ΑΘΗΝΑ
14:45
|
20.04.2024

Στο πλαίσιο του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ αναδείχθηκε ο όρος «ρομαντικοποίηση», σε σχέση χαρακτηριστικά με την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος». Αναφερόμενος σε μια […]

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Στο πλαίσιο του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ αναδείχθηκε ο όρος «ρομαντικοποίηση», σε σχέση χαρακτηριστικά με την ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος». Αναφερόμενος σε μια συντηρητική ή και αντιδραστική εκδοχή του ρομαντισμού, ο όρος περιγράφει την απόπειρα έμμεσου εξωραϊσμού ενός σκοτεινού παρελθόντος: στις ΗΠΑ, της δουλείας και του Νότου.

Παρότι οδήγησε σε άστοχες προσπάθειες έμμεσης λογοκρισίας, με “μαρκάρισμα” της συγκεκριμένης ταινίας από πλατφόρμες streaming, που τελικώς την κατέστησαν ακόμα δημοφιλέστερη, ο όρος είναι ακριβής: καταδεικνύει πώς η κοινωνία του θεάματος (πανταχού παρούσα πλέον μέσα από την αφειδώς προσφερόμενη συγκινησικρατεία) αποπειράται να ξαναγράψει την ιστορία, λειαίνοντας τεχνηέντως τα άβολα σημεία για τα εκάστοτε συστήματα εξουσίας.

Οι «Άγριες Μέλισσες» αποτελούν τον αναμφισβήτητο νικητή της, ομολογουμένως φτωχής, ελληνικής τηλεοπτικής επικαιρότητας. Ένα έξυπνο αφετηριακό εύρημα (φόνος σε ένα χωριό της Ελλάδας του ’50), έναμέχριενόςσημείουαρκετάκαλόσενάριο, που δυστυχώς ξεχαρβαλώνεται προϊόντος του χρόνου και δεν αποφεύγει κοινοτοπίες στην περιγραφή των χαρακτήρων, ερμηνείες κυμαινόμενες από μέτριες έως πολύ καλές, καλή σκηνοθεσία, φωτογραφία κλπ., συνθέτουν μια τηλεοπτική σειρά, η οποία όντως ξεχωρίζει.

Θα μπορούσε να αποτελέσει ωστόσο ένα ορόσημο, μια τηλεοπτική σειρά που θα γνώριζε στο ευρύ κοινό την δυστυχώς ξεχασμένη ελληνική επαρχία του ’50 και του ’60, εξηγώντας πολλά και σε σχέση με τη σημερινή Ελλάδα.

Θα μπορούσε να αποφύγει εύκολες μανιέρες, αν τολμούσαν οι δημιουργοί της να βουτήξουν στα βαθιά νερά της ηθογραφικής και ιστορικής ακρίβειας. Δυστυχώς. εκεί ακριβώς η σειρά αποτυγχάνει οικτρά και παταγωδώς. Και αποτυγχάνει, διότι υπακούει στην πολιτική ορθότητα του κυρίαρχου σήμερα ιστορικού αναθεωρητισμού, ο οποίος πέρα από έναν επιφανειακό δικαιωματισμό και έναν κενό περιεχομένου ταυτοτισμό αρνείται να καταπιαστεί με την πραγματική και γενική πολιτική κατάσταση της εποχής εντός της οποίας διαδραματίζεται.

Καμιά αστυνομική ή ερωτική ιστορία εκτός του πλαισίου των κυρίαρχων πολιτιστικών κατευθύνσεων και πολιτικών ιδεών και πραγματικοτήτων κάθε εποχής δεν μπορεί να ειπωθεί ολοκληρωμένα.

Τι να πρωτοσημειώσουμε;

Στα καφενεία της Ελλάδας του ’50 και του ’60, αλλά και του ’90 ακόμα, οι άνθρωποι πρώτα από όλα κάπνιζαν.

Επιπλέον, το ’50 και το ’60 οι θαμώνες μιλούσαν για την πολιτική, όσο τους επέτρεπε η παρουσία του χωροφύλακα.

Ακόμα και αν θα υπήρχε κάπου ένας αγαθός χωροφύλακας, κομμουνιστής υποψήφιος κοινοτάρχης, πόσω μάλλον εκλεγμένος κοινοτάρχης, με ψηφοδέλτιο «Κόκκινη Πρόοδος», εν μέσω κράτους της δεξιάς, της βίας και νοθείας, απλώς θα κατέληγε εκτός νόμου.

Ο χωροφύλακας ήλεγχε μαζί με τα ΤΕΑ, με τους παρακρατικούς κατ’ ουσίαν της εποχής, τη συμπεριφορά των χωρικών, κατείχε τους φακέλους φρονημάτων και βάσει αυτών εν πολλοίς ρυθμιζόταν η ζωή όλων.

Κήνσορες της ισότητας των δύο φύλων και του ελεύθερου έρωτα των γυναικών, μεταξύ της αστυνομίας και του κλήρου μάλλον ούτε στη Σκανδιναβία της εποχής θα έβρισκε κανείς, πολύ περισσότερο στην ελληνική επαρχία. Άνδρες ανεκτικοί στην γυναικεία πολυγαμία σε σχεδόν καθολικό ποσοστό μάλλον δεν υπάρχουν ούτε σήμερα.

Όχι εισαγγελέας με πατέρα κομμουνιστή και πολιτικό πρόσφυγα δεν υπήρχε, όπως δείχνει η σειρά, αλλά με δυσκολία, φοιτητής Νομικής ακόμα.

Οι συνεργάτες των ναζί, όχι μόνο δεν διώκονταν, αλλά αντιθέτως είχαν στελεχώσει τον επίσημο κρατικό και τον παρακρατικό μηχανισμό, έχοντας το ακαταδίωκτο και κυνηγώντας αντιθέτως παλιούς ΕΛΑΣίτες. Μυστικές οργανώσεις που τους εύρισκαν και τους δολοφονούσαν (κάτι σε θεωρία των δύο άκρων σε συσκευασία εποχής, από πλευράς της τηλεοπτικής σειράς) δεν υφίσταντο. Αυτό το οποίο υφίστατο ήταν ακριβώς μυστικές οργανώσεις πρώην συνεργατών των ναζί και λοιπών παρακρατικών που δολοφονούσαν δημοκράτες και αριστερούς – όχι το αντίστροφο, όπως δείχνουν οι «Άγριες Μέλισσες».

Τα σπίτια ακόμα και των μεγαλοκτηματιών δεν ήταν μικρές βιλίτσες, των δε υπολοίπων συχνά είχαν τα ζώα στο κατώι και ένα δωμάτιο για όλη την οικογένεια. Οι γυναίκες δεν φορούσαν διαφορετικά ρούχα και τουαλέτες κάθε μέρα, ούτε είχαν εξασφαλισμένο στα φτωχότερα σπίτια το καθημερινό φαγητό και τα σχολικά βιβλία. Τα έπιπλα που εμφανίζονται ίσως και να υπήρχαν στις καλές συνοικίες των Αθηνών και μόνο.

Το περιβάλλον του χωριού δεν ήταν γεμάτο από ρομάντζα μεταξύ ανθρώπων με λιγότερο ή περισσότερο λυμένα προβλήματα επιβίωσης, αλλά πλαίσιο ασφυκτικό για τους ηττημένους του εμφυλίου πολέμου και για τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Σε τέτοιο περιβάλλον εξελίσσονταν τα πάθη και οι έρωτες, όχι σε μια μεσοαστική εκδοχή της σημερινής κοινωνίας, μεταφυτευμένη σε προηγούμενες δεκαετίες.

Η κυριαρχία του πλούτου αποτελούσε τμήμα ενός ευρύτερου σκληρού εξουσιαστικού μηχανισμού, όχι μόνο τότε αλλά και τώρα. Η «άπονη εξουσία» κυριαρχούσε. Όταν από την περιγραφή σου αφαιρείς το πραγματικό, ιστορικό πλαίσιο και απολείπεται απλώς ένας σατανικός και αυταρχικός πάτερ-φαμίλιας, οι αντίπαλοί του και οι σύμμαχοί του, η καλλιτεχνική σου δημιουργία μένει έωλη και μοιραία τείνει να γίνει καρικατούρα.

Μια γυναίκα μπορεί και σήμερα να δολοφονήσει τον άντρα της και σήμερα, αλλά το τι σημαίνει ένας βίαιος άντρας δεν είναι το ίδιο σε κάθε χωρικό και χρονικό πλαίσιο. Αντιστοίχως και κάθε πτυχή της προσωπικής και κοινωνικής ζωής.

Στην πραγματικότητα, αν οι δημιουργοί της εν λόγω σειράς (και το ίδιο ισχύει για κάθε καλλιτεχνική δημιουργία) τολμούσαν να μελετήσουν και να αναπαραστήσουν το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, εν προκειμένω εκείνο του κράτους της δεξιάς, της ευρείας φτώχειας, της ξενοκρατίας, της κοινωνικοπολιτικής καταπίεσης και (γιατί όχι;) και των νέων ρευμάτων που ξεπηδούσαν, όπως και της αγωνιζόμενης νεολαίας, θα είχαν ένα βαθύτερο και πλουσιότερο έργο να εμφανίσουν αντί για μια επανάληψη από ένα σημείο και μετά γενεαλογικών διασταυρώσεων, παιδιών εκτός γάμων, ρομάντζων και δολοπλοκιών.

Το ζήτημα δεν προκύπτει μόνο με τη συγκεκριμένη, τηλεοπτική σειρά: έγκειται στην κυρίαρχη τάση ιστορικού αναθεωρητισμού και στα καθ’ ημάς, που συστήνει στις νεότερες γενιές μιας κίβδηλη Ελλάδα, μια εικόνα της χώρας τόσο κοντινή με την πραγματικότητα του ιστορικού της παρελθόντος, όσο οι ταινίες της Βουγιουκλάκη. Η εποχή μας ιδίως χρειάζεται δημιουργούς που τολμούν και όχι που στρογγυλοκάθονται στις συστημικές ευκολίες και σε αντιιστορικές περιγραφές. 

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα