ΑΘΗΝΑ
04:40
|
15.11.2024
Γιατί η κυβέρνηση εμφανίζεται τόσο πρόθυμη να εκτεθεί στην κατηγορία της θεσμικής και αντιδημοκρατικής εκτροπής;
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Ποιο είναι το νόημα του σκηνικού που έχει στηθεί γύρω από την απαγόρευση, με απόφαση του αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, των δημόσιων συναθροίσεων για τέσσερις ημέρες (15-18 Νοεμβρίου) σε όλη τη χώρα; 

Η αντιπαράθεση που έχει δημιουργηθεί μόνο απορίες μπορεί να δημιουργεί σε κάποιο καλόπιστο εξωτερικό παρατηρητή: η απόφαση της κυβέρνησης (ας κάνουμε την εύλογη απλούστευση πως δεν πρόκειται για μια πρωτοβουλία του αρχηγού της αστυνομίας) έχει ήδη κατακριθεί από πολλές έγκυρες φωνές του νομικού κόσμου της χώρας, συμπεριλαμβανομένης και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, για πολλαπλά και υπαρκτά προβλήματα αντισυνταγματικότητας. 

Από την άλλη, ο στόχος της απαγόρευσης είναι συγκεκριμένα οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και συνεπώς οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης ήταν κάτι παραπάνω από αναμενόμενες. Σε μια περίοδο έξαρσης του δεύτερου κύματος της πανδημίας και γενικού λοκντάουν, ο φόβος του κορονοϊού θα αρκούσε έτσι και αλλιώς για να μετριάσει τη μαζικότητα του εορτασμού: πριν την απαγόρευση πολλοί ήταν αυτοί που σκέφτονταν και πρότειναν εναλλακτικούς τρόπους εκδηλώσεων μνήμης. Με δεδομένη όμως την απαγόρευση, η οποία έχει πια και στήριξη από μια δικαστική απόφαση, το ερώτημα της ημέρας ήταν πώς αυτή θα αμφισβητηθεί και θα ακυρωθεί ακόμη στην πράξη. 

Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση εμφανίζεται τόσο πρόθυμη να εκτεθεί στην κατηγορία της θεσμικής και αντιδημοκρατικής εκτροπής; Επιπλέον, υπάρχει τώρα και το σχέδιο αστυνόμευσης του τετραημέρου. Ο αρμόδιος υπουργός, ο οποίος δήλωσε ότι “απαγορεύεται φέτος η πορεία” και ότι η αστυνομία θα εφαρμόσει το νόμο “απαρέγκλιτα παντού”, μάλλον δεν προβληματίσθηκε από το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης στο δρόμο. 

Το σχέδιο αστυνόμευσης περιλαμβάνει την κινητοποίηση ενός τεράστιου αριθμού αστυνομικών (τουλάχιστον 4000) σε πείσμα της πανδημίας, η οποία μάλλον δεν αφορά το προσωπικό της αστυνομίας. Περιλαμβάνει επίσης και την επιστράτευση μιας σειράς μέσων και μέτρων όπως ελικόπτερα, drones, οχήματα ρίψης νερού, σφραγίσεις κτιρίων, αστυνομικά μπλόκα και περιπολίες, ακόμη και την ακινητοποίηση μέσων συγκοινωνίας. Αυτά όχι μόνο στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις. 

Με βάση όλα αυτά δικαιολογημένα μπορεί να σκεφτεί κάποιος πως η κυβέρνηση επιδιώκει τη σύγκρουση. Άλλωστε η καλλιέργεια της έντασης ξεκίνησε πριν την απαγόρευση, με την εκκένωση του Πολυτεχνείου από τις δυνάμεις της αστυνομίας την προηγούμενη Παρασκευή. Μήπως το νόημα του σκηνικού που διαμορφώνει η απαγόρευση είναι πως η κυβέρνηση παίρνει ένα υπολογισμένο ρίσκο το οποίο θα αποφέρει πολιτικά κέρδη και άμεσα και στο προσεχές μέλλον;

Υπό κάποια έννοια, η παρούσα εικόνα κατακλυσμού της ζωής της πόλης από την έντονη αστυνομική  παρουσία δεν αποτελεί παρά άλλο ένα επεισόδιο στο σήριαλ “νόμος και τάξη” στο οποίο ήδη έχουμε παρακολουθήσει εφόδους σε σπίτια και στέκια, εκκενώσεις πλατειών και καταλήψεων, αστυνομικούς βανδαλισμούς, καταστολή κινητοποιήσεων πολιτών, εργαζομένων και μαθητών και μάλιστα με τη ρητή κάλυψη (αν όχι τις ευλογίες) όχι μόνο του αρμόδιου υπουργού αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού; Συνεπώς η κυβέρνηση επιμένει σε μια ήδη γνωστή ατζέντα. Το ιδιαίτερο κέρδος από τη συγκεκριμένη περίσταση είναι πρώτιστα ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται και ως ο άτεγκτος προστάτης της δημόσιας υγείας, αφού εγγυάται ότι  το λοκντάουν και οι θυσίες του λαού στο βωμό της πανδημίας θα προστατευτούν με κάθε κόστος. 

Αποκρύβεται βέβαια πως μετά την ανοιξιάτικη πρώτη περίοδο δικαιολογημένης αμηχανίας, η διαχείριση της πανδημίας γίνεται πρώτα και κύρια με βάση πολιτικό, όχι υγειονομικό σκεπτικό και (μικρο)πολιτικές  σκοπιμότητες.  Σε αυτή τη απόκρυψη συνδράμουν ήδη γενναιόδωρα οι μιντιακοί και άλλοι εργολάβοι του κορονοθεάματος, αλλά το πλαίσιο “νόμος και τάξη” θα προσθέσει και ένα επιπλέον απαραίτητο και χρήσιμο θεαματικό στοιχείο.  

Από την άλλη, η κυβέρνηση προκαλεί τη με μαθηματική ακρίβεια προβλέψιμη αντίδραση της αντιπολίτευσης, αφού η απαγόρευση δεν έχει μόνο στόχο τις εκδηλώσεις μνήμης για το Πολυτεχνείο. Έχει στόχο και την ίδια την ευαισθησία όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων σε σχέση με την επιβολή της καθολικής απαγόρευσης, η οποία ξυπνά μνήμες σκοτεινών εποχών και γεγονότων. Το να (εμ)παίζει κάποιος τα ιερά και τα όσια κάποιου άλλου είναι η πιο αποτελεσματική προβοκάτσια. Βέβαια, η αντιπολίτευση προσεγγίζοντας την επέτειο με τον οικείο ιεροτελεστικό τρόπο, προσφέρει στην κυβέρνηση αυτή την ευκαιρία απλόχερα. 

Έτσι, η κυβέρνηση στοιχηματίζει στα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης συγκυρίας  για να καταφέρει ένα αποφασιστικό πλήγμα σε εκείνους που θα μπορούσαν να αντιδράσουν σε εξελίξεις που έρχονται: είναι βέβαιο πως το κόστος όχι μόνο της διαχείρισης της πανδημίας αλλά και των άλλων πολιτικών της κυβέρνησης προμηνύει κοινωνικές και πολιτικές θύελλες. 

Τελικά,  η απαγόρευση δημιουργεί ένα τεράστιο πεδίο δοκιμής των δυνατοτήτων που ανοίγει ο νέος νόμος για τις συναθροίσεις, ο οποίος ψηφίστηκε το καλοκαίρι (νομικά δεν είναι η ίδια περίπτωση, αλλά  πρέπει να σταθούμε στο ουσιαστικό ζήτημα). Δοκιμάζει επίσης και τις δυνατότητες κινητοποίησης  και την επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα  των δυνάμεων καταστολής εν μέσω “ειδικών περιστάσεων”.  

Δοκιμάζει έτσι και τις αντοχές της μνήμης και του νοήματος της επετείου.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα