Πριν από μερικές μέρες, η είδηση ότι στον Καναδά βρέθηκαν τα λείψανα 215 παιδιών σε ομαδικό τάφο και στον περίβολο ενός καθολικού σχολείου για ιθαγενείς έκανε τον γύρο του κόσμου σκορπώντας αποτροπιασμό και προκαλώντας φρίκη. Το σχολείο Κάμλουπς στη Βρετανική Κολομβία ήταν ένα από τελευταία που λειτουργούσαν στη χώρα μέχρι το 1978, χρονιά του οριστικού λουκέτου στις εγκαταστάσεις του, αν και το εκπαιδευτικό σύστημα για τους ανήλικους ιθαγενείς πήρε τυπικό τέλος δύο δεκαετίες αργότερα, το 1996. Τα φρικιαστικά ευρήματα στο Κάμλουπς δεν προήλθαν από κάποια κυβερνητική πρωτοβουλία, αλλά από τις εναγώνιες προσπάθειες δεκαετιών που κατέβαλαν οικογένειες Ινδιάνων και Ίνουιτ ιθαγενών των λεγόμενων Πρώτων Εθνών, του Εθνικού Συμβουλίου για την Ιστορική και Πολιτιστική Μνήμη και του Εθνικού Κέντρου για την Αλήθεια και την Αποκατάσταση, προκειμένου να απαντήσουν στο πιο αδυσώπητο ερώτημα που μπορεί να βασανίσει έναν γονιό και μία ολόκληρη κοινωνία: πού είχαν εξαφανιστεί, εδώ και δεκαετίες και χωρίς να αφήσουν ίχνη, τα παιδιά τους;
Ο ομαδικός παιδικός τάφος στο Κάμλουπς αναβιώνει τις χειρότερες μνήμες από τη λευκή, βρετανική και γαλλική, αποικιοκρατία στη Βόρεια Αμερική και ειδικά στον Καναδά και επαναφέρει στο προσκήνιο τα απαράγραπτα εγκλήματα της Οτάβα ενάντια στους παλιότερους κατοίκους της καναδικής γης, τους Ινδιάνους, τους Μέριτ και τους Ινουίτ ιθαγενείς των Πρώτων Εθνών. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που ερευνητές βρέθηκαν μπροστά σε μια τέτοια αιματηρή αποκάλυψη: πριν από είκοσι χρόνια, σε τυχαίες ανασκαφές, είχαν ανασυρθεί οστά και ρούχα παιδιών από μικρότερους τάφους στα σχολικά συγκροτήματα του Γκράνμπρουγκ, της Ρεγκίνα και του Μπάτλφορντ. Όμως τότε, το θέμα ξεχάστηκε σύντομα και λόγω της κυβερνητικής στάσης που επικαλούταν την υψηλή παιδική θνησιμότητα λόγω μεταδοτικών ασθενειών ή κακουχιών στο ψυχρό κλίμα της Βρετανικής Κολομβίας και με τα πενιχρά υγειονομικά μέσα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Όμως τέτοιες φθηνές και κάλπικες δικαιολογίες δεν μπορούν να σταθούν πλέον πειστικά στη δημόσια σφαίρα.
Το εκπαιδευτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε για τους ιθαγενείς το 1871 υπήρξε ένα διαρκές, αποτρόπαιο και πολιτιστικά γενοκτονικό έγκλημα εναντίον των Πρώτων Εθνών και σήμερα, η κυβέρνηση του Τζάστιν Τριντό καλείται να πληρώσει το βαρύ τίμημα αντιμέτωπη με τις ανεπούλωτες πληγές του παρελθόντος και τη συνεχή απαίτηση των ιθαγενών για δικαιοσύνη. Το Κάμλουπς είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Όλες αυτές τις δεκαετίες, στο πέρασμα ενός ολόκληρου αιώνα, και κάθε χρόνο, πάνω από 150.000 παιδιά ιθαγενών κάθε ηλικίας, ακόμη και βρέφη, έπεφταν θύματα απαγωγής με κρατική εντολή και επιστασία προκειμένου να φοιτήσουν υποχρεωτικά στα καθολικά σχολεία μόνο για Ινδιάνους ή Εσκιμώους. Την αποστολή της βίαιης αρπαγής και μετεγκατάστασης των παιδιών αναλάμβανε εργολαβικά η Βασιλική Έφιππη Αστυνομία που έμεινε διαβόητη για τις μεθόδους καταστολής των ιθαγενικών αντιδράσεων, οι οποίες έφταναν έως τον εμπρησμό ολόκληρων προσωρινών καταυλισμών ή χωριών και τον ξεριζωμό από τα εδάφη τους.
Τα παιδιά φοιτούσαν εσώκλειστα στα καθολικά σχολεία, με σκοπό να αποκοπούν πλήρως από τις ιθαγενικές ρίζες και από τον νομαδικό τρόπο ζωής τους που δεν ήταν πολιτικά αποδεκτός και οικονομικά εκμεταλλεύσιμος από τους αποικιοκράτες. Οι παραδοσιακές γλώσσες εγκαταλείπονταν. Το κυνήγι, ως τρόπος βιοπορισμού, απαγορευόταν. Οι ιθαγενείς διδάσκονταν την ανωτερότητα του λευκού ανθρώπου και την αδυσώπητη παρουσία του ενός και μοναδικού θεού του ευαγγελίου σε όλη την “αμαρτωλή” και “άστατη” ζωή τους που ήταν ποινικά και ηθικά κολάσιμη. Τα βασικά μαθήματα περιλάμβαναν στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης και αριθμητικής στα αγγλικά και λιγότερο τα γαλλικά. Σκοπός ήταν η συντριβή από νεαρή ηλικία της προσωπικότητας τους και η διδαχή της υποταγής και της υπακοής στον λευκό εξουσιαστή. Προορισμός τους ήταν να υπηρετούν τους λευκούς αφέντες, στα αγροκτήματα και τα εργοστάσια ή στα σπίτια της αριστοκρατίας στις καναδικές πόλεις.
Οι τιμωρίες για τους απείθαρχους μαθητές ή για όσους προσπαθούσαν να δραπετεύσουν ήταν σκληρές: σωματική και ψυχολογική κακοποίηση που έφθανε στον εγκλεισμό σε αυτοσχέδια κελιά απομόνωσης μέσα στα σχολεία και τη σεξουαλική βία και επιβολή τόσο από άνδρες ιερείς όσο και από γυναίκες δασκάλες ή επιστάτριες. Προφανώς, ακόμη και στον θάνατο, όπως τεκμηριώνει εσχάτως και ξανά ο τάφος στο Κάμλουπς. Πάρα πολλοί μαθητές και μαθήτριες απλώς δεν άντεχαν και αυτοκτονούσαν ή αργότερα ξέπεφταν στον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, απόκληροι στις πόλεις και ανεπιθύμητοι μεταξύ των πάλαι ποτέ δικών τους ανθρώπων, καθώς η μακροχρόνια αποκοπή από τις ρίζες και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, τούς είχε στερήσει τις βασικές γνώσεις για να βοηθούν την κοινότητα στον καθημερινό αγώνα για επιβίωση.
Σήμερα στον Καναδά ζουν ακόμη περίπου 80.000 “απόφοιτοι” των καθολικών σχολείων ηλικίας από 45 έως 84 ετών. Αποδεδειγμένα, οι 38.000 από αυτούς, κυρίως γυναίκες, έχουν υποστεί άγρια, σεξουαλικά βασανιστήρια και βιασμούς από ιερείς, δασκάλους, επιστάτες και αστυνομικούς, όλους δηλαδή τους εμπλεκόμενους στο κατ’ ευφημισμό εκπαιδευτικό πρόγραμμα της χώρας μόνο για ιθαγενείς. Πριν από την αποκάλυψη του ομαδικού τάφου στο Κάμλουπς, η κυβέρνηση Τριντό είχε εξαγγείλει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επανορθώσεων συνολικού ύψους 4,4 δισεκατομμυρίων καναδικών δολαρίων, χρήματα που θα κατευθύνονταν κατά προτεραιότητα στις αποζημιώσεις των θυμάτων και σε μεγάλα έργα εκσυγχρονισμού της ζωής στους καταυλισμούς και τις ημιαυτόνομες επικράτειες των Πρώτων Εθνών, όπου έχουν περιοριστεί εδώ και δεκαετίες ειδικά οι Ινδιάνοι και σε πλείστες περιπτώσεις, ειδικά στα δυτικά και τα βόρεια, δεν υπάρχουν καν συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης. Η ανεργία, η φτώχεια και η εξαθλίωση χτυπούν πρώτα και κύρια τους παλιότερους κατοίκους της πάλαι ποτέ ελεύθερης και ανοιχτής γης των μεγάλων κυνηγότοπων.
Ο τάφος στο Κάμλουπς όμως επιτάχυνε γενικότερα τις εξελίξεις. Την περασμένη Πέμπτη, 3 Ιουνίου, η κυβέρνηση Τριντό επανήλθε στο μείζον θέμα που ταλαιπωρεί τα Πρώτα Έθνη ήδη εδώ και δεκαετίες, πολύ περισσότερο μετά την πικρή ευόδωση των αυτοσχέδιων ερευνών με ραντάρ και μηχανήματα στον περίβολο του σχολείου του Κάμλουπς για την ανεύρεση των παιδικών λειψάνων. Η Οτάβα αναλαμβάνει πλέον το κόστος για τις έρευνες που θα συνεχιστούν σε ακόμη 138 σχολικά συγκροτήματα προκειμένου να διαπιστωθεί αν και εκεί τα βασανιστήρια και οι κακοποιήσεις των παιδιών, τα οδήγησαν στον θάνατο. Παράλληλα, η κυβέρνηση ξανανοίγει ένα πιο πρόσφατο, και εξίσου φρικιαστικό, μαύρο κουτί στη σύγχρονη ιστορία της χώρας: τις ανεξιχνίαστες υποθέσεις εξαφάνισης και πιθανής δολοφονίας 4.000 νεαρών γυναικών και κοριτσιών ιθαγενικής καταγωγής που τα τελευταία 30 χρόνια δεν έχουν δώσει σημεία ζωής σε ολόκληρο τον Καναδά. Τα Πρώτα Έθνη φωνάζουν εδώ και καιρό πως τα κορίτσια και οι γυναίκες τους πέφτουν θύματα απαγωγών και δολοφονιών από λευκούς σε μια συνέχιση της κυριαρχίας και της επιβολής που δηλητηριάζει σταθερά και υπόγεια την καναδική κοινωνία και κατατάσσει τους ιθαγενείς, πολύ περισσότερο τις γυναίκες, σε πολίτες τρίτης και τέταρτης κατηγορίας.
Πάντως, οι κινήσεις της κυβέρνησης Τριντό δεν ικανοποιούν πλήρως τα Πρώτα Έθνη και κυρίως το Εθνικό Κέντρο για την Αλήθεια και την Αποκατάσταση στο οποίο για χρόνια πρόεδρος και βασικός ερευνητής ήταν ο γερουσιαστής, Μάρεϊ Σινκλέρ, ο πρώτος ιθαγενής που κατέλαβε έδρα δικαστή στην περιφέρεια της Μανιτόμπα το 1988. Σύμφωνα με τον Σινκλέρ, “η κυβέρνηση οφείλει να επιδείξει γενναιότητα και να επεκτείνει τις έρευνες και στα 1.300 σχολικά συγκροτήματα στα οποία εγκλείστηκαν, φοίτησαν και υπέστησαν βασανιστήρια παιδιά ιθαγενών”. Οι φάκελοι που έχει συγκεντρώσει το Εθνικό Κέντρο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και αφορούν πιθανές παιδοκτονίες μέσα στα καθολικά σχολεία φθάνουν τις 4.117 περιπτώσεις από το 1930 έως το 1978. Τα Πρώτα Έθνη και ο Σινκλέρ υποστηρίζουν ότι ο πραγματικός αριθμός των δολοφονημένων παιδιών ενδέχεται να ξεπερνά τις 15.000. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στην Οτάβα και τα Πρώτα Έθνη μόλις κορυφώθηκε και ο Καναδάς καλείται να κοιτάξει κατάματα την αποκρουστική αλήθεια για την αποικιοκρατία της λευκής υπεροχής χωρίς εξωραϊστικούς καθρέφτες και αποπροσανατολιστικές δικαιολογίες.