H σημερινή πανωλεθρία του Γιώργου Παπανδρέου στις εσωκομματικές εκλογές του Κινήματος Αλλαγής (ή ΠΑ.ΣΟ.Κ από τούδε;) ήταν μια εξέλιξη λίγο-πολύ αναμενόμενη, εξαιτίας όχι μόνο των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου και της μεγάλης διαφοράς του πρώτου από τον δεύτερο.
Συνέβαλε σε αυτή και η συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού κατά τη διάρκεια της περασμένης εβδομάδας. Η επιλογή του να οξύνει τα πνεύματα εκλήφθηκε ως ένα καπρίτσιο περισσότερο, παρά ως κορύφωση μιας πολιτικής αντιπαράθεσης. Τα επιχειρήματα που -όψιμα- επιστράτευσε ώστε να πλήξει τον αντίπαλό του δεν έπεισαν πολλούς από όσους προσήλθαν στην κάλπη. Κατηγόρησε τον Νίκο Ανδρουλάκη ως «άκαπνο», λες και αυτό είναι ελάττωμα όταν αναμετράσαι με ανθρώπους που εξαιτίας της πολυετούς παρουσίας στην πολιτική είναι αναμενόμενο να έχουν μια αναπόφευκτη φθορά. Είπε πως «Μητσοτάκης και Τσίπρας θα κάνουν πάρτι, αφού δεν θα έχουμε τον πρόεδρο μας στη Βουλή», μια μάλλον αστεία μομφή για όσους θυμούνται πως όταν έδινε ο ίδιος αντίστοιχες μάχες έκανε πάρτι ο Κώστας Καραμανλής. Επικαλέστηκε τον λιγοστό χρόνο προετοιμασίας, σκόπιμα παραβλέποντας το ειδικό βάρος του ονόματος Παπανδρέου, λες και 1,5 σχεδόν μήνας δεν είναι αρκετός για εσωκομματικές εκλογές όταν εθνικές εκλογές έχουν διεξαχθεί σε μικρότερο διάστημα.
Όχι πως η έκβαση θα ήταν διαφορετική αν ο πρώην πρωθυπουργός ακολουθούσε άλλη στρατηγική. Ο Γιώργος Παπανδρέου δεν είχε να προτείνει κάτι πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου κι αυτό ακριβώς ήταν που αποτυπώθηκε στη δυναμική του πρώτου γύρου. Προέβαλε εαυτόν ως δικαιωμένο για τα Μνημόνια, όταν οι περισσότεροι εντός και εκτός ΚΙΝ.ΑΛ. θέλουν να κλείσουν τη μνημονιακή φάση. Υπερηφανεύτηκε πως έκανε τη «Διαύγεια», λες και αυτό συνιστά κριτήριο εκλογής για αρχηγό κόμματος. Δεν κατόρθωσε να ανατρέψει την -σωστή ή λάθος- εντύπωση ότι διάκεινται πιο φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο που η πλειοψηφία της βάσης του κινήματος επιθυμούσε η Χαριλάου Τρικούπη να αποκτήσει στίγμα διακριτό από τον παρόντα δικομματισμό.
Όταν αρνήθηκε να παρευρεθεί στο debate των υποψηφίων για την ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ. πολλοί έκαναν λόγο για «πριγκιπική συμπεριφορά» και ιδιοκτησιακή νοοτροπία. Δεν είχαν άδικο. Ο -συμπαθής σε ανθρώπινο επίπεδο- Παπανδρέου επιμένει να κολακεύεται από έναν στενό κύκλο συμβούλων του, τους ίδιους που τον έπεισαν να δημιουργήσει το ΚΙ.ΔΗ.ΣΟ. και τον οδηγούν χρόνια τώρα από τη μία ήττα στην άλλη, συνεχώς για μικρότερο αξίωμα.
Τίποτε φυσικά δεν προμηνύει πως το ΚΙΝ.ΑΛ. (ή όπως αλλιώς το λένε από αύριο) θα ανακάμψει με την εκλογή Ανδρουλάκη. Ας μην γελιόμαστε, ο τελευταίος δεν επικράτησε χάριν της προγραμματικής του ατζέντας (δεν μας είναι γνωστές οι απόψεις του επί σειράς ζητημάτων). Ούτε αρκεί για το ιστορικό κόμμα η ανανέωση προσώπων, απαιτείται ιδεολογία και πολιτική , που να το διαχωρίζουν από τους δύο άλλους μεγάλους δρώντες της πολιτικής ζωής. Ωστόσο, η εκλογή Ανδρουλάκη έχει λογική και συνιστά εμπροσθοβαρή επιλογή, αφήνει ανοικτό το ερώτημα «τι είναι και τι θέλει το ΚΙΝ.ΑΛ».
Έτσι κι αλλιώς η άλλη επιλογή ήταν δοκιμασμένη και όχι επιτυχημένη. Ο Γιώργος Παπανδρέου παραμένει συμπαθής στο ευρύ κοινό αλλά έχει ολοκληρώσει τον πολιτικό του βίο και είναι η τελευταία του ευκαιρία να το καταλάβει. Απόψε το κόμμα στο οποίο κάποιοι τον έχρισαν «πρίγκιπα» αποφάσισε να τελειώνει με την κληρονομική ηγεσία. Ο πρίγκιπας, όπως και στην ταινία με τον Κώστα Βουτσά είναι ντεμέκ, ξυπόλυτος. Στο χέρι του είναι το happy end.