Το ψυχροπολεμικό και αντικανονικό παιγνίδι που έχει «ανοίξει» το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να κάνει τα χατήρια των ΗΠΑ, κορυφώνεται τις τελευταίες εβδομάδες, λίγο πριν την αποχώρηση της κυβέρνησης Τραμπ και του Μάικ Πομπέο, του «αρχιτέκτονα» της κρίσης, σύμφωνα με όσα ο ίδιος μας ανακοίνωσε πρόσφατα.
Τα τελευταία κεφάλαια, που παρακολουθούμε, έχουν έντονο το χαρακτήρα της κλιμάκωσης, και οι δύο πιο πρόσφατες πράξεις στο έργο που παρακολουθούμε, το κάνουν ιδιαίτερα διασκεδαστικό και με πρωτότυπες ανατροπές. Όχι μόνον γιατί δείχνουν τη σύγχυση που επικρατεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και γιατί καταδεικνύουν, ακόμη μια φορά, πως οι Αμερικάνοι δεν πιάνονται φίλοι: υποταγή απαιτούν και θα την επιτύχουν με κάθε τρόπο.
Οι πιο πρόσφατες πράξεις του έργου, λοιπόν, που θα μπορούσε να θεωρηθεί κωμωδία αν δεν στηριζόταν στην τραγωδία του σχίσματος και την τραγική κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουκρανία στην οποία το Φανάρι έχει παίξει βασικό ρόλο, έχουν, ως εξής:
Στην «Καθημερινή» δημοσιεύεται συνέντευξη του υπεύθυνου εξωτερικών υποθέσεων του Πατριαρχείου της Μόσχας, Βολοντομόσκ Ιλαρίωνα, με ταυτόχρονη απάντηση (;) από τον μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και διεκδικητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου της Ελλάδας.
Την αμέσως επόμενη εβδομάδα, η ίδια εφημερίδα φιλοξενεί συνέντευξη του Αλβανίας Αναστασίου, ο οποίος, με την αγαπητική του στάση και την άρτια θεολογική του κατάργηση, μιλά και για το θέμα του σχίσματος, καλώντας το Οικουμενικό Πατριαρχείο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να δώσει φιλάνθρωπο τέλος σε όσα προκάλεσε.
Ακολουθεί αήθης επίθεση κατά του προκαθήμενου της Αλβανίας από την εφημερίδα Εθνικός Κήρυκας των ΗΠΑ, με γνωστές σχέσεις και με το Αμερικάνικο Κατεστημένο και με την παρούσα ελληνική κυβέρνηση.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης απαντά, με μια σειρά κατασκευάσματα που θα δούμε στη συνέχεια, προσπαθώντας να δώσει θεολογικό έρεισμα στις υπηρεσίες που προσφέρει στις ΗΠΑ. Απαντά, μάλιστα, σε δημώδη νέα ελληνική, από το «Βήμα», την εφημερίδα που ανέφερε, ας το θυμίσουμε, το τηλέφωνο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στον Πατριάρχη, λίγο πριν την επίσκεψη Πομπέο.
Δύο μέρες μετά, ο υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάιο Πομπέο, «δίνει» εν ψυχρώ τον Πατριάρχη μιλώντας ακομπλεξάριστα για το κάθε άλλο παρά εκκλησιαστικό διακύβευμα της ουκρανικής αυτοκεφαλίας..
Ακολουθεί η τοποθέτηση του Πατριαρχείου Μόσχας, που μιλά, πιο ξεκάθαρα από ποτέ, για τα γεωπολιτικά παιγνίδια και την εμπλοκή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε αυτά.
Με τον κίνδυνο να γίνω μπανάλ, δε μπορώ παρά να θυμηθώ τον χιλιοειπωμένο στίχο: Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος…
Έτσι, πολύ απλά, οι Αμερικάνοι αφήνουν έκθετο τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αναιρούν την, εκλλησιολογική υποτίθεται, επιχειρηματολογία του στο Βήμα και τον παραδίδουν στην κρίση του πληρώματος της Εκκλησίας. Που θα είναι η αναμενόμενη – είχαμε προειδοποιήσει, θα το ξαναπούμε: η υστεροφημία είναι πάντα λαϊκή υπόθεση.
Στο θεολογικό μέρος, με δεδομένη τη μελέτη όσων οδήγησαν στο σχίσμα, όσων καταγράφει ο μητροπολίτης Κύκκου στο σχετικό του βιβλίο, αλλά και σε όσα έχουν πει οι έχοντες παρρησία, οι απαντήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη στη συνέντευξη βασίζονται σε μία σειρά από αποσιωπήσεις και λαθροχειρίες. Και ας μας επιτραπεί να τις δούμε μία μία εδώ:
i) Η παραχώρηση αυτοκεφαλίας σε μία Εκκλησία σχισματικών, που εκπροσωπεί μια μικρή μειονότητα του Ουκρανικού λαού, μας παρουσιάζεται ως «μια πράξη ευθύνης απέναντι σε εκατομμύρια ορθοδόξων αδελφών μας που βρίσκονταν, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, εκτός Εκκλησίας». Αυτό που αποσιωπάται μεγαλοπρεπέστατα είναι ότι τα εκατομμύρια των Ορθοδόξων αδελφών μας της Ουκρανίας ανήκουν στην κανονική Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο, την οποία δεν αναγνωρίζει πλέον το Φανάρι. Η αναγνωριζόμενη από το Φανάρι εκκλησία υπό τον Επιφάνιο (Ντουμένκο) αντιστοιχεί σε λίγες χιλιάδες πιστών, και αποτελεί κρατικό κατασκεύασμα: είχε την ένθερμη κρατική υποστήριξη του απελθόντος προέδρου της χώρας, Πέτρο Ποροσένκο. Το ότι ο ουκρανικός λαός στη μεγάλη πλειοψηφία του απέρριψε τις γεωπολιτικές αυτές επιλογές (γιατί περί αυτού πρόκειται) φαίνεται από το γεγονός ότι «μαύρισε» τον Ποροσένκο στις εκλογές του 2019, αμέσως μετά την αναγνώριση αυτοκεφαλίας από το Φανάρι.
Η μοναδική δυνατή επίκληση στη θέληση του ουκρανικού λαού, η οποία μπορεί να γίνει, λοιπόν, αυτή στις δημοκρατικές εκλογές αμέσως μετά την αναγνώριση αυτοκεφαλίας, που έγινε μέρος του προεκλογικού σώου του Ποροσένκο, είναι η εξής: ο ουκρανικός λαός, όταν ρωτήθηκε δημοκρατικά, απέρριψε την πολιτική του προέδρου του και άρα και την πολιτική του Φαναρίου.
Έτσι, ο νέος πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Ζελένσκι, βρέθηκε ενώπιον μιας νέας, ιδρυμένης από το Φανάρι, εκκλησίας από υλικά σχισματικών και καλείται να ισορροπήσει την κατάσταση αυτή σε σχέση με την πλειοψηφούσα Εκκλησία, που είναι αυτή υπό τον Ονούφριο, σε ένα δύσκολο πλαίσιο διαχείρισης της σχέσης της Ουκρανίας με τη Ρωσία, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Η.Π.Α., και τις πιέσεις από τις τελευταίες διαρκώς να αυξάνονται, όπως φάνηκε στην επίσκεψη του στο Φανάρι (χωρίς καν την αφορμή πολιτικών επαφών με τις τουρκικές αρχές).
Πολύ απλά, λοιπόν, το Φανάρι δεν υλοποίησε κανένα μακροχρόνιο αίτημα του Ουκρανικού λαού, ότι κι αν υποστηρίζει. Συντονισμένο με τις αμερικάνικες πιέσεις και θελήσεις, το Φανάρι έκανε ένα προεκλογικό, εθνικιστικό και αντικανονικό και καθ’ υπαγόρευσιν, χατίρι στον Ποροσένκο, τον οποίο ο Ουκρανικός λαός μαύρισε. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε πιόνι στα χέρια της αμερικάνικης διπλωματίας, συμπαίκτης της σε ένα εκκλησιολογικό «δόγμα του σοκ».
ii) Μία παράγραφος αν μη τι άλλο προκλητική, όπως τη διαβάζουμε στη συνέντευξη: «διαβάζουμε διάφορες καταγγελίες για βιαιότητες από ακραίες ομάδες σε βάρος των ορθοδόξων στην Ουκρανία. Εάν, ασφαλώς, αληθεύουν, τέτοιες ενέργειες, απ’ όπου κι αν αυτές προέρχονται και σε βάρος οποιουδήποτε και αν γίνονται, τις έχουμε καταδικάσει από την πρώτη στιγμή, όπως έχουμε καταδικάσει και τις κάθε είδους προβοκάτσιες που στοχεύουν στη δημιουργία κλίματος έντασης μεταξύ του λαού της Ουκρανίας, αλλά και στην προσβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Ευτυχώς φτάσανε και στο Φανάρι τα νέα για τις βάναυσες καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουκρανία. Μόνο που δεν μας κάνει τη χάρη ο Οικουμενικός Πατριάρχης να μας πει από ποιους και εις βάρους ποιων χρησιμοποιείται η βία. Δεν μας λέει ότι ακραίες ομάδες νεοναζιστών και εθνικιστών ασκούν βία εναντίον των ορθοδόξων πιστών της πλειοψηφούσης Εκκλησίας, αυτής υπό τον Ονούφριο, που δεν αναγνωρίζει πλέον το Φανάρι, προκειμένου να τους τρομοκρατήσουν και να τους υποχρεώσουν να ενδώσουν στην κλοπή των ναών τους, και την παράδοσή τους στους σχισματικούς του Επιφάνιου.
Το να καταδικάζεται ανωνύμως η βία «από όπου κι αν προέρχεται» είναι πιο υποκριτικό και από τις ανάλογες ατάκες του Γιώργου Καμίνη. Γιατί στην περίπτωση της Ουκρανίας έχουμε την κλασικότατη αμερικανική συνταγή: Σε κάθε γεωπολιτική σύγκρουση, οι Αμερικανοί βάζουν τους πιο ακραίους να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, όταν χρειάζεται, και ταυτοχρόνως βάζουν θεσμούς με κύρος, με τη λεγόμενη «μαλακή ισχύ» (soft power) να «ευλογήσουν» εμμέσως πλην σαφώς τη βία των ακραίων. Στην Ουκρανία οι ακραίοι που έκαναν και κάνουν τη βρώμικη δουλειά των Αμερικανών ήταν και είναι οι νεοναζί και εθνικιστές παρακρατικοί, ενώ τη δουλειά της soft power την κάνει το Φανάρι.
Στη Μέση Ανατολή, λ.χ. στη Συρία τη βρώμικη δουλειά την κάνουν τζιχαντιστές, ακόμη και της Αλ-Νούσρα, που συνδέεται με την Αλ Κάιντα ή ακόμη και το εργαλειοποιημένο Ισλαμικό Κράτος (ISIS), ενώ τη soft power την αναλαμβάνουν θεσμοί της λεγόμενης «διεθνούς κοινότητας» (των νεο-αποικιοκρατικών δυνάμεων της Δύσης) που έρχονται με επίκληση και πάλι της βουλήσεως του δύσμοιρου λαού (που έχει υποστεί τη βία των Ναζί στην Ουκρανία ή των τζιχαντιστών στη Συρία) να προσπαθήσουν να παγιώσουν τα τετελεσμένα της βίας όσων έχουν κάνει τη βρώμικη δουλειά.
Το γεγονός ότι το Φανάρι «καταδικάζει τη βία από όπου κι αν προέρχεται» ως «εκκλησιαστικός Καμίνης» σημαίνει ακριβώς ότι έχει αποδεχθεί τον ρόλο παραρτήματος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με την αποστολή να αποτελεί τη soft power στην νεο-ιμπεριαλιστική περικύκλωση της Ρωσίας. Στη συνταγή οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι: Τη βρώμικη βία θα την ασκήσουν οι Ναζί, την «καθαρή» μαλακή ισχύ το Φανάρι. Το τελευταίο έχει την πολυτέλεια να καταδικάζει εκ του ασφαλούς, πλην γενικόλογα και άνευ ουσίας, τη βία, επειδή ακριβώς ο ρόλος του είναι να επευλογεί τα αποτελέσματα αυτής της βίας. Δηλαδή να επευλογεί ότι οι σχισματικοί θα αρπάξουν με τη βία των Νεοναζί τους ναούς, τα οικοδομήματα ή και τις ίδιες τις ζωές ενίοτε των πλειοψηφούντων ορθοδόξων πιστών της κανονικής Εκκλησίας.
Στη συνέντευξη αφήνονται και υπαινιγμοί για προβοκάτσιες που μπορεί να δημιουργούν εντάσεις. Αυτό θα ήταν κωμικό αν δεν ήταν τόσο τραγικό τη στιγμή που έχει αποκαλυφθεί η τεράστια και δραματική προβοκάτσια με την οποία έγινε η αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2014: Όταν ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν και τους διαδηλωτές του Μέινταν και τις αστυνομικές δυνάμεις με σκοπό να δημιουργηθεί χάος και μέσα στην αναμπουμπούλα να ανατραπεί η κυβέρνηση Γιανουκόβιτς και με πραξικοπηματική επιβολή νέας φιλοδυτικής κυβέρνησης να αρχίσει ο εμφύλιος.
Στην πραγματικότητα όλο το τρέχον ουκρανικό δράμα στη διάσταση τόσο της Εκκλησίας όσο και της κοινωνίας είναι αποτέλεσμα αυτής της αποδεδειγμένης προβοκάτσιας στις αρχές του 2014, η οποία αποτελεί κλασική αμερικανική συνταγή που την έχουμε δει ξανά και ξανά σε πολλά θέατρα γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.
iii) Λαθροχειρία μέγιστη: στη συνέντευξη αναφέρεται η περίπτωση της Ουκρανίας ως μία από τις πολλές περιπτώσεις όπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει παραχωρήσει αυτοκεφαλία σε μία εκκλησία. Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η περίπτωση της Ουκρανίας δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις άλλες περιπτώσεις. Στις άλλες περιπτώσεις, επρόκειτο για εκκλησίες που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπότε υπήρχε η αρμοδιότητα να δοθεί η αυτοκεφαλία. Περιπτώσεις, όπως λ.χ. αυτή της Ελλαδικής Εκκλησίας ή της Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Εκεί όπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε, υπό το βάρος ιστορικών εξελίξεων, να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία εκκλησιών που σε κάθε περίπτωση ανήκαν στη δικαιοδοσία του.
Όμως η Εκκλησία της Ουκρανίας δεν ανήκει πλέον στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το 1686 η Μητρόπολη του Κιέβου μεταφέρθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Διονύσιο Δ΄ στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας, όπου και ανήκει επί πάνω από τρεις αιώνες. Οπότε είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση: σήμερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρπάζει εκκλησία που είναι στη δικαιοδοσία άλλης Εκκλησίας, του Πατριαρχείου Μόσχας, και της αποδίδει αυτοκεφαλία χωρίς να έχει κανονικό εκκλησιαστικό δικαίωμα για αυτό.
Με το να αριθμούνται πλασματικά και αορίστως – δεν κατονομάζονται- εννέα συν μία περιπτώσεις, ο Πατριάρχης προσπαθεί να μετατρέψει δολίως κάποια ιστορικά γεγονότα σε γενικό αποκλειστικό δικαίωμά του. Τι ήταν τα ιστορικά γεγονότα; Τον 19ο και 20ο αιώνα με την κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μια σειρά από εκκλησίες ζήτησαν την αυτοκεφαλία τους και το Φανάρι συνήθως αναγκαζόταν ακουσίως να την παραχωρήσει ύστερα από ικανό διάστημα. Το ιστορικό αυτό γεγονός, το Φανάρι προσπαθεί να το μετατρέψει σε μία αρχή ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι αυτό που γενικά έχει το δικαίωμα να δίνει αυτοκεφαλία. Όμως δεν μπορεί ένα ιστορικό γεγονός να μετατραπεί σε γενική εκκλησιολογική αρχή, αν αυτό δεν έχει αποφασιστεί συνοδικά σε πανορθόδοξο επίπεδο. Και μάλιστα, όταν η καταδίκη του εθνοφυλετισμού έχει στηριχτεί ακριβώς σε αυτό – του εθνοφυλετισμού που σήμερα θρέφει το Φανάρι, αλλοιώνοντας την ίδια του την ιστορία.
Ήταν κωμικό, ας μας επιτραπεί, να αποφασίζει η Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κρήτης του 2016 για μια σειρά από τετριμμένα και λίγο πολύ αυτονόητα θέματα και να παραλείπει το πλέον φλέγον ζήτημα του Ορθόδοξου κόσμου, δηλαδή το πώς χορηγείται θεσμικά η αυτοκεφαλία.
Αν το θέμα είχε συζητηθεί στην Πανορθόδοξη Σύνοδο θα είχαν υπάρξει διαφωνίες, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα είχε μειοψηφήσει και θα είχε υπάρξει αδιέξοδο, όπως είχε υπάρξει σχετικό αδιέξοδο στη σχετική προπαρασκευαστική συζήτηση. Για τον λόγο αυτό, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αφαίρεσε το θέμα αυτό από τα υπό συζήτηση θέματα στη Σύνοδο, ώστε να μην υπάρχει πανορθόδοξη συνοδική απόφαση, και να μπορεί να επικαλείται την ανύπαρκτη εκκλησιολογική αρχή ότι αυτό χορηγεί την αυτοκεφαλία.
Κι έτσι, ένα ιστορικό γεγονός οφειλόμενο στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πλασάρεται (θα τολμήσω να πω χοντροκομμένα, πια) ως υποτιθέμενη κανονική εκκλησιολογική αρχή, ενώ ακριβώς αυτή η εκκλησιολογική αρχή δεν υπάρχει, επειδή το Φανάρι δεν θέλησε να υπάρξει, και την έβγαλε από τα θέματα της Πανορθόδοξης Συνόδου.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μόνο μια τεκμαιρόμενη εκκλησιολογική αρχή, η οποία δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί από πανορθόδοξη σύνοδο, ότι η αυτοκεφαλία δίνεται από τη μητέρα Εκκλησία κατ’ ελπίδα με την κοινή συναπόφαση όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών. Όμως στην Ουκρανία «μητέρα Εκκλησία» είναι από το 1686 σαφώς η Εκκλησία της Ρωσίας και όχι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως ήταν στην περίπτωση λ.χ. της Ελλάδας ή της Βουλγαρίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι άμεση «μητέρα» της Εκκλησίας της Ουκρανίας παρά μόνο, για να μείνουμε στα οικογενειακά, μακρινή «προγιαγιά», από το βάθος περισσότερο από τριών αιώνων.
Οπότε δεν πρόκειται για χορήγηση αυτοκεφαλίας, πρόκειται για παράνομη αρπαγή της θυγατρός Εκκλησίας, που απομακρύνεται από τη μητέρα της, αν χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του Φαναρίου ή, σε κάθε περίπτωση, η διαγραφή, με το αμερικάνικο «έτσι θέλω», 334 ετών κανονικής εκκλησιαστικής ιστορίας όπου η Μικρά Ρωσία (Ουκρανία) αποτελεί μια εκκλησιαστική ενότητα με τη Μεγάλη Ρωσία.
Αυτά τα 334 χρόνια, ας σημειωθεί, επίσης αποσιωπώνται πλήρως στη συνέντευξη. Γιατί βεβαίως δεν είναι «κατοχυρωμένη από την εκκλησιαστική πρακτική αιώνων παράδοση της Ορθοδοξίας» το να αρπάζει μία Εκκλησία δικαιοδοσία που έχει ήδη δώσει σε άλλη Εκκλησία.
Kαι, βεβαίως, το ζήτημα δεν αφορά μόνο στην Ουκρανία. Εφόσον το Φανάρι συνεχίσει να είναι ένα παράρτημα του Στέητ Ντηπάρτμεντ δίκην «μαλακής ισχύος», το ίδιο μπορεί να συμβεί στο μέλλον στη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, τη Λευκορωσία και αλλού, ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις του αμερικανικού παράγοντα και τους συσχετισμούς δυνάμεων. Για αυτό και η σπουδή να παγιωθεί μια υποτιθέμενη εκκλησιολογική αρχή ότι μόνο το Φανάρι χορηγεί αυτοκεφαλία. Για αυτό και η επιμονή στη συνέντευξη ότι αυτό δεν είναι θέμα ούτε για να γίνονται «εκκλήσεις για πανορθόδοξες συνάξεις», ούτε για «συνεντεύξεις» (ε, εντάξει, αν δεν είναι συνεντεύξεις των εκπροσώπων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίοι έχουν αποδειχθεί λαλίστατοι, ζωή να ’χουν).
Κι έτσι έχουμε έναν προκαθήμενο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη, που υποτίθεται ότι έχει το προνόμιο να συγκαλεί πανορθόδοξες συνόδους (αν και στη Ρωμαϊκή- Βυζαντινή αυτοκρατορία τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλούσε ο αυτοκράτορας και όχι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που είχε απλώς το πρωτείο τιμής μεταξύ των προκαθημένων), να απαξιώνει ακριβώς αυτό το προνόμιό του, λέγοντας ότι δεν χρειάζονται «πανορθόδοξες σύνοδοι» για το μακράν πιο κρίσιμο ζήτημα της Ορθοδοξίας εδώ και πολλές δεκαετίες, αν όχι αιώνες.
Με το να απαξιώνει τη συνοδική διαδικασία, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως απαξιώνει ή και απεμπολεί αυτό που ο ίδιος διεκδικεί ως βασικό του ιστορικό προνόμιο: Το να συγκαλεί πανορθόδοξες συνόδους. Ένας πρώτος που δεν συγκαλεί πανορθόδοξη σύνοδο, αλλά μένει πρώτος άνευ συνόδου, είναι ένας πρώτος που αποτυγχάνει ως πρώτος, αφού η δουλειά του, η διακονία του, είναι πρώτα απ’ όλα αυτό: να λαμβάνει την πρωτοβουλία για συνοδική επίλυση όταν υπάρχει ανάγκη. Και ποτέ δεν υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη από σήμερα.
iv) Όλη η ρητορική και στη συγκεκριμένη συνέντευξη και γενικότερα από εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι ότι δεν υπάρχει σχίσμα, αλλά απλώς πρόκειται για μια μονομερή ενέργεια του Πατριαρχείου της Μόσχας που είναι απομονωμένο. Η όλη λογική αυτής της τακτικής είναι η επίκληση ενός ιστορικού κυνισμού ότι στο τέλος νικάει η αδυσώπητη ισχύς της Ιστορίας και οι αυτοκεφαλίες Εκκλησιών σε νέα εθνικά κράτη στο τέλος αναγνωρίζονται και τα σχίσματα είναι ανύπαρκτα ή προσωρινά.
Η λογική αυτή είναι λάθος για δύο λόγους. Πρώτον, είναι θεολογικώς απαράδεκτη η επίκληση στον ιστορικό κυνισμό της εξουσίας. Αυτός που υπηρετεί την οικουμενικότητα οφείλει να διαλέγεται συνοδικώς με όλους, με βάση τους παραδοσιακούς κανόνες και όχι τη δύναμη των ισχυρών. Αλλά, είναι και εμπειρικώς λάθος η επίκληση αυτή. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη εθνών-κρατών και η εθνογένεση με εργαλειοποίηση της αυτοκεφαλίας δεν είναι κάποια συνταγή επιτυχίας…
Η Ουκρανία, σήμερα βιώνει με τραγικό τρόπο το δίλημμα ανάμεσα σε έναν φιλοδυτικό και έναν φιλορωσικό προσανατολισμό. Οι πιο πρόσφατες εκλογές φανέρωσαν σκεπτικισμό ως προς τον φιλοδυτικό προσανατολισμό και επιθυμία βαθύτερης εξισορρόπησης των εντάσεων. Για τον λόγο αυτό μια εκκλησιαστική στάση από το Φανάρι θα ήταν όχι να σπεύσει να συμπαραταχθεί εν μέσω εμφυλίου με τους πρόσκαιρους πραξικοπηματίες, όπως έκανε το 2014-2018, οι οποίοι και τελικά ηττήθηκαν στις εκλογές του 2019, αλλά να διακονήσει την ισορροπημένη ενότητα του ουκρανικού λαού, την οποία ο ίδιος δηλώνει δημοκρατικώς ότι επιθυμεί.
v) Ο κίνδυνος για τον «ορθόδοξο» παπισμό είναι εμφανής στη δράση και στις δηλώσεις του Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Το ένα ζήτημα το προαναφέραμε. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε το δικαίωμα στο παρελθόν να αναγνωρίσει αυτοκεφαλία σε εκκλησίες που ανήκαν στη δικαιοδοσία του. Ιστορικώς το είχε. Όμως δεν έχει το δικαίωμα να αναγνωρίσει αυτοκεφαλία σε εκκλησία που ανήκει ήδη σε άλλη Εκκλησία από το 1686.
Το άλλο ζήτημα αφορά σε αυτό που επισήμως ονομάζεται «θέμα του οικουμενικού εκκλήτου». Δηλαδή, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως διεκδικεί το προνόμιο να επιλύει διαφορές που προκύπτουν σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες ως έσχατος κριτής. Το «από που κι ως που» είναι μια καλή ερώτηση εδώ. Όμως, θα μείνουμε στην πράξη. Γιατί, αυτά τα δύο που υποστηρίζει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ό,τι δηλαδή έχει το δικαίωμα να χορηγεί γενικώς το αυτοκέφαλο, ακόμη και σε εκκλησίες που έχουν φύγει από τη δικαιοδοσία του, και ό,τι είναι πανορθοδόξως ο έσχατος κριτής, αποτελούν όντως κίνδυνο, εμφανή και μεγάλο, «ορθόδοξου παπισμού».
Σε αυτόν τον εν τη γεννέσει του παπισμό, μόνον οι συνοδικές λύσεις, μόνον μια πανορθόδοξη Σύνοδος μπορεί να απαντήσει, ώστε να ακουστούν οι απόψεις όλων των Εκκλησιών. Αν δεν συγκληθεί σύνοδος για αυτά τα θέματα ζωής και θανάτου για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε και κίνδυνος ορθόδοξου παπισμού θα υπάρχει και σχίσματα ως αντίδραση στον παπισμό, όπως μας δείχνουν όσα έγιναν στη Δύση.