Η σταδιακή άρση του lockdown στις ΗΠΑ σήμανε και την επανέναρξη του προεκλογικού αγώνα. Αυτό συνέπεσε με το νέο επεισόδιο του Russiagate, δηλαδή της φημολογούμενης ανάμειξης της Ρωσίας στα εσωτερικά των ΗΠΑ και δη της εκλογικής μάχης. Σύμφωνα με εκτενές ρεπορτάζ των New York Times, μονάδα της υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών της Ρωσίας, της διαβόητης GRU, πλήρωνε μαχητές των Ταλιμπάν για να σκοτώνουν Αμερικανούς στρατιωτικούς στο Αφγανιστάν.
Όπως ήταν αναμενόμενο η είδηση αναμόχλευσε τις φημολογούμενες σχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ με τη Ρωσία, αφού σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν ενήμερος για την επιχείρηση και προτίμησε να μην αντιδράσει, θεωρώντας τη fake news. Μέσα και άνθρωποι γύρω από τον Τραμπ βγήκαν αμέσως στην αντεπίθεση προσπαθώντας να αποδομήσουν το ρεπορτάζ. Τα βασικά σημεία στα οποία στάθηκαν ήταν ότι:
- Οι νεκροί Αμερικανοί στρατιωτικοί στο Αφγανιστάν ήταν ελάχιστοι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο και κανένας θάνατος τους δεν σχετίζεται με κάποια πιθανή ενέδρα κυνηγών κεφαλών.
- Οι πληροφορίες έχουν αντληθεί από ανακρίσεις κρατουμένων Ταλιμπάν και η ιστορία έχει δείξει ότι οι enhanced interrogation techniques που ασκούνται σε τέτοιες περιπτώσεις δεν συνηθίζουν να δίνουν αξιόπιστες πληροφορίες.
- Οι ίδιοι οι Ταλιμπάν αρνούνται να επιβεβαιώσουν τις πληροφορίες αυτές, σε μια στιγμή μάλιστα που οι ειρηνευτικές συνομιλίες με τις ΗΠΑ πάνε καλά.
Το τελευταίο σημείο είναι και το πιο βασικό και απασχολεί και τους περισσότερους σχολιαστές. Κάποιοι πιστεύουν ότι η Ρωσία θα ήθελε τις ΗΠΑ για πάντα καθηλωμένες στο Αφγανιστάν, σε μια άτυπη και σαδιστική εκδίκηση για τα εννέα δύσκολα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης στην ίδια περιοχή, όταν οι μουτζαχεντίν έπαιρναν οπλισμό και εκπαίδευση, στο πλαίσιο παρόμοιας επιχείρησης των αμερικανικώνκαι παιστανικών μυστικών υπηρεστιών. Βέβαια οι ΗΠΑ καθηλώθηκαν πράγματι και αυτές στα αφιλόξενα βουνά της κεντρικής Ασίας για σχεδόν δυο δεκαετίες και το πλήρωμα του χρόνου για μια συντεταγμένη αποχώρηση έχει έρθει προ πολλού. Σε αυτό το σημείο μπλέκεται και ο κεντρικός σχεδιασμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ο Τραμπ έχει κατηγορηθεί πολλές φορές, μερικές όχι άδικα, για αλλοπρόσαλλες πρωτοβουλίες, ασύνδετες μεταξύ τους και χωρίς σαφή μακροχρόνιο στόχο. Όμως στον πυρήνα της εξωτερικής του πολιτικής παραμένει η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή προς την Ανατολική Ασία, την Κίνα και την περιοχή γύρω από αυτή. Παρασυρόμενοι από την εμμονή του Τραμπ με την Κίνα (έγινε μέχρι και αντικείμενο ανελέητης σάτιρας ο τρόπος που προφέρει τη λέξη “China”), ξεχάσαμε ότι θεμελιωτής αυτής της πολιτικής ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα. Από την αρχή της δεύτερης θητείας του πύκνωσε τα ταξίδια του στην περιοχή, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις σχέσεις με σχεδόν κάθε χώρα περιμετρικά της Κίνας. Φιλιππίνες, Ινδονησία, Ταϊλάνδη, Μιανμάρ, όλη η πρώην Ινδοκίνα, Ιαπωνία, Κορέα (και από τις δυο πλευρές του 38ου παραλλήλου) δέχθηκαν περισσότερη προσοχή από την άλλη πλευρά του Ειρηνικού. Όσες είχαν ήδη καλές σχέσεις με τη Ουάσιγκτον, τις είδαν να συσφίγγονται, ενώ οι υπόλοιπες είδαν μιας κάποιας μορφής επίθεση φιλίας.
Ήταν το λεγόμενο “Pivot to Asia” και από τότε, αργά αλλά σταθερά η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ άρχισε να αλλάζει ρότα. Η χλιαρή αντίδραση στην Ουκρανία, τη Συρία και κυρίως η μεγάλη συμφωνία με το Ιράν, που έβαλε για πρώτη φορά μετά την Ισλαμική Επανάσταση τα θεμέλια για μια πορεία εξομάλυνσης, έδειξαν με σαφή τρόπο την προσπάθεια για σταδιακή απαγκίστρωση των ΗΠΑ από αυτές τις περιοχές. Θα έλεγε κανείς πως τα τελευταία ταξίδια του Ομπάμα ως εν ενεργεία πρόεδρος σε Αθήνα και Βερολίνο ήταν και ένα μεταφορικό “αντίο” σε αυτές τις γειτονιές.
Αυτή η σταδιακή αλλαγή πλεύσης αντιμετωπίστηκε με καχυποψία ή και αντίδραση από διάφορα κομμάτια του πολιτικού establishment. Πολλοί Δημοκρατικοί το έβλεπαν στην καλύτερη περίπτωση απλώς ως ένα παράπλευρο project που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μειώσει την πολιτική και στρατιωτική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ενώ από την άλλη σκληροπυρηνικοί Ρεπουμπλικάνοι neocons εξέγέρθηκαν, μιλώντας για επικίνδυνη και ηττοπαθή εξωτερική πολιτική που έπρεπε οπωσδήποτε να ανατραπεί μετά τις εκλογές του ‘16.
Οι Δημοκρατικοί φυσικά έχασαν αλλά δεν κέρδισαν και οι Ρεπουμπλικάνοι, τουλάχιστον αυτοί που ξέραμε. Ο Τραμπ παρά τη ρητορική που προκαλεί από αμηχανία μέχρι γέλιο, κατάφερε να συγκρουστεί σχεδόν με κάθε στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων με εμπλοκή στους τομείς της άμυνας και των εξωτερικών. Συνέχισε να δίνει βάρος στον επανακαθορισμό των σχέσεων με την Κίνα, κάνοντας ακόμα και το ένα βήμα παραπάνω με τη συνάντηση στη Σιγκαπούρη με τον ηγέτη της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, Κιμ Γιονγκ-ουν, συνέχισε την αποστασιοποίηση από τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Ευρώπη, ενώ στο καυτό θέμα του Ιράν ναι μεν έκανε τα πάντα για να ακυρωθεί η συμφωνία του 2015, όμως ήρθε και σε κάθετη σύγκρουση με όλα τα “γεράκια” στο κόμμα του. Χαρακτηριστική η αναφορά του πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας και εμβληματικού neocon, Τζον Μπόλτον στο πρόσφατο βιβλίο του ότι αμέτρητες φορές ο Τραμπ αρνήθηκε να συναινέσει σε μεγάλης κλίμακας στρατιωτικό χτύπημα εντός της ιρανικής επικράτειας.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτό debate είναι ότι στα ανώτατα κλιμάκια χάραξης της εξωτερικής πολιτικής στη Ουάσιγκτον έχουμε δυο τάσεις. Η πρώτη είναι η “παλιά φρουρά”: ποικίλων ειδών “γεράκια”, πρώην στελέχη των κυβερνήσεων Μπους, λομπίστες πετρελαϊκών εταιρειών, φίλοι του Κλίντον, μανδαρίνοι του βαθέος κράτους κτλ. Πιστεύουν ακόμα, ή θέλουν να πιστεύουν ότι ο ηγεμονικός ρόλος των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι αδιαμφισβήτητος και πρέπει να τονίζεται με κάθε (στρατιωτική) ευκαιρία. Από την άλλη, η δεύτερη τάση προτείνει μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση. Η εποχή της παντοκρατορίας θεωρείται ότι έκλεισε τον κύκλο της, που άνοιξε το 1990, καιμ δεδομένης της εισόδου σε έναν πολυπολικό κόσμο, οι ΗΠΑ πρώτα και κύρια πρέπει να ασχοληθούν με τη γειτονιά τους (Μεξικό, Καναδάς) και την άλλη όχθη του Ειρηνικού, όπου το τοπίο των συμμαχιών και των ζωνών επιρροής είναι ακόμα ρευστό. Paleocons και αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ζουν μια παράξενη συμβίωση μαζί με λομπίστες επιχειρήσεων νέων τεχνολογιών, ένα κομμάτι του χρηματοπιστωτικού τομέα κτλ.
Τις διαχωριστικές γραμμές εντός του Κογκρέσου τις βλέπουμε με διάφορες αφορμές και η υπόθεση των “Ταλιμπάν με τα ρούβλια” ήταν το τελευταίο επεισόδιο του είδους. Το θέμα συζητήθηκε εκτενώς στον λόφο του Καπιτωλίου, καθώς όλως τυχαίως το ρεπορτάζ των New York Times συνέπεσε με τη συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου για την περαιτέρω μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Γερμανία. Μια όχι και τόσο ασυνήθιστη τον τελευταίο καιρό συμμαχία Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών βουλευτών με επικεφαλής τη Λιζ Τσέινι από το Γουαϊόμινγκ (κόρη του αλησμόνητου Ντικ Τσέινι, αντιπροέδρου του Τζορτζ Μπους τζούνιορ) κατάφερε να μπλοκάρει για λίγους μήνες την αποχώρηση μερικών χιλιάδων στρατιωτών. Οι αιτιάσεις για τον ρόλο της Ρωσίας στη χρηματοδότηση των Ταλιμπάν είχαν κεντρικό ρόλο, αν και δεν εξηγήθηκε επαρκώς το γιατί. Οι συνομιλίες ΗΠΑ και Ταλιμπάν συνεχίζονται σε σχετικά καλό κλίμα και η Ρωσία μάλλον έχει πάρει την εκδίκησή της, και με το παραπάνω, για το δικό της Βιετνάμ στην περιοχή.
Παράλληλα από τις αρχές του ‘90 που έφυγαν και οι τελευταίοι Ρώσοι στρατιώτες από την επανενωμένη πια Γερμανία η ανάγκη για αμερικανική παρουσία εκεί φθίνει συνεχώς.
Συμπληρωματικά, ο στρατηγός Μακένζι, επικεφαλής των αμερικανικών δυνάμεων σε Μέση Ανατολή και Κεντρική Ασία (US CENTCOM) ανέφερε στο Πεντάγωνο ότι δεν έχει πειστεί για το αληθές της ρωσικής χρηματοδότησης των Ταλιμπάν. Από τον πόλεμο του Βιετνάμ οι αμερικανοί στρατηγοί άρπαζαν κάθε ευκαιρία που τους δινόταν για να ζητήσουν περισσότερα στρατεύματα ή να καθυστερήσουν προδιαγεγραμμένες αποχωρήσεις για να επιτευχθεί πιο γρήγορα το “get the job done”. Η καρατόμηση του στρατηγού Μακρίσταλ πριν μερικά χρόνια ήταν χαρακτηριστική περίπτωση θύματος σε αυτή τη διελκυστίνδα checks & balances.
Πέρα από το αν ευσταθούν ή όχι οι κατηγορίες περί μίσθωσης Ταλιμπάν (θα φανεί άλλωστε κάποια στιγμή) γεννιέται ένα ακόμα μεγαλύτερο θέμα. Λόγω του κινήματος του Black Lives Matter και των κοινωνικο-οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, ο Τραμπ είναι με την πλάτη στην τοίχο και οι δημοσκοπήσεις φέρνουν συνεχώς κακά μηνύματα. Γνωρίζει ότι μια γρήγορη και αναίμακτη έξοδος από το Αφγανιστάν θα του δώσει πόντους και θα μπορέσει να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο.
Μπορεί κάποιος εύκολα να εξηγήσει την εργαλειοποίηση της κατάστασης από τους Δημοκρατικούς ενόψει εκλογών, όμως η γερακίσια πτέρυγα των Ρεπουμπλικάνων σε τι ακριβώς στοχεύει; Εκτός βέβαια από τα ίδια της τα πόδια, δίνοντας πάσες στον Μπάιντεν, φαίνεται ότι βάζει την ατζέντα της δυναμικής επανεμφάνισης στη Μέση Ανατολή (έτσι και αλλιώς το Αφγανιστάν πανθομολογούμενα είναι τελειωμένη υπόθεση) πάνω από την επανεκλογή Τραμπ – και αυτό κάνει ακόμα πιο περίεργα κι ενδιαφέροντα τα πράγματα.
Θα εξαρτηθούν πολλά από το πρόσωπο, στο οποίο θα καταλήξει ο Μπάιντεν για την υποψηφιότητα του ή της αντιπροέδρου. Μια μετριοπαθής και κεντρώα υποψηφιότητα θα ρίξει νερό στο μύλο του διαρκούς Russiagate, ενώ μια πιο liberal επιλογή θα κινηθεί αντιδιαμετρικά. Η σχετικά εύκολη επικράτηση του Μπάιντεν για το χρίσμα έκανε σχεδόν σίγουρο ένα κεντρώο δίδυμο, όμως οι εξελίξεις με το Black Lives Matter κίνημα στους δρόμους σε όλες τις ΗΠΑ αυξάνουν τις πιθανότητες για μια πιο αριστερή επιλογή. Με την τελική ανακοίνωση θα ξέρουμε και πόση Ρωσία θα ακούσουμε μέχρι τις εκλογές του Νοέμβρη.