ΑΘΗΝΑ
10:41
|
22.11.2024
Αν ρίξουμε μια ματιά στην κοιτίδα του χιτλερισμού, τη Γερμανία, και το πως αντιμετωπίζει το κράτος εκεί αντίστοιχες περιπτώσεις, θα μπορέσουμε να κάνουμε μια εκτίμηση…
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ενώ η Ελλάδα ζει ακόμα μέσα στην ένταση της τελευταίας φάσης της δίκης της Χρυσής Αυγής, καίρια ζητήματα παραμένουν ανοιχτά. Τι θα κάνει η πολιτεία και η κοινωνία με τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι υπήρξαν φίλοι και μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, όπως δείχνουν μαρτυρίες και εκλογικά αποτελέσματα; Θα αποτολμήσει το κράτος με κάποιον τρόπο την κάθαρση μηχανισμών, όπως τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός, από εκείνα τα στοιχεία που ανοιχτά βρέθηκαν μέσα στην εγκληματική οργάνωση ή την ενίσχυσαν; Τι θα γίνει με τους κρατικούς υπαλλήλους πέραν των ενόπλων σωμάτων κάθε βαθμίδας που φαίνεται πως πάτησαν ανοιχτά τον όρκο τους για πίστη στο Sύνταγμα και συνέδραμαν στη λειτουργία μιας δολοφονικής εγκληματικής οργάνωσης;

Αν ρίξουμε μια ματιά σε μια χώρα με εμβληματικό βάρος στο θέμα του χιτλερισμού, στην κοιτίδα του τη Γερμανία, και το πως αντιμετωπίζει το κράτος εκεί αντίστοιχες περιπτώσεις, θα μπορέσουμε να κάνουμε μια εκτίμηση για το τι μπορούμε να περιμένουμε και στην Ελλάδα.

Εδώ και καιρό η Γερμανία ταλανίζεται από το ερώτημα του πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η ογκούμενη παρουσία της ακροδεξιάς όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στο κράτος. Ολόκληρα δίκτυα ακροδεξιών και χιτλερικών αστυνομικών αποκαλύφθηκαν σταδιακά από πέρσι σε όλη τη χώρα, όπως είχαμε αναφέρει σε δημοσίευμά μας εδώ τον Ιούλιο που μας πέρασε. Οι αποκαλύψεις συνεχίζονται και τώρα και είναι πολλές. Τόσες πολλές που οδηγούν ακόμα και τον εκπρόσωπο του συνδικάτου των αστυνομικών στο Βερολίνο να παραδεχτεί πως οι εξελίξεις του προκαλούν ανησυχία.

Ο Μπένγιαμιν Γιέντρο μιλώντας στο κρατιδιακό ραδιόφωνο Rbb κάλεσε το προσωπικό της αστυνομίας να μην αποσιωπά περιπτώσεις ακροδεξιών και ρατσιστών εντός του σώματος και, ενώ θεωρεί ότι δεν υπάρχει οργανωμένο δίκτυο, τουλάχιστον στην πρωτεύουσα, δεν κρύβει την ανησυχία του σχετικά με τα περιστατικά που γίνονται ολοένα και πιο πολλά, στο Βερολίνο και στο Βρανδεμβούργο. Δίκη διεξάγεται ενάντια σε αστυνομικό, ο οποίος όντας στην ειδική ομάδα αντιμετώπισης της ακροδεξιάς, έδειρε και έβρισε ρατσιστικά μαζί με δύο πολίτες έναν Αφγανό, αιτούμενο ασύλου, ο οποίος στο μεταξύ έχει απελαθεί. Ο κατηγορούμενος αστυνομικός εξακολουθεί και υπηρετεί.

Αστυνομικός της μυστικής αστυνομίας διατηρεί σχέσεις με έναν επιφανή νεοναζί στη γειτονιά Ρούντο του νοτιοανατολικού Βερολίνου, όπου υπάρχει σχετικά σημαντική παρουσία ακροδεξιών και υποψίες για φθορές περιουσιών, εμπρησμούς, ξυλοδαρμούς, ακόμα και φόνους στην γειτονική μεγάλη και πολυπολιτισμική περιοχή του Νόικελν. Οι επαφές του γίνονται αντιληπτές από προσωπικό άλλης μυστικής υπηρεσίας, μάλλον της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος, ενημερώνεται η αστυνομία και η εισαγγελία, οι έρευνα εις βάρος όμως του αστυνομικού σταματά και μπαίνει στο αρχείο.

Δύο αστυνομικοί βρήκαν σε βάσεις δεδομένων της αστυνομίας τα στοιχεία δημοσιογράφου και δύο σατιρικών καλλιτεχνών, οι οποίοι στη συνέχεια δέχτηκαν υβριστικά μέιλ με απειλές για τη ζωή τους υπό την υπογραφή NSU 2.0, δηλαδή τη συνέχεια της τρομοκρατικής ναζιστικής οργάνωσης που έδρασε στη Γερμανία τη δεκαετία 2000-2010. Σχετικά με αυτούς διεξάγεται έρευνα και έχουν ήδη ανακριθεί.

Ένας 26χρονος εκπαιδευόμενος στη Σχολή Αστυνομίας είχε σε άσκηση με τον ασύρματο τη φαεινή ιδέα να μεταδώσει τις λέξεις “Εβραίος”, “υπάνθρωπος”, “ναζί”, “θάλαμος αερίων” και “γενοκτονία”. Σε αυτήν την περίπτωση ο εκπαιδευόμενος διώχτηκε από τη σχολή και προσπαθεί δικαστικά να επανέλθει.

Στο Βρανδεμβούργο, στην πόλη Κότμπους, μια ομάδα εννέα αστυνομικών των αντιστοίχων ΜΑΤ φωτογραφήθηκε μπροστά από ένα ακροδεξιό σύνθημα, γραμμένο σε τοίχο. Αυτοί δεν υπέστησαν καμιά συνέπεια πέραν της μετάθεσης, ενώ οι δύο επέστρεψαν με άλλη αρμοδιότητα. Συνολικά τα τελευταία τρία χρόνια έχουν υπάρξει στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου 18 περιπτώσεις αστυνομικών που κίνησαν υποψίες για σχέσεις με την ακροδεξιά, σύμφωνα με το ομοσπονδιακό υπουργείο Εσωτερικών.

Πάντως, ενώ οι τοπικές κυβερνήσεις μιλούν για μεμονωμένες περιπτώσεις, η τοπική κυβέρνηση του Βερολίνου καλού κακού ανακοίνωσε ότι θα ορίσει ειδικό αρμόδιο, ώστε να διεξάγει έρευνες και να αντιμετωπίσει την παρουσία ακροδεξιών μέσα στην τοπική αστυνομία.

O θόρυβος στη Γερμανία είναι μεγάλος καθώς στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας έχουν ήδη ταυτοποιηθεί 104 περιπτώσεις αστυνομικών, οι οποίοι από το 2012 συμμετείχαν σε chat στο οποίο εκφράζονταν ρατσιστικά και δεν έκρυβαν συμπάθειες για οργανώσεις της άκρας Δεξιάς και για τον ναζισμό. Εξ αυτών 29 έχουν τεθεί σε διαθεσιμότητα. Η χρήση του ακρωνυμίου NSU 2.0 προκαλεί εύλογη ανησυχία σε όλο το πολιτικό φάσμα καθώς η NSU υπήρξε οργάνωση που προέβη σε δολοφονίες, ενώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στη Γερμανία έχουν γίνει τουλάχιστον τρεις ακροδεξιές ενέργειες με νεκρούς, έναν πολιτικό της Δεξιάς, Εβραίους και Μουσουλμάνους. Κάποιες συνέπειες υπάρχουν εδώ κι εκεί ακόμα και σε υψηλές ή σε ευαίσθητες θέσεις εντός της αστυνομίας.

Παρόλα αυτά σε ομοσπονδιακό επίπεδο ασκείται μεγάλη κριτική στον υπουργό Εσωτερικών, τον Βαυαρό Χριστιανοκοινωνιστή, Χορστ Ζέεχοφερ, ο οποίος αρνείται να δώσει “πράσινο φως”, ώστε να διεξαχθεί επιστημονικού τύπου έρευνα μέσα στις αρχές ασφαλείας για να διαπιστωθεί το μέγεθος του προβλήματος. Ο Ζέεχοφερ έχει τα επιχειρήματά του: το πρόβλημα της ακροδεξιάς δεν περιορίζεται μέσα στην αστυνομία ή στην κρατική ασφάλεια και δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούνται εντυπώσεις. Το πρόβλημα είναι όλης της κοινωνίας. Εξάλλου η Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος παρέχει επαρκή στοιχεία, ώστε να ελέγχεται η κατάσταση και να εντοπίζονται οι ναζιστές και ρατσιστές. Σε στήριξή του έρχεται ο υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, Χριστιανοδημοκράτης Χέρμπερτ Ρόιλ. Ο Ρόιλ αφενός απορρίπτει την μελέτη, καθώς δεν θέλει να συμβάλλει στο στιγματισμό της αστυνομίας ως μιας κατεξοχήν εστίας φασιστών, αλλά και για έναν ακόμα πρακτικό λόγο: “Εγώ θέλω να κάνω κάτι τώρα ενάντια στους ακροδεξιούς, δεν μπορώ να περιμένω να ολοκληρωθεί η μελέτη σε τέσσερα χρόνια”.

Σε κάθε περίπτωση, ακριβώς η αναζωπύρωση της βιαιότητας των ακροδεξιών έχει οδηγήσει σε έναν διάλογο μέσα στην γερμανική κοινωνία και στην πολιτική σκηνή σχετικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος. Δεν είναι λίγο να φοβάσαι μην και σε σκοτώσει ο φρουρός σου. Είναι γεγονός επίσης πως και στη Γερμανία, όπως και σχεδόν παντού στην Ευρώπη, η άκρα Δεξιά έχει σημαντική παρουσία σε μηχανισμούς καταστολής και στον στρατό. Παρόλα αυτά έχει τη σημασία του το πού βάζει το κάθε κράτος τα όριά του και πως ζει με αυτήν την πραγματικότητα η εκάστοτε πολιτική εξουσία. Οι φωνές στη Γερμανία που εκφράζουν απαισιοδοξία δεν είναι λίγες: το κράτος δεν θα βάλε το μαχαίρι στο κόκκαλο, πέρα από κραυγαλέες περιπτώσεις. Στην Ελλάδα, πάλι, είναι ζητούμενο το πως θα αντιμετωπίσει η πολιτική εξουσία και το κράτος την παρουσία μελών και υποστηρικτών της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης εντός του και έχει ενδιαφέρον το τι θα διεκδικήσει η κοινωνία και πως, από δω και πέρα. Η καταδίκη των κατηγορουμένων θα είναι η αρχή για μια διαδικασία κάθαρσης;

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα