ΑΘΗΝΑ
15:56
|
24.04.2024
Συνέντευξη από την Πάολα Ρεβενιώτη, την τρανς σεξεργάτρια, ποιήτρια, εκδότρια του θρυλικού περιοδικού “Το Κράξιμο” στον Διονύσιο Καλιντέρη.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Εν μέσω πανδημίας, αδημονίας για μιαν αυθεντική ελευθερία, γνήσιου προβληματισμού για τη νεοελληνική ταυτότητα και τα όριά της, επίσημου πατριωτικού κιτς, υποκλίσεων σε υψηλούς ξένους καλεσμένους, ακροδεξιού μένους για τις προσπάθειες οικειοποίησης των εθνικών συμβόλων από LGBT καλλιτέχνες, καθώς και ενίοτε αστείων προσπαθειών αποθέωσης του military look, κρίναμε πολλαπλά χρήσιμη μια συνάντηση με την τρανς σεξεργάτρια, ποιήτρια, εκδότρια του θρυλικού περιοδικού “Το Κράξιμο”, διοργανώτρια των πρώτων ελληνικών Pride, συνδημιουργό ντοκυμανταίρ και ενίοτε υποψήφια βουλευτή Πάολα Ρεβενιώτη, για μια χειμαρρώδη συζήτηση κατ’ οίκον, η οποία έγινε διπλά απολαυστική από τα φρεσκοφουρνισμένα τυροπιτάκια της. Περικοπές ή άλλες λογοκριτικές παρεμβάσεις δεν υπήρξαν, πέρα από τη δέσμευσή μας να μην φωτογραφίσουμε μια θεά της νύχτας με την ποδιά της κουζίνας.

Τι συγκράτησες από τις τελετές για τα διακόσια χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης;

Τι να συγκρατήσω; Την πλήρη απουσία της Εκκλησίας – με εντυπωσίασε και ήταν πολύ θετικό. Τον σύντροφο της προέδρου, που τον είχε μαζί της. Και τα κουτσομπολιά. Δηλαδή τι εθνική υπερηφάνεια να αισθανθώ τέτοια εποχή; Η φωτογραφία στο Σύνταγμα, με τον Κάρολο από τη μια και τον Ρώσο από την άλλη, ήταν πολύ συμβολική: σαν αποικία τους είμαστε. Καλό είναι να θυμόμαστε τα γεγονότα, αλλά μας σερβίρουν ένα ψέμα για το τι πραγματικά ήταν η Επανάσταση του ’21.

Τα κουτσομπολιά τα βρήκα πιο ευχάριστα. Ο Κάρολος συγκινήθηκε! Μα συγκινούνται καλέ οι πρίγκηπες; Τώρα, θα μου πεις, έχουν και κρίση ταυτότητος όλοι αυτοί: Ο πατέρας του υποτίθεται Έλληνας, η μάνα του κάτι άλλο, ο παππούς του κάτι παράλλο.

Ήταν αστεία όλα αυτά με τα ντυσίματα, τη Γιάννα Αγγελοπούλου, τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Απορώ τι θεσμικό έχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πρέπει να βρίσκονται πλάι στο κράτος. Επειδή έχουν λεφτά πρέπει να καθορίζουν την ελληνική ιστορία; Αντί να καλέσουν δυο τρεις απλούς ανθρώπους με κλήρο, καλέσανε την αριστοκρατία. Αλλά τι περιμένεις από μία κυβέρνηση Μητσοτάκη…

Γέλασες με την φωτογραφία του λοχία που σκύβει μπροστά από τη φουστανέλα του τσολιά;

Εγώ δεν γέλασα, γιατί την έχω κάνει αυτή την κίνηση πολλές φορές. Την παλιά εποχή, θυμάμαι, το ’84-’86 πηγαίναμε και παίρναμε τα τσολιαδάκια στη σκοπιά. Έχει παραδίπλα ένα κουβούκλιο και εκεί τα παίρναμε. Η Αθήνα τότε ήταν μικρή.

Είναι υπερτιμημένος ο Έλληνας τσολιάς;

Κάτι ερωτήσεις που μου κάνεις! (γέλια) Φολκλόρ είναι. Μαντράχαλοι είναι. Ο αδερφός μου, ξέρεις, ήταν στην Προεδρική Φρουρά και καμάρωνε.

Νομίζω ότι γνωρίζεις τις ένοπλες δυνάμεις καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον…

Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, περίπου 17-18 χρόνια, το πέρασα πηγαίνοντας τέσσερις-πέντε φορές την εβδομάδα από συνήθεια στο στρατόπεδο του Μεγάλου Πεύκου. Εκεί ήταν Κέντρο Ειδικών Δυνάμεων. Τα βράδια τον χειμώνα ήμασταν εκεί μόνο η ψιλικατζού και εγώ.

Είναι αξιόμαχο το στράτευμα ή πρέπει να ανησυχούμε ως χώρα;

Ήταν χειμώνας και εγώ πήγαινα στο Μεγάλο Πεύκο και καθόμουν μέσα στο αυτοκίνητο, αλλά έβγαινα και έξω, ενώ ήμουν σχεδόν ξεβράκωτη. Μαζευόντουσαν γύρω γύρω οι λοκατζήδες και τρέμανε, τρέμανε, τρέμανε μέσα στο κρύο, δεν το ξεχνάω αυτό. Και εγώ ξεβράκωτη, δεν κρύωνα. Ήμουν πιο κομμάντο από αυτούς.

Ένα άλλο βράδυ, ερχόμουν από την Κόρινθο και σταματάω λίγο στην ψιλικατζού, παίρνω τσιγάρα και πάω προς το στρατόπεδο, παραδίπλα από την πύλη. Οι φαντάροι έλειπαν, μάλλον είχαν νυχτερινή εκπαίδευση. Ξαφνικά σταματάει ένα ΡΕΟ μπροστά μου – λέω “Ωχ!”. Κατεβαίνουν καμιά πενηνταριά άτομα και ένας Πατρινός λοχίας που είχαν επικεφαλής τους λέει: “Πους-απς για την Πάολα!”. Εγώ όρθια και τριγύρω πενήντα φαντάροι να κάνουν πους-απς και να φωνάζουν “ένα-δύο-τρία, Πάολα!”. Τι να μας πεί μετά η Σακελλαροπούλου…

Αλλά με μπάτσους, έχεις πει, δεν έχεις δεχτεί να πας ποτέ.

Θα έχω πάρει και μπάτσο, τόσα χρόνια, αλλά εν γνώσει μου ποτέ.

Να θυμηθούμε ότι και εσύ προέρχεσαι από τις ένοπλες δυνάμεις.

Ναι, από τα 12 μέχρι τα 15 ήμουν στο Πολεμικό Ναυτικό. Μετά το Δημοτικό, με έβαλαν έναν χρόνο σε μία σχολή για μηχανικούς αυτοκινήτων – ό,τι χειρότερο για ένα παιδάκι που ένιωθε κοριτσάκι. Προτίμησα λοιπόν τη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού, για να φύγω από το σπίτι.

Μέχρι τότε, ζούσα τον χειμώνα στο Κερατσίνι και μόλις κλείναν τα σχολεία για όλο το καλοκαίρι πήγαινα στην Κέρκυρα, στην άλλη γιαγιά και τις θείες που με προσέχανε, με καλοντύνανε. Ήταν το μέρος κοσμοπολίτικο, γιατί η παραλία κάτω από το χωριό ήταν τουριστική: ερχόντουσαν οι σταρ, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, είχα αρχίσει να μαθαίνω ιταλικά. Και έτσι κατέληξα στο Ναυτικό.

Ήσουν εσύ άνθρωπος της πειθαρχίας;

Όχι. Απορώ και εγώ πώς άντεξα. Ήταν τρία χρόνια δύσκολα – και φαντάσου μια στρατιωτική σχολή εν καιρώ δικτατορίας. Μας έβγαζαν κηρύγματα για τη χούντα και τέτοια. Είχαμε όμως καλούς καθηγητές. Θυμάμαι είχα φιλόλογο τον Ερρίκο Μπελιέ. Και έναν άλλο καθηγητή που μου έλεγε “είσαι ξεχωριστό άτομο εσύ” και μου έδινε εισιτήρια και έβλεπα ταινίες σαν τον “Βιολιστή στη Στέγη”. Με δυνάμωσε αυτό. Και ενώ με είχαν καταλάβει τι είμαι, δεν έδωσα δικαίωμα, γιατί ήμουν έξυπνο παιδί και άκουγα πώς μιλούσαν για τις αδερφές.

Υπήρχαν σχέσεις συντροφικότητας με κάποιους;

Ήταν τα λεγόμενα “οχτάρια”. Τριτοετείς που είχαν για κολλητό κάποιον δευτεροετή. Λέγαμε “αυτός είναι οχτάρι του τάδε” και ήταν κοινό μυστικό ότι η σχέση τους ήταν ερωτική. Μες στην εφηβεία όλα αυτά – και πάντα κρυφά. Παρόλο που υπήρχαν κάποιες ξακουστές αδερφές στα στελέχη του Ναυτικού.

Από τη σχολή έφυγες με κακό τρόπο.

Με κακό τρόπο, ναι. Έτσι και αλλιώς, δεν υπήρχε περίπτωση να συνεχίσω στο Ναυτικό, γιατί δεν ήταν αυτό το όνειρό μου. Έκανα και όνειρα, κιόλας; Δεν θυμάμαι.

Με διώξαν ταπεινωτικά. Τα έχω ξαναπεί. Ένα βράδυ με πήγε κάποιος μεγαλύτερος συμμαθητής σε ένα σπίτι στην Κυψέλη και εξαφανίστηκε. Εκεί ήταν ένας εικοσιοχτάρης, μόνιμος στο στρατό και αυτός, που ήθελε με το ζόρι να με πηδήξει. Εγώ ήμουν ατίθασο άτομο: Ήξερα πολύ καλά τί είμαι, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα καθόμουν με το ζόρι. Άρχισα να φωνάζω, πετάχτηκα έξω από την πολυκατοικία και οι γείτονες κάλεσαν το “100”. Αυτός κατέθεσε ότι τον πέτυχα στην Ομόνοια και πήγα με τη θέλησή μου στο σπίτι του για να με πηδήξει. Το αποτέλεσμα ήταν να περάσω το χειρότερο βράδυ στη ζωή μου. Στη στρατιωτική αστυνομία του Ναυτικού στον Βοτανικό, όπου όλη νύχτα με βρίζαν και την επομένη με έβαλαν σε ένα καράβι για τον Πόρο, όπου με έκλεισαν σε ένα κελί για δέκα μέρες και με ξεφτίλιζαν. Και μην ξεχνάς πως ήμουν ένα μικρό παιδάκι, ξανθούλι και αδύνατο.

Βρέθηκες έτσι στους δρόμους. Ασυνόδευτο ανήλικο, όπως λέμε σήμερα.

Και αμέσως έπεσα στα δύσκολα. Έμενα σε κάτι ξενοδοχεία στην Ομόνοια. Εκεί γνώρισα τον Ταχτσή, που έκανε πιάτσα. Ξεχώρισα αυτήν την κυρία που μου μιλούσε τόσο ευγενικά – πέρασαν τουλάχιστον δύο χρόνια μέχρι να μάθω ποιος και τι ήταν. Αυτά συνέβαιναν έξω από το ξενοδοχείο “Βασιλικόν”, όπου ήταν οι τρανς – όλες από φυλακές και αναμορφωτήρια. Μην κρίνεις από το σήμερα. Η Ομόνοια ήταν ένα έγκλημα. Επιβίωσα…

Με σεβόντουσαν πάντως γιατί δεν ήμουν ρουφιάνα και δεν ασχολιόμουν με πράγματα που θα με έβαζαν σε κίνδυνο. Είχα ανοιχτό μυαλό από την Κέρκυρα, είχα μια αγωγή από το Ναυτικό. Πολιτικοποιήθηκα και νωρίς και έτσι είχα διαφορετική πορεία.

Τι σήμαινε στην Αθήνα εκείνου του καιρού να είσαι τρανς;

Καταρχήν ήταν πολύ δύσκολο να νοικιάσουμε σπίτι – ακόμη και σήμερα. Νοικιάζαμε κάτι υπόγεια, κάτι εξωτερικά διαμερίσματα και τέτοια. Υπήρχαν εστιατόρια που δεν μας άφηναν να μπούμε να φάμε. Ήσουν πολύ ευάλωτη απέναντι στον μπάτσο και στον οποιονδήποτε που μπορούσε να σε κράξει και να σου κάνει κακό.

Ο κόσμος τότε ήταν βάρβαρος απέναντι στις τρανς και τους γκέι. Βάρβαρος με μία τρομερή υποκρισία, διότι κυρίαρχο στοιχείο στον Έλληνα τότε ήταν η ομοφυλοφιλία. Όλοι ξέραν καλιαρντά. Ήταν μέσα στην κουλτούρα της εποχής να πάς με ένα ωραίο αγοράκι, ήσουν διπλά άντρας. Δεν είχαν ενοχές. Και από την άλλη, οι γυναίκες δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί, ενώ επί δικτατορίας είχε και πολύ στρατό στην Αθήνα.

Τα τσόλια πού μαθαίνανε, θαρρείς; Ή σε κάτι πουτάνες, που ήταν συντηρητικές και άμα κάναν τσιμπούκια τις βρίζαν οι άλλες ή με τις αδερφές. Μετά το 2000 άρχισε να παρακμάζει ή, ας πούμε καλύτερα, να αλλάζει η κατάσταση.

Δεν είχε αρχίσει να αλλάζει από την δεκαετία του ’80 με το AIDS;

Όχι μωρέ. Δεν φοβήθηκε και τόσο ο κόσμος. Φυσικά εμείς που είμαστε στους δρόμους προσέχαμε, αφού πριν το AIDS υπήρχαν και άλλες αρρώστιες. Για αυτό και στις τρανς τα ποσοστά των οροθετικών είναι χαμηλά.

Ήταν ωραίες εποχές. Όσες είχαν μυαλό και περνάγανε καλά και βγάζανε λεφτά. Άλλες πάλι χαθήκαν από ναρκωτικά, άλλες κάνανε μουνιά και πήγαν σε μπουρδέλα, αυτή ήταν η κατάσταση.

Τι θα πεί “περνάγανε καλά”;

Για όσες έκαναν τη δική μας ζωή, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από ό,τι για έναν “συνηθισμένο” άνθρωπο. Φαντάσου να σε έχουν διώξει από το σπίτι σου, να σε βρίζουν (κυρίως οι καταπιεσμένες αδερφές ήταν που έβγαζαν τέτοιο μίσος, μην κοιτάς τώρα που έχουν απελευθερωθεί κάπως), να είσαι το εύκολο θύμα των μπάτσων. Από την άλλη, όμως, το πεζοδρόμιο τότε ήταν δόξα, όχι όπως τώρα που η πουτανιά έχει γίνει ζητιανιά. Από τη Συγγρού περνούσαν χιλιάδες κόσμος κάθε βράδυ. Τάχα για χαβαλέ, αλλά στο τέλος παιρνόντουσαν. Κάθε τρανς είχε είκοσι γκόμενους, για να διαλέξει με ποιον από όλους θα πάει σπίτι της. Ήταν περιζήτητες. Είχες την κοινωνία να σε λέει περιθώριο και “πούστη” και την ίδια ώρα είχες εκατό άτομα να σε προσκυνάνε, να σε παρακαλάνε, να σε ερωτεύονται και να βγάζεις και λεφτά. Με αυτή τη λογική σου λέω ότι περάσαμε καλά. Ενώ τώρα μπορεί να μην έχεις εκείνη τη σκληρότητα, αλλά ο κόσμος συντηρητικοποιήθηκε, ή μάλλον μαμουχάλεψε. Το Ίντερνετ τους έκανε όλους μαλάκες.

Τότε για να δεις μια τσόντα, έπρεπε να πας στον “Αρίωνα” ή στην “Αλάσκα”, πηγαίνανε και μερικές χαριτωμένες αδερφές, τα ξεπετάγανε τα τεκνά και γινόταν όλο αυτό το νταλαβέρι. Αυτά χάθηκαν πια. Δεν υπάρχει η εξοικείωση που είχαν τα λαϊκά παιδιά, από Περιστέρι, Αιγάλεω, Πειραιά με τους γκέι. Γιατί, πέρα από την πλάκα, έπιαναν μια κουβέντα μετά και έβλεπαν ότι είναι ένας άνθρωπος εκεί απέναντι. Τώρα αυτή η εξοικείωση δεν υπάρχει. Μόνο στο πλαίσιο της “ανοχής”. Τότε δεν ήταν “σε ανέχομαι”, ήταν “σε κάνω και θεά”.

Φαντάζομαι γελάς όταν ακούς να γίνεται λόγος για αστυνομική βία.

Και βέβαια γελάω. Θυμάμαι ήμουν δεκάξι χρονώ παιδάκι και με είχε βάλει ένας μπάτσος στο τμήμα του Φαλήρου για τρεις ώρες με το ένα πόδι όρθιο. Ή σου την έπεφταν για να σε γαμήσουν. Μας έτρεχαν στα τμήματα με σκοπό να μας πάρουν τα λεφτά – αυτό ήταν. Η πιο ξεφτίλα ήταν που σε περνάγανε γιατρό στο Υγιειονομείο και αν σε ανακαλύπταν με κονδυλώματα σε κλείναν με το ζόρι στο Συγγρού. Μετά ήρθαν τα αυτόφωρα: σε κρατάγαν έναν βράδυ στο τμήμα, για να σου ρίξουν το άλλο μεσημέρι είκοσι μέρες, να πληρώσεις και να φύγεις. Νόμιμο νταβατζιλίκι.

Στα δικαστήρια να δεις πλάκα, που δεν υπήρχαν τότε οι αποτριχώσεις και βγαίναν τα γένια το πρωί σε μερικές… Αλλά και αυτές σκοτωνόντουσαν με τους προέδρους, έκαναν φασαρία.

Πάντως μετά το ’86-’87 ηρεμήσαν τα πράγματα. Σταμάτησε αυτή η βιαιότητα και τα κραξίματα. Που για να κατέβεις στην πιάτσα έπρεπε να έχεις δύο αλλαξιές ρούχα: ένα παντελόνι για το αυτόφωρο (γιατί εμείς βγαίναμε σαν λατέρνες) και κάνα άλλο ρούχο για τα γιαούρτια και τα αβγά που πετούσαν τα τσόλια.

Αλλά και σήμερα, μη νομίζεις: Η σκληρότητα στο βλέμμα είναι η ίδια. Η διαφορά είναι ότι σήμερα πιο δύσκολα περνά ο άλλος στη βία.

Υπήρχαν όψεις αποδοχής;

Αν δεν είχες ανάγκη το πεζοδρόμιο, μια χαρά περνούσες, όπως κάποιες ελάχιστες που είχαν περιουσία. Από κει και πέρα είχε πάντα η κάθε γειτονιά την αδερφή της που την ήξερε και την αγαπούσε. Κράζανε μεν, αλλά το βράδυ περνούσαν από το σπίτι της οι περισσότεροι. Ή στο Ζάππειο που γινόταν λαϊκό προσκύνυμα, από στρέιτ.

Κάποτε στο Νέο Κόσμο, όπου έμενα τότε, υπήρχε μια αδερφή, ο Τασούλης. Κάθε φορά που πέρναγε μπροστά από τα συνεργεία γινόταν ο χαμός: “Καλέ, σύκα! Γειά σου Τασούλη!”. Μια μέρα, όμως, αποφάσισαν για πλάκα να τον αγνοήσουν. Πέρναγε και το πολύ να του έλεγε κάποιος: “Καλησπέρα κύριε Τάσο”. Μαράζωσε ο άνθρωπος δίχως κράξιμο και κλείστηκε σπίτι του!

Από τα μέρη της Ελλάδας σε ποια έδρασες;

Τη Θεσσαλονίκη την αγαπούσα και πήγαινα τακτικά εκείνη την εποχή. Εκεί, στο Βαρδάρι με τα λαϊκά τσόλια – τώρα δεν υπάρχουν αυτά. Όμως μετά ανακάλυψα ότι οι Θεσσαλονικείς είναι σαβουρογάμηδες. Τους έβλεπες να είναι με σένα (εμφανιζόμουν μια θεά!) και μετά τους έβλεπες με τον πιο απαράδεκτο, έναν φαφούτη φορτηγατζή και κάτι τέτοιους – μη λέμε ονόματα, γιατί ζούνε… Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω!

Σε άλλα μέρη είχαν περισσότερο γούστο;

Στην Αθήνα είχαν περισσότερο γούστο. Ήξερες πολύ καλά ότι αυτός έρχεται για σένα. Ο Βόλος επίσης ήταν μια ανεκτική πόλη εκείνες τις εποχές – τώρα όχι. Όταν ήθελα να πάω κάπου ένα διήμερο να ξεκουραστώ, διάλεγα τον Βόλο. Υπήρχε το παρκάκι του, υπήρχαν κάτι τρανς Βολιώτισσες, μαζευόντουσαν το βράδυ αδερφές από τη Λάρισα και τα γύρω χωριά και γινόταν τζέρτζελο. Δεν ήταν το μέρος μόνο για ψωνιστήρι. Ήταν ένα μέρος συνάντησης και επικοινωνίας, αφού τότε δεν υπήρχαν γκέι μπαρ ούτε τίποτε.

Και άλλες πόλεις ήταν πιο ανεκτικές: η Κατερίνη, η Αλεξανδρούπολη… Στη Δράμα υπήρχε τη δεκαετία του ’80 και μπαρ με τρανς.

Εσένα η εμμονή σου όμως είναι το Αγρίνιο.

Πλάκα κάνω! Αγρινιώτες και Καρδιτσιώτες είναι μπάρες, πάντως. Οι Πελοποννήσιοι, αντίθετα, είναι πιο απογοητευτικοί. Η Κρήτη, πάλι, έχει παράδοση στις τρανς: είναι πολλές από εκεί, όπως και από τη Μυτιλήνη και τη Χίο, όπου μπορεί και να έμεναν στα σπίτια τους, δεν τις έδιωχναν. Η Κρήτη είναι περίεργο πράγμα: Τα Χανιά, απ’ ό,τι ξέρω, ήταν όαση, τόσο για τις τρανς που δούλευαν εκεί, όσο και για τους γκέι. Οι Κρητικοί είναι ή του ύψους ή του βάθους. Ας μη γενικεύουμε, αλλά ο κάθε τόπος έχει και τη δική του κουλτούρα και αυτό κάτι βγάζει. Ας πούμε, όπου βλέπεις πολύ αντριλίκι, έχει και πολύ πουστριλίκι.

Δεν το θεωρείς προνόμιο να έχεις μια εικόνα του ελληνικού αντρικού πληθυσμού τόσο ιδιωτική; Σαν να έχεις μια ακτινογραφία της ελληνικής κοινωνίας που δεν την έχει κανένας.

Βέβαια είναι προνόμιο. Και αυτό με έκανε να μην έχω πρόβλημα με τον εαυτό μου. Διότι όταν μια κοινωνία σε θέλει να είσαι εσύ κάτι το περίεργο και περιθωριακό και βλέπεις ότι οι ίδιοι είναι περίεργοι και περιθωριακοί στα σεξουαλικά τους και γενικά στον τρόπο ζωής τους, λες: “Εμείς είμαστε ξεκάθαροι”. Ξέρεις πόσες φορές έχω δει να περνάνε και να με βρίζουν και μετά να πηγαίνουν με την παρακάτω στην πιάτσα ή το αντίστροφο;

Αν γενικεύσουμε, τι θα πούμε ότι είναι ο Έλληνας στο κρεβάτι;

Αναρχικός. Αν του βάλεις ταμπέλα, τον ευνούχισες. Η καύλα είναι περίεργη, δεν παίρνει από πολιτική ορθότητα.

Εμείς δεν είμαστε Αγγλοσάξονες. Η ομοφυλοφιλία ήταν μέσα στην κουλτούρα μας, όπως και των Τούρκων και των Αράβων. Βλέπεις, στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’50 υπάρχουν αδερφές – δεν ήταν κάτι κρυφό.

Βέβαια, τότε ήταν υποτίθεται αυστηρός ο διαχωρισμός ποιός τον παίρνει και ποιος τον δίνει. Ήταν σαν αιμομιξία να πάνε οι αδερφές μεταξύ τους! Στα καλιαρντά κάτι τέτοιο λέγεται “φιόγκος”: “Δέσανε φιόγκο αυτές”.

Το ίδιο και με τα ανήλικα. Όταν εμφανιζόταν κάποιο στο πάρκο λέγαμε: “Νάκα, μωρή, μην αβέλεις το άχατο. Μπουτ μπισκέ! Στα ρουνά!”. Που θα πει: Όχι, μωρή, μην το πάρεις αυτό, είναι πολύ μικρό, στους μπάτσους (θα καταλήξεις)! Και κάποιοι, φαντάσου, ακόμη και σήμερα προσπαθούν να ταυτίσουν την ομοφυλοφιλία με την παιδεραστία…

Εντέλει ποιο είναι δικό σου μήνυμα για τα διακόσια χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης;

“Και στο μπουκάλι να μας βάλετε, με τον φελλό θα το κάνουμε!”. Επαναστατικό δεν είναι;

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Σπαρτιάτες: Εκτός ευρωεκλογών με απόφαση του Αρείου Πάγου

Αναγκαστική προσγείωση Boeing 737 στο Ελ. Βενιζέλος

Ανεξάρτητη έρευνα για ομαδικούς τάφους σε νοσοκομεία της Γάζας ζητά η Ε.Ε.

Ισπανία: Ύποπτη για διαφθορά η σύζυγος του Σάντσεθ

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα