Η δολοφονία ενός ηλικιωμένου ομοφυλόφιλου στο Άρνεμ έχει ανοίξει μια εξαιρετικά εκρηκτική συζήτηση στην Ολλανδία για την εφηβική βία, την ομοφοβία και τις ψυχολογικές επιπτώσεις της καραντίνας στους νέους και όχι μόνο σε αυτούς.
Την Τετάρτη 28 Οκτωβρίου, λίγο μετά τις 9 το βράδυ στο Σπάικερκορτιε, την πιο κοσμοπολίτικη συνοικία του Άρνεμ, ο κάτοικος της περιοχής Μινκ Ντε Γκόζιερ ακούει νεανικές φωνές που απαιτούν “Ανέβασε το στο YouTube, ανέβασε το τώρα στο YouTube”, ενώ κάποια ακαθόριστα και πνιχτά βογγητά χάνονται μέσα στις κραυγές “παιδόφιλε, παιδόφιλε, κάθαρμα, ήθελες να γ…μήσεις αγοράκι”. Ο Ντε Γκόζιερ βγαίνει στην πόρτα του σπιτιού του και αντικρίζει μια ομάδα οκτώ εφήβων να κλωτσούν ανελέητα το κεφάλι και το σώμα ενός πεσμένου στο πεζοδρόμιο ηλικιωμένου άνδρα, βρίζοντας τον, ενώ ένας ακόμη συνεργός βιντεοσκοπεί τον ξυλοδαρμό με το κινητό του τηλέφωνο. Σπεύδει να βοηθήσει τον πεσμένο και αιμόφυρτο άνδρα, καλώντας ταυτόχρονα την αστυνομία και κραυγάζοντας στους γείτονες να σώσουν το θύμα του ξυλοκοπήματος. Μόλις ο Nτε Γκόζιερ εμφανίζεται, οι νεαροί δράστες σκορπίζουν, αλλά μέσα στις επόμενες ώρες και έπειτα από συστηματικές έρευνες πέφτουν στα χέρια των αστυνομικών που έχουν καταφτάσει και αποκλείσει την περιοχή. Το θύμα της επίθεσης τους δεν μπορεί να κρατηθεί στη ζωή. Παρά την άμεση εμφάνιση ενός ασθενοφόρου και τη μάχη στο νοσοκομείο, ο 73χρονος συνταξιούχος δάσκαλος, Γιαν Κρούιτβαγκεν θα υποκύψει στα πολλαπλά τραύματα του την επόμενη μέρα.
Το σοκ για το Άρνεμ είναι τεράστιο και καθολικό και δεν έχει κοπάσει εδώ και τρεις εβδομάδες μετά το έγκλημα. Ο Κρούιτβαγκεν ήταν γνωστός και αγαπητός δάσκαλος στην κοινωνία της πόλης. Έξω από το σπίτι του, στις 7 του Νοέμβρη σχηματίστηκε μια τεράστια ουρά, καθώς περίπου 6.000 άνθρωποι, μαυροφορεμένοι παλιοί μαθητές και συμπολίτες του κατέβηκαν μπροστά από τα σπίτια τους για να διαμαρτυρηθούν μέσα στη νύχτα για το φονικό. Τηρώντας τα υγειονομικά μέτρα προστασίας, περικύκλωσαν τα οικοδομικά τετράγωνα του Σπάικερκορτιε και αφιέρωσαν ένα κερί και μερικά λουλούδια στη μνήμη του 73χρονου συνταξιούχου προσπαθώντας να κατανοήσουν τις αιτίες για την αποτρόπαια δολοφονία του.
Ο φόνος του Κρούιτβαγκεν ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Από τον περασμένο Ιούλιο και σε πόλεις της Ολλανδίας, όπως το Νάιμεγκεν, το Ρόζενταλ, το Αϊντχόβεν και το Βέστερβοντ, πάνω από 240 τέτοιες επιθέσεις έχουν καταγραφεί από την αστυνομία με αυτουργούς τις λεγόμενες “ομάδες εκδίκησης pedo (παιδοφιλίας)” που όλες έχουν ιδρυθεί, διόλου τυχαία, στο ίδιο χρονικό διάστημα: έφηβοι επιτίθενται και κακοποιούν “παιδόφιλους”, τους οποίους έχουν πείσει να βγουν για ένα ραντεβού μαζί τους μέσα από ιστοσελίδες γνωριμιών. Τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζονται οι βιαιοπραγήσαντες όταν συλλαμβάνονται.
Οι έφηβοι “εκδικητές”, όλοι αγόρια ηλικίας 15, 16 και 17 ετών, υποστηρίζουν ότι παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, επειδή η αστυνομία και η εισαγγελία δεν κάνουν κάτι για να περιορίσουν τη δράση των “παιδόφιλων” στο διαδίκτυο και την κοινωνία.
Τα ίδια υποστήριξαν σε πρώτη φάση και για τον φόνο του Κρούιτβαγκεν. Η αλήθεια, όμως, φαίνεται ότι είναι πολύ διαφορετική και πολυεπίπεδη. Ο τοπικός αστυνομικός διευθυντής, Όσκαρ Ντρος τόνισε ότι ο Κρούιτβαγκεν ουδέποτε υπήρξε έστω ύποπτος, πολύ περισσότερο κατηγορούμενος για παιδοφιλία. Ούτε και κάποιο άλλο από τα δεκάδες θύματα επιθέσεων και κακοποιήσεων τουλάχιστον στην ανατολική Ολλανδία, περιοχή ευθύνης της αστυνομικής διεύθυνσης στο Άρνεμ. Ο Ντρος επέμεινε στην “αποστράτευση” όλων αυτών των “ομάδων εκδίκησης” που “δεν έχουν κανένα λόγο να μπλέκονται στα πόδια της αστυνομίας και να παρεμποδίζουν το έργο της δικαιοσύνης”. Αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη, φωτίζει τον τραχύ και σκοτεινό δρόμο ενός καθαρού εγκλήματος μίσους με θύμα έναν ομοφυλόφιλο ηλικιωμένο στη βαριά σκιά της πανδημίας και του λοκντάουν.
Όπως τεκμηρίωσε η δημοσιογραφική έρευνα, η μεθοδολογία των εφήβων “εκδικητών” είναι πανομοιότυπη σε όλες τις επιθέσεις των τελευταίων μηνών. Στο δημοφιλές στην Ολλανδία site γνωριμιών για ομοφυλόφιλους άνδρες, Bullchat, ένας έφηβος ρίχνει το διαδικτυακό “δόλωμα” και παριστάνει τον ενήλικα που «ενδιαφέρεται» για ένα ραντεβού, συνήθως με άνδρες πάνω από 55 ετών. Εφόσον το “ψάρι” καταπιεί το “δόλωμα” και πιαστεί στο αγκίστρι, ο νεαρός παρασέρνει τον ώριμο ή ηλικιωμένο ομοφυλόφιλο άνδρα που θέλει μια νέα γνωριμία σε ένα ραντεβού άγριας βίας: το ξύλο είναι αλύπητο και συνεχές και όπως συνέβη στην περίπτωση του Κρούιτβαγκεν οδηγεί και στον θάνατο. Ταυτόχρονα, οι “εκδικητές” δεν χάνουν την ευκαιρία να βιντεοσκοπήσουν το “κατόρθωμα” τους και να ανεβάσουν το βίντεο στο YouTube, το Facebook και στις σελίδες που διατηρούν οι δικτυωμένες online ομάδες “αντι-pedo” που υποτίθεται ότι έχουν αναλάβει την τιμωρία και την καταδίωξη των “παιδόφιλων”.
Ο συνήγορος υπεράσπισης των εφήβων δολοφόνων στο Άρνεμ πήγε την εκρηκτική συζήτηση για τη θανάτωση του 73χρονου συνταξιούχου δασκάλου σε άλλο επίπεδο. Ο 28χρονος ποινικολόγος Χαμίλ Ρόεθοφ, τρίτης γενιάς απόγονος μεταναστών από το Σουρινάμ, υποστήριξε ανοιχτά ότι “αυτό το κυνήγι οφείλεται στη βαρεμάρα που νιώθουν οι νέοι μέσα στην πανδημία και τα μέτρα για τον κορονοϊό. Έχουν κουραστεί με την καραντίνα και κάπου θέλουν να ξεσπάσουν”.
Την περασμένη άνοιξη, το Άρνεμ και οι γειτονικοί δήμοι στην ανατολική Ολλανδία γνώρισαν ένα από τα πιο σκληρά λοκντάουν στην Ευρώπη εξαιτίας της μεγάλης και θανατηφόρας εξάπλωσης του ιού. Στην επαρχία Γκέντερλαντ των 2,072 εκατομμυρίων πληθυσμού, με πρωτεύουσα το Άρνεμ των 153.000 κατοίκων, τα κρούσματα του κορονοϊού έχουν ξεπεράσει τους 43.000 και οι θάνατοι τους 980. Οι μισοί αρρώστησαν ή πέθαναν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο και περίπου το ένα τρίτο από τους ασθενείς και τους νεκρούς ήταν και είναι κάτοικοι ή εργαζόμενοι στο Άρνεμ. Τα περισσότερα περιοριστικά μέτρα που χτύπησαν και τις δημόσιες συναθροίσεις δεν ήρθησαν το καλοκαίρι. Διόλου τυχαία η ομάδα “εκδικητών” που δολοφόνησε τον Κρούιτβαγκεν είχε εννιά μέλη, όσα επιτρέπει το μέγιστο όριο συγκεντρωμένων σε εξωτερικό χώρο και σε απόσταση μικρότερη των 3 μέτρων.
Ο Ρόεθοφ αναπτύσσει μια πρωτότυπη όσο και ολισθηρή υπερασπιστική γραμμή: οι απαγορεύσεις και οι ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν για τον περιορισμό της πανδημίας εκτράχυναν τη συμπεριφορά των νεαρών και ανήλικων πελατών του που αναζήτησαν “θύματα”, για να ξεσπάσουν την ανία που ένιωθαν όλο το προηγούμενο διάστημα. Και διάλεξαν, όπως και σχεδόν όλες οι άλλες ομάδες “αντι-pedo” έναν ηλικιωμένο ομοφυλόφιλο που αφενός λόγω ηλικίας ήταν πολύ ψηλά στην λίστα των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού που έπρεπε να προστατευτούν στη διάρκεια των αλλεπάλληλων κυμάτων της πανδημίας και αφετέρου λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού αποτελούσε “εύκολο” στόχο για μια τετ-α-τετ συνάντηση που εντέλει του κόστισε και τη ζωή του.
Η επιχειρηματολογία όμως που έβαλε στο τραπέζι ο 28χρονος ποινικολόγος δεν επιτρέπεται να προσπεραστεί αβασάνιστα. Το δημοφιλέστερο και εγκυρότερο τηλεοπτικό ενημερωτικό πρόγραμμα στην Ολλανδία, το EenVataag, που μεταδίδεται στη δημόσια τηλεόραση της NOR 1 ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο έχει αναλύσει σε έρευνα του πως το 60% των Ολλανδών παραδέχεται “ψυχολογική κατάπτωση, στρες και κατάθλιψη” στη διάρκεια των καθολικών περιοριστικών μέτρων (26 Μαρτίου – 31 Αυγούστου).
Το ποσοστό στις ηλικίες 16-24 και 25-36 ετών είναι ακόμη μεγαλύτερο – 75%. Ένας στους τέσσερις Ολλανδούς απευθύνθηκε σε τηλεφωνική γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης κατά τη διάρκεια του λοκντάουν. Οι περισσότεροι “απλώς για να μιλήσουμε με έναν άνθρωπο και για να τερματιστεί η μοναξιά μας”. Τέσσερις στους δέκα στις λεγόμενες παραγωγικές ηλικίες (έως 44 ετών) ομολογούν ότι μετά την άρση του λοκντάουν “είμαστε ανίκανοι να πάρουμε τα πόδια μας και να πάμε στη δουλειά ή για ψώνια και μια βόλτα”. Το λοκντάουν επιφέρει ψυχολογική και σωματική εξάντληση και οι συνέπειες του δεν έχουν ακόμη κάνει την πλήρη εμφάνιση τους, στην ψυχική υγεία και ισορροπία του πληθυσμού στην Ολλανδία.
Βία, λοιπόν, γενιάς εναντίον γενιάς και βία ομοφοβική; Βία για να “σπάσει”η βαρεμάρα (και για να επουλωθούν οι ψυχικές πληγές) της καραντίνας; Ο παλιός δάσκαλος και αστυνομικός, σημερινός δήμαρχος του Άρνεμ, ο μαροκινής καταγωγής και μουσουλμάνος στο θρήσκευμα 51χρονος Άχμεντ Μαρκούχ υπογραμμίζει πως “όπου κι αν αποδώσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της δολοφονίας, δεν παύει να είναι ένα απαίσιο έγκλημα με σαφές περιεχόμενο μίσους προς το θύμα”.
Στο Άρνεμ και την Ολλανδία πλέον ξέρουν ότι ο Κρούιτβαγκεν ήταν πεπεισμένος πως θα έβγαινε για ένα ραντεβού με έναν ενήλικα. Θα έκαναν παρέα, θα έπιναν ένα ποτό (σε όσα σημεία διασκέδασης και πώλησης οινοπνευματωδών παραμένουν ανοιχτά και αυστηρά και μόνο “στο έξω” και το όρθιο), θα κουβέντιαζαν ίσως για να “σπάσει” η κούραση από τα περιοριστικά μέτρα και τη μοναξιά. Αυτό πίστευε ο Κρούιτβαγκεν που δεν ήξερε την ηλικία και δεν μπορούσε ίσως να μαντέψει τις προθέσεις των δραστών αυτού του εγκλήματος. Αντίθετα, οι δολοφόνοι του ήξεραν τα πάντα γι’ αυτόν ή τουλάχιστον τα πιο σημαντικά προτού τον συναντήσουν: ήταν γέρος, ομοφυλόφιλος και έψαχνε για λίγη συντροφιά. Και τα εκμεταλλεύτηκαν όλα αυτά τα αδύναμα σημεία για να τον ξεφτιλίσουν, να τον ξυλοκοπήσουν και εντέλει να τον σκοτώσουν.
Η αστυνομική και δικαστική έρευνα οφείλουν να είναι ξεκάθαρες και βαθιές και να δώσουν τις ανάλογες απαντήσεις. Οι έφηβοι παγίδευσαν, κυνήγησαν και σκότωσαν τον Κρούιτβαγκεν για να ξεπεράσουν (και) ψυχολογικά τραύματα από το λοκντάουν; Ο Κρούιτβαγκεν δολοφονήθηκε επειδή ήταν γέρος και ομοφυλόφιλος; Ειδικά η σεξουαλική του ταυτότητα έπαιξε ρόλο όπως και στις προηγούμενες 246 επιθέσεις όπου τα θύματα γλίτωσαν “απλώς” με κατάγματα και μώλωπες; Πολύ περισσότερο μάλιστα από τη στιγμή που για τους ομοφυλόφιλους, ακόμη και στην εξαιρετικά φιλελεύθερη και ανεκτική σε τέτοια ζητήματα Ολλανδία, η ωμή πραγματικότητα είναι αδυσώπητη: ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους μπορεί πάντοτε να παίξει ρόλο. Ακόμη και όταν ορισμένοι έφηβοι θέλουν να “ξεπεράσουν” με αιματηρό και δολοφονικό τρόπο την ανία και την ψυχολογική επιβάρυνση της καραντίνας.