ΑΘΗΝΑ
02:16
|
06.11.2024
Το ποτήρι ξεχείλισε. Η Ρωσία έβαλε και τυπικά τέλος στις όποιες σχέσεις είχαν απομείνει ανάμεσα στις δύο πλευρές και νιώθει απολύτως δικαιωμένη.
Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω

Το ποτήρι ξεχείλισε. Η Ρωσία, με την τελευταία της απόφαση να αποσύρει εντελώς την διπλωματική της αποστολή στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες και ταυτόχρονα να εκδιώξει την αντίστοιχη του ΝΑΤΟ από τη Μόσχα, έβαλε και τυπικά τέλος στις όποιες (τυπικές, πλέον) σχέσεις είχαν απομείνει ανάμεσα στις δύο πλευρές. Και νιώθει απολύτως δικαιωμένη για μια τέτοια επιλογή, δεδομένου ότι το ΝΑΤΟ συνολικά και αρκετές χώρες-μέλη του μεμονωμένα έκαναν τα τελευταία χρόνια ό,τι περνούσε από το χέρι τους, προκειμένου οι σχέσεις Μόσχας-Βρυξελλών να οδηγηθούν σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα…

Αφορμή για την απροσδόκητη, για πολλούς στη Δύση, απόφαση της Ρωσίας αποτέλεσε η αποπομπή αρχικά οκτώ και, στη συνέχεια, άλλων δύο Ρώσων διπλωματών μελών της αποστολής της χώρας τους στο ΝΑΤΟ (συνολικά, δηλαδή, δέκα ατόμων), με το πρόσχημα ότι αυτοί δεν ασκούσαν τα διπλωματικά τους καθήκοντα, αλλά, επί της ουσίας, ήταν συνεργάτες των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας και διενεργούσαν κατασκοπεία.

Το γεγονός ότι, επί του πρακτέου, όλες οι διπλωματικές αντιπροσωπείες σε όλον τον κόσμο ασχολούνται, στο μέτρο του δυνατού, και με το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις υπηρεσίες ασφαλείας των χωρών τους είναι κάτι που, μάλλον, διαφεύγει της προσοχής του πολιτικού προσωπικού και των μέσων ενημέρωσης της Δύσης. Λες και η αντίστοιχη διπλωματική αντιπροσωπεία του ΝΑΤΟ στη Μόσχα δεν έκανε την ίδια ακριβώς δουλειά… Για τις διπλωματικές αποστολές, δε, χωρών όπως οι ΗΠΑ, είναι κοινό μυστικό ότι ένα στα τρία μέλη τους είναι συνδεδεμένο είτε με τη CIA, είτε με κάποια άλλη από τις δέκα, συνολικά, ομοσπονδιακές υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας τους…

Ωστόσο, η τόσο έντονη αντίδραση της ρωσικής πλευράς ήλθε όχι αμέσως, αλλά μετά το τρίτο ανάλογο περιστατικό κατά τα τελευταία έξι χρόνια. Αντίστοιχες ενέργειες “περικοπής” της διπλωματικής αποστολής των Ρώσων στην έδρα του ΝΑΤΟ είχαν γίνει και το 2015 και το 2018, χωρίς ωστόσο τότε η Ρωσία να προχωρήσει σε “συμμετρικές” ενέργειες. Τα πράγματα, όμως, έχουν αλλάξει από τότε προς το χειρότερο στις σχέσεις των δύο πλευρών και η ρωσική αντίδραση απλώς αποτέλεσε το “χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου”.

Η απαρχή της σταδιακής ψύχρανσης των σχέσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές οριοθετείται από την περίφημη ομιλία του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στις 10 Φεβρουαρίου 2007 στο Μόναχο, στη Διεθνή Συνδιάσκεψη για την Ασφάλεια, ενώπιον της Άνγκελα Μέρκελ και αρκετών ακόμη ηγετών χωρών της Δύσης. Στην ομιλία του αυτή ο Πούτιν έθεσε για πρώτη φορά το θέμα του μονοπολικού (μέχρι τότε) κόσμου που είχε διαμορφωθεί μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, κατονομάζοντας τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως υπεύθυνους για τη δύσκολη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η υφήλιος εκείνη την περίοδο και έθεσε το ζήτημα της δημιουργίας ενός πολυπολικού κόσμου, όπου δεν θα υπάρχει ένα, αλλά περισσότερα κέντρα λήψης αποφάσεων για τα σημαντικότερα διεθνή ζητήματα και θα λαμβάνοντα σοβαρά υπόψη τα εθνικά συμφέροντα όλων των πλευρών. Ο Πούτιν επέκρινε δριμύτατα την επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς στην Ευρώπη, δηλαδή στις χώρες που κάποτε αποτελούσαν συμμάχους και τον “ζωτικό χώρο” της πρώην ΕΣΣΔ, κατηγορώντας επιπλέον τη “συλλογική Δύση” για αθέτηση υποσχέσεων, αφού μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας υπήρχε η ρητή (πλην όμως μη καταγεγραμμένη σε κάποιου είδους επίσημη συμφωνία) δέσμευση ότι η επέκταση αυτή δεν θα συνέβαινε. Ως αποτέλεσμα η Ρωσία βρέθηκε περικυκλωμένη από νέες χώρες-απότοκα της διάλυσης της ΕΣΣΔ, αλλά και πρώην σύμμαχες χώρες (Πολωνία, Ρουμανία κ.ά.) που ήταν, επί της ουσίας, εχθρικά διακείμενες προς την ίδια. Μοναδική χώρα που κράτησε εξαρχής απολύτως φιλική στάση προς τη Ρωσία ήταν η Λευκορωσία, ενώ κάποιες άλλες (Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν, Μολδαβία για πολλά χρόνια κ.ο.κ.) διατήρησαν μια μάλλον ουδέτερη στάση, με το ένα μάτι να κοιτάζει προς Ανατολάς (Ρωσία) και το άλλο προς Δυσμάς (ΝΑΤΟ, Ε.Ε. κτλ).

Ως πρώτη πρακτική εφαρμογή από την πλευρά της Ρωσίας του νέου στρατηγικού δόγματος εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής της μπορεί να εκληφθεί ο “Πόλεμος των έξι ημερών” με τη Γεωργία, γνωστός και ως “08-08-08” (από την ημέρα έναρξής του, 8 Αυγούστου 2008). Η Ρωσία, η οποία προστάτευε υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με κυανόκρανους την περιοχή της Νότιας Οσετίας, οι κάτοικοι της οποίας επιθυμούσαν να ανεξαρτητοποιηθούν από τη Γεωργία, δέχθηκε επίθεση από τη γεωργιανή αεροπορία με πάνω από 70 Ρώσους στρατιώτες νεκρούς. Η απάντηση ήταν άμεση και σκληρή για τη Γεωργία και τον “αμερικανόθρεφτο” τότε πρόεδρό της Μιχαήλ Σαακασβίλι: μέσα σε 6 μέρες ο ρωσικός στρατός κινήθηκε τόσο γρήγορα μέσα στο γεωργιανό έδαφος, που έφτασε σε απόσταση αναπνοής (13 χιλιόμετρα!) έξω από την πρωτεύουσα Τμπιλίσι, υποχρεώνοντας τον Σαακασβίλι σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση και τη Νότια Οσετία σε de facto ανεξαρτητοποίηση, όπως ακριβώς και την κοντινή Αμπχαζία, με την οποία η Γεωργία είχε πολεμήσει ακόμη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, σε μια πολύνεκρη σύγκρουση, η οποία είχε οδηγήσει, μεταξύ άλλων και στη μαζική μετανάστευση του εκεί ελληνικού-ποντιακού στοιχείου στη “μητροπολιτική Ελλάδα”.

(Παρέκβαση: Παρεμπιπτόντως, ο Σαακασβίλι κηρύχθηκε στη συνέχεια “persona non grata” στην ίδια του την πατρίδα και όταν έχασε τον προεδρικό θώκο το 2013 άνοιξε εναντίον του ποινική υπόθεση για εσχάτη προδοσία και κατάχρηση εξουσίας. Ο Σαακασβίλι διέφυγε στην Ουκρανία, όπου του δόθηκε η υπηκοότητα της χώρας, αλλά αποφάσισε πρόσφατα να επιστρέψει στη Γεωργία, ουσιαστικά για να ανατρέψει τη σημερινή κυβέρνηση με πραξικόπημα. Ωστόσο συνελήφθη πολύ σύντομα μετά την παράνομη είσοδό του στη Γεωργία και σήμερα κρατείται σε φυλακή της πόλης Ρουστάβι, περί τα 30 χιλιόμετρα έξω από το Τμπιλίσι. Οι οπαδοί του διοργανώνουν, με άφθονο “δυτικό” χρήμα, διαδηλώσεις υπέρ της απελευθέρωσής του, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να διαφαίνεται στον ορίζοντα ως εφικτό).

Στη συνέχεια έρχονται τα (κατευθυνόμενα από τη Δύση) γεγονότα του “Μαϊντάν” στην Ουκρανία, τα οποία οδήγησαν στην ανατροπή του νόμιμα εκλεγμένου προέδρου της χώρας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και στην κατάληψη της εξουσίας από έναν συρφετό νεοφιλελεύθερων πολιτικών και νεοναζιστικών-εθνικιστικών παραστρατιωτικών ομάδων, που επέβαλαν γρήγορα ένα καθεστώς τρόμου, με βασική αιχμή την πλήρη αποστασιοποίηση και την καλλιέργεια εχθρικών σχέσεων με τη Ρωσία. Η αντίδραση που δεν περίμεναν στη Δύση προήλθε από δύο περιοχές της τότε Ουκρανίας: την Κριμαία και τις περιφέρειες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, στα νοτιοανατολικά της χώρας, γνωστές με την κοινή ονομασία “Ντονμπάς” (Πεδιάδα του Ντονιέτς, του ποταμού που διασχίζει την περιοχή, παραπόταμου του Ντον, που βρίσκεται στη Ρωσία). Οι εκλεγμένες με βάση τους ουκρανικούς νόμους αρχές της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης διενέργησαν, με βάση τα τοπικά τους Συντάγματα, δημοψηφίσματα με το ερώτημα της απόσχισης των περιοχών τους από την Ουκρανία και την εθελοντική τους προσάρτηση στη Ρωσική Ομοσπονδία. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό: πάνω από το 96% των κατοίκων της περιοχής (με συμμετοχή στην ψηφοφορία του 83% του εκλογικού σώματος) ψήφισαν υπέρ της αυτονομίας και της προσχώρησης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Οι προσπάθειες του νέου ουκρανικού νεοφασιστικού καθεστώτος να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων κατέληξαν σε φιάσκο: παρόλο που στη χερσόνησο της Κριμαίας βρίσκονταν 20 χιλιάδες Ρώσοι στρατιωτικοί στη βάση της Σεβαστούπολης (την οποία η Ρωσία κατείχε νόμιμα και πλήρωνε στο ουκρανικό κράτος σημαντική οικονομική αποζημίωση ετησίως) και 22 χιλιάδες αντίστοιχοι Ουκρανοί, δεν έπεσε (κυριολεκτικά) ούτε μία ντουφεκιά και η περιοχή παραδόθηκε “με τα κλειδιά στο χέρι” στη ρωσική πλευρά. Από τις 22 χιλιάδες Ουκρανούς στρατιωτικούς, οι 17, περίπου, χιλιάδες παρέμειναν στην Κριμαία και πέρασαν στην υπηρεσία των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ οι 5 χιλιάδες επέστρεψαν στην Ουκρανία.

Στο Ντονμπάς, πάλι, όπου η κατάσταση ήταν κάπως διαφορετική και όπου οι επίσημες ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από αρκετά νεοναζιστικά παραστρατιωτικά “τάγματα θανάτου”, αφού βομβάρδισαν τις πρωτεύουσες των δύο περιφερειών Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ, αλλά και αρκετές άλλες μικρότερες πόλεις και χωριά της περιοχής, υποχρέωσαν τους ντόπιους κατοίκους να αυτοοργανωθούν και να ξεκινήσουν την ένοπλη αντίστασή τους κατά του νέου καθεστώτος του Κιέβου. Το αποτέλεσμα ήταν να κρατήσουν τη μισή, περίπου, έκταση των δύο πρώην περιφερειών του ουκρανικού κράτους και να δημιουργήσουν δύο νέες κρατικές οντότητες, τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ.

Το πλήγμα από αυτά τα δύο γεγονότα ήταν για τη Δύση τεράστιο: στην περίπτωση της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης το ΝΑΤΟ απώλεσε τη δυνατότητα να εκτοπίσει στρατιωτικά τους Ρώσους από την περιοχή και να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική βάση-“φιλέτο” της Σεβαστούπολης ως δικό της, πλέον, ορμητήριο. Στο Ντονμπάς πάλι, οι Δυτικοί έχασαν τη δυνατότητα να θέσουν υπό τον έλεγχό τους την πιο ανεπτυγμένη βιομηχανικά περιοχή της Ουκρανίας και τα υπερπολύτιμα ανθρακωρυχεία και μεταλλωρυχεία της, τα οποία και θα εκμεταλλευόταν “καταλλήλως”.

Ήλθε στη συνέχεια και η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στη Συρία το 2015, η οποία, σε αντίθεση με τις χώρες της Δύσης και την Τουρκία, βρέθηκε εκεί νόμιμα και μετά από πρόσκληση της εκλεγμένης κυβέρνησης της χώρας υπό τον πρόεδρο Μπασάρ Αλ-Άσαντ και, κατά το κοινώς λεγόμενο, “το γλυκό έδεσε”. Η Ρωσία απέδειξε για πολλοστή φορά ότι δεν είχε καμία σχέση με την ύστερη περίοδο της ΕΣΣΔ υπό τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, αλλά και την πρώτη περίοδο της “νέας” Ρωσίας, τη δεκαετία του ‘90, υπό τον Μπορίς Γέλτσιν. Τότε, στα “άγρια 90ς”, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Αντρέι Κόζιριεφ, ερωτηθείς από τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον για το ποια είναι τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας την τρέχουσα περίοδο, εκείνος απάντησε: “Αν έχετε κάποιες ιδέες για το ποια είναι τα εθνικά μας συμφέροντα, προτείνετέ μας πώς να τα καθορίσουμε”. (Ο Κόζιριεφ από το 2012 ζει μόνιμα στο Μαϊάμι και έχει, πλέον, μόνο την υπηκοότητα των ΗΠΑ)…

Τώρα, πλέον, η Ρωσική Ομοσπονδία διαλαλούσε σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι απλώς το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος του κόσμου, αλλά και μια ισχυρή πολιτική και στρατιωτική δύναμη (και οικονομική, αλλά αισθητά λιγότερο), που διεκδικεί το δικό της μερίδιο στο νέο, πολυπολικό κόσμο που φαίνεται να επικρατεί παγκόσμια έναντι του μονοπολικού, που είχε ως βασικό πυρήνα τις ΗΠΑ και τις χώρες της Δύσης.

Όλα τα παραπάνω οδήγησαν τη “συλλογική Δύση” στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία σε όλα τα δυνατά μέτωπα, από την πολιτική και τη διπλωματία μέχρι την οικονομία και την γεωστρατηγική. Με σταθερό ρυθμό τα δυτικά συστημικά μέσα ενημέρωσης (συμβατικά και ηλεκτρονικά) άρχισαν να καλλιεργούν το προφίλ του “εχθρού” σε σχέση με τη Ρωσία (ακριβώς το ίδιο, βεβαίως, πράττουν και σε σχέση με την Κίνα, με διαφορετικές όμως μεθόδους και στοχεύσεις). Παράλληλα, με μια σειρά συνεχόμενων και διαρκώς παρατεινόμενων και εντεινόμενων πολιτικών και οικονομικών κυρώσεων με διάφορες αφορμές (την δήθεν “προσάρτηση” της Κριμαίας, τον “υβριδικό πόλεμο” που υποστηρίζει η Ουκρανία ότι διεξάγει η Ρωσία εναντίον της μέσω του Ντονμπάς, τις “στημένες” υποθέσεις δήθεν “δηλητηρίασης” των Σκριπάλ και του Αλεξέι Ναβάλνι και πλείστες όσες ακόμη), προσπάθησαν και προσπαθούν να αδυνατίσουν τη θέση της Ρωσίας τόσο στη διεθνή πολιτική σκηνή, όσο και στο εσωτερικό της, με στόχο τη δημιουργία αστάθειας, εμφυλιοπολεμικού κλίματος και ρήγματος στις σχέσεις ανάμεσα στους Ρώσους πολίτες και την ηγεσία της χώρας τους.

Με σωρεία “χαλκευμένων” και αναπόδεικτων κατηγοριών (όπως, πχ, στην περίπτωση της δήθεν “ανάμιξης” των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016) ο δυτικός κόσμος δημιούργησε κατά τα τελευταία χρόνια όλες τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για να οδηγηθούν οι σχέσεις του με τη Ρωσία στο ναδίρ. Ένα από τα πιο πρόσφατα “επεισόδια” σε αυτή τη διαδικασία είναι και ο περίφημος “πόλεμος του φυσικού αερίου”, με αφορμή την ολοκλήρωση και την έναρξη, σύντομα, της λειτουργίας του γερμανορωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream-2. Εξαιτίας των έντονων πιέσεων από την πλευρά των ΗΠΑ (ειδικά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ), αλλά και δυνάμεων εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου (Πολωνία, χώρες της Βαλτικής, Ουκρανία, αλλά μέρος του γερμανικού κατεστημένου και η γραφειοκρατία της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες), ο αγωγός ολοκληρώθηκε περίπου δύο χρόνια αργότερα από το προβλεπόμενο, χωρίς πάντως να εμποδιστεί μέχρι τέλους η λειτουργία του. Επιπλέον, η τυφλή προσήλωση της Δύσης στα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί δήθεν “ελεύθερης” και “αυτορυθμιζόμενης” αγοράς, αλλά και σε αυτά της “πράσινης” ενέργειας και της “απεξάρτησης” από τους υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο και φυσικό αέριο), ειδικά δε τους προερχόμενους από τη Ρωσία, οδήγησαν πρόσφατα σε “έκρηξη” των τιμών του φυσικού αερίου, η οποία έφτασε κάποια στιγμή και τα 2.000 δολάρια ανά 1.000 κυβικά μέτρα, όταν οι τιμές μέχρι πριν από 3-4 μήνες βρίσκονταν στα όρια των 300 δολαρίων…

Για όλα τα δεινά του κόσμου, λοιπόν, η “συλλογική Δύση” κατηγορούσε και κατηγορεί σταθερά τη Ρωσία και δημιουργεί ένα σωρό προσκόμματα στην ομαλή συνεργασία όχι μόνο σε επίπεδο κρατών, αλλά ακόμη και απλών πολιτών και κοινωνικών φορέων. Δεκάδες Ρώσοι πολίτες σε όλον τον κόσμο έχουν απελαθεί από διάφορες χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άλλοι έχουν συλληφθεί και οδηγηθεί στις φυλακές (κυρίως των ΗΠΑ) με “στημένες” κατηγορίες, ρωσικά μέσα σνημέρωσης που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό κλείνουν ή τους περιορίζεται η δυνατότητα φυσιολογικής λειτουργίας (βλέπε πρόσφατη περίπτωση με το RT και το γερμανόφωνο κανάλι του στο YouTube), ρωσικές επιχειρήσεις περιορίζονται στη δραστηριότητά τους μέσω στοχευμένων κυρώσεων και πάει λέγοντας.

Σε ό,τι αφορά στη διπλωματική αντιπροσωπεία της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ, για να επιστρέψουμε στο κύριο θέμα μας, εδώ και αρκετά χρόνια η παρουσία των Ρώσων διπλωματών στις Βρυξέλλες είχε περιοριστεί σε τέτοιον βαθμό, που είχε καταστεί εντελώς τυπική. Κανενός είδους συνεργασία δεν υπήρχε με το ΝΑΤΟ σε οποιοδήποτε πεδίο δράσης, ενώ είχε απαγορευτεί στο υπαλληλικό προσωπικό της Ατλαντικής Συμμαχίας η οποιαδήποτε διαπροσωπική επαφή με τη ρωσική αποστολή. Επιπλέον, η διοίκηση του ΝΑΤΟ είχε στερήσει τη δυνατότητα από τους Ρώσους διπλωμάτες να επισκέπτονται το κύριο κτήριο (έδρα) της Συμμαχίας: άδεια εισόδου δινόταν μόνο στο Ρώσο πρεσβευτή και ένα πρόσωπο συνοδείας.

Προφανώς και μία τέτοιου είδους “συνεργασία” έγινε το λιγότερο βαρετή στη ρωσική πλευρά. Αν προσθέσει κανείς και τις κινήσεις του ΝΑΤΟ στην περίμετρο της Ρωσίας, με στρατιωτικές ασκήσεις σε χώρες-μέλη και μη μέλη του Οργανισμού (Πολωνία, Λετονία, Ρουμανία, αλλά και Ουκρανία), όπως και οι διαρκώς εντεινόμενες και στοχευμένες παραβιάσεις του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου της Ρωσίας από ΝΑΤΟϊκά αεροπλάνα και πλοία, τόσο στη Μαύρη Θάλασσα, όσο και στη Βαλτική και τον Ειρηνικό Ωκεανό, έφτασαν τη ρωσική πλευρά στο “αμήν”. Υπό αυτές τις συνθήκες, η απόφαση της Ρωσίας για την οριστική (μέχρι νεοτέρας, βεβαίως) διακοπή των διπλωματικών της σχέσεων με το ΝΑΤΟ μοιάζει απολύτως φυσιολογική και νομοτελειακή.

Πριν από ένα περίπου χρόνο, η επικεφαλής της Κομισιόν της ΕΕ, Γερμανίδα Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, είχε δηλώσει ότι “η Δύση πρέπει να επανεξετάσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία” στην κατεύθυνση της θεώρησης της τελευταίας ως “εχθρού”. Η απάντηση που είχε δοθεί τότε από τη ρωσική πλευρά δια στόματος του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, ήταν “εάν η επιθυμία της Δύσης είναι αυτή, ας γίνει έτσι”. Και ο εκπρόσωπος Τύπου της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ κάνει τη δική του σύνοψη για τα τελευταία γεγονότα, ερωτηθείς από τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης για τις τελευταίες εξελίξεις:“Αν μιλήσουμε γενικά γι’ αυτήν την κατάσταση, μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση de facto απλώς επικυρώθηκε de jure (…) Ούτε σχέσεις υπήρχαν, ούτε διάλογος υπήρχε, αντιθέτως το ΝΑΤΟ διακήρυσσε ως στόχο του την με κάθε τρόπο ανάσχεση της Ρωσίας, ενισχύοντας τις διακηρύξεις του αυτές με συγκεκριμένες πράξεις. Μια τέτοια “τελευταία σταγόνα”, όπως ήταν η αποπομπή των διπλωματών μας που εργάζονταν στις Βρυξέλλες έκαναν απαραίτητη και αναπόφευκτη τη μετατροπή της de facto κατάστασης σε de jure”. Και συμπλήρωσε με νόημα: “Έχουμε δηλώσει επανειλημμένα, ότι είναι αδύνατο να χορέψει κανείς τανγκό μόνος του και εμείς δεν έχουμε καμία πρόθεση να επιχειρήσουμε κάτι τέτοιο”.

Φυσικά όλα τα παραπάνω συνιστούν την αναβίωση της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου, φυσικά σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφοροποιημένους, ποιοτικά, τους παγκόσμιους γεωπολιτικούς “παίκτες”. Σε κάθε περίπτωση, για τους πολίτες των μικρότερων κρατών, των οποίων η τύχη εξαρτάται εν πολλοίς από τις βουλές και τις πράξεις των παγκόσμιων υπερδυνάμεων, οι μέρες που ξημερώνουν δεν προβλέπονται ηλιόλουστες. Και μόνο η αλλαγή των όρων του παιχνιδιού, κυρίως μέσα από την πάλη των λαών για έναν καλύτερο και ειρηνικότερο κόσμο, είναι σε θέση να αλλάξει (πάντα υπό προϋποθέσεις) τη ροή των πραγμάτων. Το πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό, θα το δείξει ο χρόνος.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
ΣΥΝΑΦΗ

Ο Νετανιάχου απέπεμψε τον υπουργό Άμυνας

Μάχες με Βορειοκορεάτες βλέπει ο Ζελένσκι

Αύριο στην Κωνσταντινούπολη ο νέος γύρος ελληνοτουρκικού διαλόγου

Προεδρικές Εκλογές 2024: Οι Ηνωμένες Πολιτείες στις κάλπες

Γραφτείτε συνδρομητές
Ενισχύστε την προσπάθεια του Κοσμοδρομίου με μια συνδρομή από €1/μήνα