζει ανθρώπους και γεγονότα που λαμβάνουν χώρα έξω από τα σύνορά της, αλλά θα αναπτύξει το λογισμικό της έτσι ώστε να μπορεί να μπλοκάρει μεμονωμένους χρήστες εντός Κίνας.
Η αιτιολόγηση της εταιρείας είναι ότι “με αυτόν τον τρόπο θα μπορούμε να συμμορφωνόμαστε με τις τοπικές αρχές όταν εντοπίζουν δραστηριότητα που θεωρείται παράνομη εντός των συνόρων τους. Ταυτοχρόνως, θα μπορούμε να προστατεύουμε τις συνομιλίες για τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, έξω από τη χώρα. Ελπίζουμε ότι κάποια μέρα οι κυβερνήσεις που χτίζουν σύνορα για να αποκόψουν τους πολίτες τους από τον υπόλοιπο κόσμο, να συνειδητοποιήσουν ότι λειτουργούν ενάντια στο ίδιο τους το συμφέρον, όπως κι ενάντια στα δικαιώματα των πολιτών τους και της ανθρωπότητας”.
Σήμερα, Παρασκευή 12/06, η Χουά Τσουνίνγκ, εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, ενημέρωσε τα media ότι δεν είχε γνώση των λεπτομερειών της συγκεκριμένης υπόθεσης.
Στις ΗΠΑ, ενώσεις νομικών και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα καταδικάζουν τις κινήσεις του Zoom. O Αμερικανός γερουσιαστής Τζος Χόλεϊ ζήτησε δημοσίως από τον Έρικ Γιούαν (είναι ο -δισεκατομμυριούχος πλέον- ιδρυτής του Zoom και είναι Κινεζοαμερικανός) να πάρει μια ξεκάθαρη θέση. Όπως του είπε χαρακτηριστικά: “Διάλεξε πλευρα: Αρχές του δικαίου και ελευθερία του λόγου ή γρήγορο κέρδος και λογοκρισία”.
Με πληροφορίες από The Guardian.com.