Περίοπτη θέση στις ειδήσεις του οικονομικού ρεπορτάζ της Δευτέρας 21 Σεπτεμβρίου καταλάμβανε η δημοσίευση από τον δημοσιογραφικό οργανισμό ICIJ (Διεθνές Κονσόρτσιουμ Ερευνητικής Δημοσιογραφίας) για ευρύτατο κύκλωμα ξεπλύματος χρήματος μέσω μεγάλων τραπεζών ύψους δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι πληροφορίες υποτίθεται οτι προέκυψαν από “διαρροή” μέσα από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και την αρμόδια υπηρεσία FinCen που ασχολείται με έλεγχο υπόπτων συναλλαγών.
Οι δημοσιογράφοι επεξεργάστηκαν τις αναφορές των τραπεζών προς την FinCen και βρήκαν 2.100 ύποπτες χρηματοοικονομικές πράξεις που η πλειοψηφία τους αφορούσε μια γερμανική τράπεζα (Deutsche Bank), δύο αγγλικές (HSBC, Standard Chartered), και δύο αμερικανικές (JP Morgan, Bank N.Y. Mellon).
Το πρώτο ερώτημα είναι τι ακριβώς αφορά αυτό το ποσό των δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι δημοσιογράφοι επεξεργάστηκαν την λίστα του διέρρευσε από τη FinCen που περιείχε χιλιάδες ύποπτες αναφορές και κατέληξαν, έπειτα από πολύμηνη έρευνα, σε 2.100 περιπτώσεις με κριτήρια είτε την μη ύπαρξη ονόματος καταθέτη ή πλήρους διεύθυνσης είτε μη ύπαρξης κωδικού χώρας.
Η έρευνα, λοιπόν, ήταν από την αρχή προσανατολισμένη τόσο σε πρόσωπα που είχαν διαπράξει αξιόποινες πράξεις και δεν ήθελαν να φαίνονται τα ονόματα τους είτε σε νομικές οντότητες και χώρες τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν θέσει στο στόχαστρο (Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα, κτλ.). Με λίγα λόγια, δεν ασχολήθηκε με τις περιπτώσεις της φοροδιαφυγής ή του “νόμιμου ξεπλύματος” που κάνουν συστηματικά οι δυτικές μεγάλες εταιρίες και τα φυσικά πρόσωπα. Το ίδιο μάλιστα το ICIJ αναφέρει ότι οι 2.100 περιπτώσεις αποτελούν μόλις το 0,02% (!) των συνολικών αναφορών για ύποπτες συναλλαγές της βάσης δεδομένων που επεξεργάστηκαν. Από αυτή την άποψη το ποσό των δύο τρισεκατομμυρίων δολαρίων υπόπτων συναλλαγών για την περίοδο 1999 έως 2017 είναι μεν εντυπωσιακό, αλλά ακόμη εντυπωσιακότερο είναι τα υπόλοιπα 99,8% των ύποπτων συναλλαγών της λίστας που διεκπεραιώθηκαν μέσω τραπεζών την ίδια περίοδο.
Η νέα διαρροή είναι προσανατολισμένη στο να δοθεί ένα μήνυμα στον τραπεζικό τομέα να συμμορφωθεί στις συναλλαγές με ανταγωνίστριες χώρες των ΗΠΑ.
Το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τα πολιτικό-οικονομικά παιχνίδια που παίζονται πίσω από τη διαρροή και τη δημοσίευση. Είναι ουσιαστικά η δεύτερη φορά που ο οργανισμός ICIJ προβαίνει σε αποκαλύψεις ύστερα από διαρροή εγγράφων. Ήταν το 2016 όταν η ίδια ομάδα δημοσιοποίησε έγγραφα σχετικά με ξέπλυμα χρήματος σε φορολογικούς παράδεισους που περιελάμβαναν επιφανείς πολιτικές και οικονομικές προσωπικότητες, ανάμεσα στα άλλα τις γνωστές εταιρίες των Panama Papers.
Ήταν η εποχή που το Κογκρέσο είχε διατάξει την έρευνα για πιθανή διείσδυση της Ρωσίας στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ από όπου ήταν και μια από τις βασικές πηγές της διαρροής. Το δεύτερο σημείο ήταν η προσπάθεια του βαθέος αμερικανικού συστήματος να μαζέψει την διακίνηση χρήματος που λάμβανε χώρα εκτός επίσημου τραπεζικού και φορολογικού συστήματος, για αυτό και τότε ήταν προσανατολισμένο στις διακινήσεις μέσω off shore εταιρειών εκτός ΗΠΑ. Αυτός ήταν ο λόγος που το 2016 είχαν “βγει στην φόρα” ονόματα 120 σημαντικών πολιτικών προσώπων, από τον υπουργό των ΗΠΑ Ουίλμπουρ Ρος (συνεταίρος του Βαγγέλη Μαρινάκη), του Τρυντώ, της Βασίλισσας της Αγγλίας και πολλών άλλων, ενώ τώρα τέτοια ονόματα απουσιάζουν.
Υπολογίζεται ότι ετησίως ποσό 2,1 τρις δολαρίων από παράνομες δραστηριότητες ξεπλένεται μέσω του τραπεζικού συστήματος.
Αν τότε η διαρροή αποσκοπούσε κυρίως να δοθεί ένα μήνυμα ότι τα χρήματα δεν μπορεί να ξεπλένονται σε μη δυτικές χώρες και οι εταιρείες δεν μπορεί να το παρακάνουν με την φοροαποφυγή, τώρα η διαρροή είναι προσανατολισμένη στο να δοθεί ένα μήνυμα στον τραπεζικό τομέα να συμμορφωθεί στις συναλλαγές με ανταγωνίστριες χώρες των ΗΠΑ. Το ότι πολλές από τις αποκαλυφθείσες περιπτώσεις ήταν ήδη γνωστές όπως και ότι το 62% των ποσών της λίστας αφορά την Deutsche Bank μάλλον αποτελεί ένα ακόμη μήνυμα των ΗΠΑ στους Γερμανούς.
Υπάρχει και η εξήγηση ότι η διαρροή δεν ήταν προσχεδιασμένη από κάποιους κύκλους, για αυτό και το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ απείλησε ότι η αποκάλυψη στοιχείων της FinCen αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Ενδεχομένως η στάση του Υπουργείου να αφορά όχι τόσο την ουσία αλλά την χρονική συγκυρία. Προεκλογικά “ακουμπά” τον Τράμπ τόσο μέσω του γαμπρού του Τζάρεντ Κούσνερ, όσο και μέσω του πρώην επικεφαλής της προεκλογικής του καμπάνιας Πολ Μάναφορ, ο οποίος εμπλέκεται για ξέπλυμα ποσού 5 δισ, δολαρίων μέσω της JP Morgan.
Οι αποκαλύψεις του ICIJ για ξέπλυμα χρήματος μέσω τραπεζών ύψους 2 τρις δολαρίων για την περίοδο 1999-2017 είναι μικρό μέρος μονό της αλήθειας. Υπολογίζεται ότι ετησίως ποσό 2,1 τρις δολαρίων από παράνομες δραστηριότητες ξεπλένεται μέσω του τραπεζικού συστήματος. Ένα ποσό, δηλαδή, που αντιστοιχεί στην πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Οι δε δραστηριότητες αυτές εξυπηρετούνται από την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος (deregulation), που είναι το επίσημο δόγμα οικονομικής πολιτικής από την δεκαετία του ’80.
Τέλος, θα ήταν περίεργο να μην εμπλέκονται στην διαρροή κύκλοι γύρω από το βαθύ κράτος των ΗΠΑ, αν συγκρίνουμε την αντιμετώπιση των επώνυμων δημοσιογράφων του ICIJ με εκείνη του Ασάνζ.