Σε μία από τις ειδήσεις που λατρεύουν να “θάβουν” τα καθ’ ημάς συστημικά μέσα ενημέρωσης, η ρωσική κρατική εταιρεία παραγωγής και διανομής φυσικού αερίου GazProm υπέγραψε την περασμένη Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου συμφωνία μακράς διαρκείας (για 15 έτη) με την αντίστοιχη ουγγρική εταιρεία MVM. Με βάση τη νέα συμφωνία, η οποία τίθεται σε ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 2021, η ρωσική πλευρά υποχρεούται να παραδίδει στην ουγγρική 4,5 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου το χρόνο, σε τιμή ιδιαίτερα ανταγωνιστική και αρκετές φορές μικρότερη από την τιμή της ελεύθερης αγοράς, η οποία έφτασε σήμερα τα 1040 δολάρια ανά 1000 κυβικά μέτρα, κάτι που αποτελεί ρεκόρ όλων των εποχών.
Η μεταφορά του φυσικού αερίου θα γίνεται, για τα μεν 3,5 δισ. κυβ. μέτρα το χρόνο μέσω του “Balkan Stream” (της συνέχειας, δηλαδή, του Turkish Stream μέσω του εδάφους της Βουλγαρίας και της Σερβίας), για το δε ένα δισ. κυβ. μέτρα από τον νεότευκτο Nord Stream-2, που θα ξεκινήσει τη λειτουργία του ακριβώς στις αρχές Οκτώβρη.
Η αντίδραση στη νέα συμφωνία ήρθε από (πού αλλού;) την Ουκρανία, η οποία θεώρησε ότι η Ουγγαρία την “πούλησε”, αγνοώντας το transit του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του ουκρανικού εδάφους. Ο (το λιγότερο γραφικός) υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντμίτρι Κουλέμπα εκτόξευσε δημόσια απειλές εναντίον της Ουγγαρίας, επειδή τόλμησε να αγνοήσει τη χώρα του κατά την υπογραφή της νέας συμφωνίας, ενώ δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του για τη θέση των μεγάλων χωρών της Ε.Ε. στο θέμα του Nord Stream-2 και τη βούλησή του να κάνει τα πάντα, ώστε ο νέος αγωγός να μη λειτουργήσει, αν και πλέον έχει ολοκληρωθεί η κατασκευή του.
Ο ουκρανικός τραγέλαφος είχε και συνέχεια, αφού το Κίεβο γνωστοποίησε ότι θα απευθυνθεί στα όργανα της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, με στόχο την ακύρωση της ρωσο-ουγγρικής συμφωνίας… Μόνο που, εν προκειμένω, η Ουκρανία “ατύχησε”, αφού η Ουγγαρία είχε ήδη αποστείλει στα όργανα της Ε.Ε. το κείμενο της συμφωνίας και εξασφάλισε το “ΟΚ” για αυτήν.
Η αντίδραση της Ουγγαρίας, ωστόσο, δεν περιορίστηκε εκεί: το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας κάλεσε τον πρεσβευτή της Ουκρανίας στη Βουδαπέστη και του επέδωσε νότα διαμαρτυρίας, ενώ ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας Πέτερ Σίγιαρτο προειδοποίησε αυστηρά ότι η χώρα του δεν θα ανεχθεί την ανάμιξη κανενός σε εσωτερικές υποθέσεις της και ότι εάν η Ουκρανία συνεχίσει στον ίδιο τόνο, η υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών θα είναι προ των πυλών, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Η Ουκρανία υπέστη άλλη μία πολιτική, διπλωματική και οικονομική ήττα, αφού από τη μία πλευρά κατηγορεί τη Ρωσία για “πολιτικά παιχνίδια” με το φυσικό αέριο και το ίδιο το προϊόν ως το “πιο βρόμικο στον κόσμο” και από την άλλη παρακαλεί, επί της ουσίας, τη Μόσχα να υπογράψει μαζί της μακροχρόνια συμφωνία μέχρι το 2034, όταν η ισχύουσα συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές λήξει (το 2024). Το Κίεβο από τη μία κατηγορεί τη Ρωσία για “κατάληψη ουκρανικού εδάφους”, τη χαρακτηρίζει “χώρα-εισβολέα” και διαλαλεί στην υφήλιο ότι βρίσκεται σε πόλεμο μαζί της (τον οποίο ουδέποτε κήρυξε καμία από τις δύο πλευρές, ενώ δεν υπάρχει σε ουκρανικό έδαφος ούτε υποψία στρατιώτη των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων) και από την άλλη τείνει το χέρι σαν τον ζητιάνο για λίγο παραπάνω “γαλάζιο καύσιμο”, δεδομένου ότι οι αποθήκες φυσικού αερίου της χώρας έχουν πληρότητα μόλις 30% και ακολουθεί βαρύς χειμώνας…
Οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εκτοξευθεί στην ελεύθερη αγορά σε δυσθεώρητα ύψη, κυρίως λόγω της απορρόφησης τεράστιων ποσοτήτων από τις χώρες της Άπω Ανατολής, οι οποίες πληρώνουν όσο-όσο για να εξασφαλίσουν τις ποσότητες που τους επαρκούν. Σε αυτή την περίπτωση, ο μόνος δρόμος για την εξασφάλιση τιμών κατά πολύ χαμηλότερων από τις τρέχουσες, είναι η υπογραφή μακροχρόνιων συμφωνιών σε “φιξαρισμένες” τιμές, που δεν θα επηρεάζονται από τις (ενίοτε “τρελές”) διακυμάνσεις της ελεύθερης αγοράς, κάτι που προτείνει διαρκώς η GazProm. Όσες χώρες ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο (Γερμανία, Αυστρία, Λευκορωσία, τώρα Ουγγαρία κ.ο.κ.) έχουν εξασφαλίσει τιμές πραγματικά προνομιακές και, φυσικά, τρίβουν τα χέρια τους σε αυτή τη συγκυρία. Αντίθετα, όσοι αφέθηκαν στη λεγόμενη “αυτορρύθμιση της αγοράς”, είτε θα υποχρεωθούν να πληρώσουν “τον κούκο γι’ αηδόνι” για τις προμήθειές τους, είτε θα αναγκαστούν να βάλουν “νερό στο κρασί τους” και να αποδεχθούν τους όρους της GazProm, που θα είναι βεβαίως καλύτεροι από αυτούς της ελεύθερης αγοράς, αλλά σίγουρα όχι τόσο προνομιακοί όσο για τις χώρες που έκαναν το “κουμάντο” τους εγκαίρως.
Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν, ότι μια χώρα με αυτοσεβασμό, η οποία τηρεί τους όρους της εθνικής της κυριαρχίας, προβαίνει σε ενέργειες που αποσκοπούν στην υπεράσπιση των εθνικών της συμφερόντων, χωρίς ταυτόχρονα να επιβουλεύεται τους γείτονές της. Αντίθετα, χώρες που έχουν εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας σε εξωτερικούς παράγοντες (πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές συμμαχίες, ξένο κεφάλαιο κ.ο.κ.), προσπαθούν με “καραγκιοζιλίκια” να επιδείξουν, στα μεν αφεντικά τους πιστοποιητικά “καλής συμπεριφοράς“, στους δε πολίτες τους πιστοποιητικά κίβδηλου “πατριωτισμού” και “εθνικοφροσύνης”. Το ποιος βγαίνει κερδισμένος από αντίστοιχες καταστάσεις, φαίνεται και δια γυμνού οφθαλμού.