Είναι αρκετά δύσκολο να χωρέσει κανείς στο μέγεθος ενός συμβατικού άρθρου όλα, ακόμη και τα σημαντικά, πολιτικά (με την ευρύτερη έννοια) γεγονότα μιας χρονιάς αναφορικά με μία γεωπολιτική «γειτονιά» του κόσμου με πυκνή καθημερινή ειδησεογραφία, όπως είναι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ακόμη ειδικότερα του λεγόμενου «μετασοβιετικού» γεωπολιτικού χώρου.
Γι’ αυτό ο γράφων επιλέγει εκείνα ακριβώς τα θέματα, τα οποία είχαν και διεθνή αντίκτυπο και θα εξακολουθήσουν να μας απασχολούν και την επόμενη, αν όχι και αρκετές επόμενες χρονιές. Η ακολουθία δεν θα είναι κατ’ ανάγκην αυστηρά χρονική ούτε αυστηρά χωρισμένη κατά χώρα, δεδομένου ότι πολλά από τα γεγονότα στα οποία θα αναφερθούμε αφορούν σε περισσότερες από μία χώρες της περιοχής. Υπάρχουν, μεταξύ άλλων και θέματα που αποτελούνται από σειρά γεγονότων. Σε αυτά θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστούν με ενιαίο τρόπο.
Θέμα 1ο: Σχέσεις Ρωσίας – ΗΠΑ – «Συλλογικής Δύσης»
Το έτος που ολοκληρώνεται τα επόμενα 24ωρα ήταν κομβικό για τις σχέσεις της Ρωσίας με τις ΗΠΑ και την αποκαλούμενη «Συλλογική Δύση», δυστυχώς από αρνητική σκοπιά. Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο, ουσιαστικά, πλευρές (Ρωσία έναντι όλων των άλλων) χειροτέρεψαν σε σημαντικό βαθμό μέσα στο 2021, με διάφορες αφορμές και με τη δημιουργία σειράς γεγονότων που επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Η αλλαγή πολιτικής ηγεσίας στον Λευκό Οίκο υπό την προεδρία του Τζο Μπάιντεν μπορεί, από τη μία πλευρά, να έβαλαν τις ΗΠΑ με μεγαλύτερη ευκολία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, ωστόσο συνολικά οι σχέσεις Ρωσίας – Δύσης βρέθηκαν στο τέλος της ημέρας σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι ήταν ένα χρόνο πριν.
Η πίεση που ασκεί το ΝΑΤΟ στον γεωπολιτικό περίγυρο της Ρωσίας με τη δημιουργία και ανάπτυξη νέων στρατιωτικών βάσεων και την ενίσχυση των εξοπλισμών σε χώρες που γειτονεύουν ή βρίσκονται πολύ κοντά στη Ρωσία (Πολωνία, Βαλτικές χώρες, Ρουμανία κοκ) έχει προκαλέσει την αντίδραση της Μόσχας και την επίσημη τοποθέτηση «κόκκινων γραμμών» από τα επισημότερα ρωσικά πολιτικά χείλη (Βλαντίμιρ Πούτιν, Σεργκέι Λαβρόφ κ.ά.). Η Ρωσία κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σκλήρυνε σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο τη ρητορική της έναντι της Δύσης, αλλά και την αντιμετώπιση των ολοένα και αυξανόμενων προκλήσεων από πλευράς ΝΑΤΟ κοντά στα σύνορά της. Οι αυξημένες τον τελευταίο καιρό παραβιάσεις του ρωσικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου στη Μαύρη Θάλασσα, στη Βαλτική, στη Βόρεια Θάλασσα και αλλού, αντιμετωπίζονται από τη Μόσχα με ψυχραιμία μεν, αλλά και με στρατιωτική ετοιμότητα. Υπήρξαν περιστατικά, όπως η παραβίαση του θαλάσσιου χώρου πλησίον της Κριμαίας από βρετανικό αντιτορπιλικό και η αντίστοιχη του εναέριου χώρου της Ρωσίας στα σύνορα με τις Βαλτικές χώρες από μαχητικά αεροσκάφη των ΗΠΑ τα οποία οδήγησαν σε απάντηση με προειδοποιητικά (πλην πραγματικά) πυρά από ρωσικής πλευράς και έφτασαν μια ανάσα από το «θερμό επεισόδιο».
Είναι φανερό, ότι ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ των χωρών της Δύσης βλέπει στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία την ευκαιρία όχι μόνο για την επίτευξη μιας γεωπολιτικής νίκης που θα επαναφέρει τον κόσμο στην κατάσταση της δεκαετίας του 1990, δηλαδή της παγκόσμιας «μονοκρατορίας» των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, αλλά και την αποκόμιση τεράστιου οικονομικού οφέλους για όσους εμπλέκονται στο λεγόμενο «στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα». Ωστόσο, η κοντόφθαλμη θεώρηση των πραγμάτων και η υποτίμηση των δυνατοτήτων της Ρωσίας, πρωτίστως στον στρατιωτικό, αλλά εσχάτως και στον οικονομικό τομέα, είναι δυνατό να προκαλέσει τελικά το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: η Ρωσία να ενισχύσει περαιτέρω το διεθνές της προφίλ και να εδραιώσει τη θέση της ως ενός εκ των σημαντικών γεωπολιτικών «παικτών», δίπλα στις ΗΠΑ και την Κίνα (η οποία αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο).
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης αποτελούν, ασφαλώς, οι πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλουν οι χώρες της Δύσης στη Ρωσία με ιδιαίτερη ένταση από το 2014 και μετά και οποίες και φέτος είχαν, με τον τρόπο του, την «τιμητική» τους. Οι κυρώσεις έχουν λάβει, πλέον, τακτικό χαρακτήρα, αφού ανανεώνονται τουλάχιστον κάθε εξάμηνο και αποφασίζονται με οποιανδήποτε αφορμή μπορεί κανείς να φανταστεί. Η απαρχή του σημερινού κύματος κυρώσεων ήταν, ασφαλώς, η υπόθεση της Κριμαίας και του εμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς (ΝΑ Ουκρανία), θέματα για τα οποία ο γράφων έχει δημοσιεύσει σημαντικό αριθμό άρθρων τα τελευταία 7 χρόνια. Άλλες υποθέσεις που χρησιμοποιήθηκαν ως αφορμές για την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία ήταν οι περιβόητες υποθέσεις «δηλητηρίασης» του πατέρα και της κόρης Σκριπάλ στη Βρετανία, όπως και η αντίστοιχη υπόθεση του Ρώσου μπλόγκερ (και αποδεδειγμένα πράκτορα των ΗΠΑ, αλλά και κοινού απατεώνα του Ποινικού Κώδικα) Αλεξέι Ναβάλνι, από τον οποίο η Δύση επιχειρεί με το ζόρι να δημιουργήσει το προφίλ του σημαντικότερου Ρώσου «αντιφρονούντα» και «πολέμιου του Πούτιν και του καθεστώτος του».
Η έκφραση που αποτελεί το «trend» της εποχής στη ρητορική των χωρών της Δύσης είναι «ρωσική επιθετικότητα». Τι εννοούν όμως οι χώρες της Δύσης όταν αναφέρουν αυτή τη φράση; Τίποτε άλλο, παρά τις απολύτως συμβατικές κινήσεις των ρωσικών Ενόπλων Δυνάμεων εντός της ρωσικής επικράτειας και σε σημαντική απόσταση από τα πλησιέστερα σύνορα των χωρών του ΝΑΤΟ! Τη στιγμή που ο στρατιωτικός κλοιός γύρω από τα σύνορα της Ρωσίας γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός και που αποτελεί θέμα συζήτησης η επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς (κάτι που η Μόσχα έχει με σαφήνεια διακηρύξει ότι δεν πρόκειται να επιτρέψει να συμβεί), κατηγορείται για δήθεν «επιθετικότητα» ο… αμυνόμενος και όχι ο επιτιθέμενος! Ειδικά στη ρητορική που αναπτύσσεται τους τελευταίους μήνες γύρω από τη δήθεν επιδίωξη της Ρωσίας να επιτεθεί στην Ουκρανία θα αναφερθούμε παρακάτω.
Εκτός από τις κυρώσεις, είχαμε και άλλες ενέργειες που αποτελούν δείγμα της χειροτέρευσης των σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση. Δεν ήταν λίγα τα περιστατικά απέλασης Ρώσων διπλωματών από χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με διάφορες προφάσεις, όπως και τα αντίμετρα της ρωσικής πλευράς προς τις χώρες αυτές (Βρετανία, Γερμανία, Σουηδία, Τσεχία είναι μόνο μερικές από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις). Στις χώρες της Δύσης καλλιεργείται συστηματικά το προφίλ του «ρωσικού κινδύνου» και η αντιρωσική υστερία καταλαμβάνει περίοπτη θέση στις στήλες των συστημικών ΜΜΕ. Οι αντίθετες φωνές καταπνίγονται… «δημοκρατικά», ενώ δημιουργούνται ένα σωρό προσκόμματα στην ομαλή λειτουργία των ρωσικών ΜΜΕ στις χώρες της Δύσης και τη δουλειά των δημοσιογράφων που εργάζονται σε αυτά. Τελευταίο (αλλ’ ουχί έσχατο) περιστατικό αποτελεί η «φίμωση» από το Google και το YouTube της γερμανόφωνης έκδοσης του ρωσικού ειδησεογραφικού καναλιού RT και τα αντίμετρα της ρωσικής πλευράς (μεγάλα πρόστιμα, επιβράδυνση του streaming εντός της ρωσικής επικράτειας κοκ).
Μοναδική, ίσως, ακτίνα αισιοδοξίας αποτέλεσαν, στο μέτρο του δυνατού, οι απευθείας συνομιλίες των προέδρων Μπάιντεν και Πούτιν, αρχικά στη Γενεύη τον περασμένο Ιούνιο «δια ζώσης» και, ακολούθως, μέσω τηλεδιάσκεψης τον Δεκέμβριο. Οι απευθείας συνομιλίες ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία θα συνεχιστούν και το επόμενο χρονικό διάστημα – ήδη πιθανολογείται νέα συνάντηση των δύο Προέδρων ακόμη και μέσα στον Ιανουάριο του 2022, ενώ στις 9 του επόμενου μήνα έχει οριστεί διμερής συνάντηση σε επίπεδο διπλωματικού προσωπικού, με θέμα την «ατζέντα» που κατέθεσε η Ρωσία προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ αναφορικά με τη ρύθμιση των σχέσεων των δύο πλευρών και τη συμπερίληψη των εθνικών συμφερόντων της Ρωσίας στη διαμόρφωση του παγκόσμιου status quo. Θα ακολουθήσουν στις 12 Ιανουαρίου αντίστοιχη συνάντηση Ρωσίας-ΝΑΤΟ και στις 13 του μήνα συνάντηση Ρωσίας-ΟΑΣΕ με αντίστοιχη θεματολογία, ωστόσο είναι φανερό ότι ακριβώς η πρώτη, χρονικά, συνάντηση θα είναι αυτή που θα θέσει το πλαίσιο συζήτησης και στις υπόλοιπες δύο, για λόγους που γίνονται εύκολα κατανοητοί.
Θέμα 2ο: Ουκρανία – Ντονμπάς – Ρωσική «επιθετικότητα»
Σε απόλυτη συνάρτηση με το προηγούμενο θέμα, το «Ουκρανικό» αποτελεί ουσιαστικά ένα υποσύνολο των σχέσεων Ρωσίας – Δύσης, για τον απλούστατο λόγο ότι εδώ και αρκετά χρόνια και ιδιαίτερα από το 2014 και μετά η Ουκρανία χρησιμοποιείται από τη «συλλογική Δύση» ως «προκεχωρημένο φυλάκιο» στην αντιπαράθεσή της με τη Ρωσία, στην προσπάθεια που γίνεται να περιοριστεί η γεωπολιτική επιρροή της τελευταίας ακόμη και στον χώρο που θεωρεί (εν πολλοίς δικαιωματικά, λόγω της συνύπαρξης εντός ΕΣΣΔ και Ρωσικής Αυτοκρατορίας) «προνομιακό» για τα δικά της εθνικά συμφέροντα.
Το πραξικόπημα της 22ης Φεβρουαρίου 2014 στο Κίεβο έφερε στην εξουσία ένα συνονθύλευμα νεοφιλελεύθερων και νεοναζιστικών πολιτικών δυνάμεων, υποστηριζόμενων και χρηματοδοτούμενων από τη Δύση. Η Ουκρανία σήμερα αποτελεί ένα αυταρχικό, φασιστικού τύπου με «κοινοβουλευτικό μανδύα» κράτος, όπου όχι απλώς δεν βασιλεύει η (έστω και αστική) δημοκρατία, αλλά κάθε φωνή αντίθετη με το καθεστώς υπόκειται σε κατατρεγμό, που φτάνει έως και τη φυσική εξόντωση.
Η απαγόρευση όλων των αριστερών πολιτικών κομμάτων, η ηρωοποίηση των αποβρασμάτων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η απαγόρευση χρήσης της ρωσικής γλώσσας στη δημόσια σφαίρα, ο εμφύλιος πόλεμος εναντίον περιοχών που το ουκρανικό καθεστώς θεωρεί «δικές της» (Ντονμπάς) και η δολοφονία χιλιάδων άμαχων πολιτών τα τελευταία σχεδόν οκτώ χρόνια, είναι μερικές μόνο από τις πτυχές της σύγχρονης ζωής σε αυτή τη χώρα που ουδόλως συγκινούν τη «συλλογική Δύση». Αντιθέτως καλλιεργείται η αυταπάτη περί δήθεν «υβριδικού πολέμου» της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και της ρωσικής «επιθετικότητας» στη συνοριακή ζώνη ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η Ουκρανία υπέγραψε, μεν, δια του προηγούμενου «Προέδρου» της Πετρό Ποροσένκο, τις Συμφωνίες Μινσκ-1 και Μινσκ-2, υπό το κράτος μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής πανωλεθρίας στο Ντονμπάς, όμως ουδέποτε στην πραγματικότητα θέλησε να τις εφαρμόσει, ψάχνοντας πάντα τρόπους να τις παραβιάσει. Βασική επιδίωξη της ουκρανικής πλευράς ήταν και παραμένει η προσπάθεια να μετατραπεί η Ρωσία από χώρα – εγγυήτρια των Συμφωνιών του Μινσκ σε «αντιμαχόμενη πλευρά». Η απάντηση της Ρωσίας είναι, φυσικά, ότι ο πόλεμος στο Ντονμπάς αποτελεί εσωτερική υπόθεση του ουκρανικού κράτους και ότι για το θέμα αυτό οι συνομιλίες του Κιέβου πρέπει να διεξαχθούν απευθείας με τους εκπροσώπους των ΛΔ του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ (κάτι, ωστόσο, που η ουκρανική πολιτική ηγεσία απορρίπτει συστηματικά και μετά βδελυγμίας).
Το αδιέξοδο στις συνομιλίες για την ειρήνευση στο Ντονμπάς έχει απόλυτο υπεύθυνο την πλευρά του Κιέβου. Ακόμη και οι εγγυήτριες δυνάμεις από πλευράς Δύσης (Γερμανία και Γαλλία), αλλά και οι ΗΠΑ έχουν συστήσει στην ουκρανική πλευρά ν’ αρχίσει, έστω και με καθυστέρηση, να εφαρμόζει σταδιακά τις Συμφωνίες του Μινσκ και έχουν αρχίσει, εν πολλοίς, να χάνουν την υπομονή τους με τη στάση της τελευταίας: από τη μία να ζητάει επιμόνως όλο και περισσότερα χρήματα και εξοπλισμούς για να συγκρατήσει, δήθεν, τη ρωσική «επιθετικότητα» και από την άλλη να μην είναι διατεθειμένη να κάνει απολύτως τίποτε σε αντάλλαγμα.
Η Ουκρανία αποτελεί, στην παρούσα γεωπολιτική συγκυρία, ένα «αναγκαίο κακό» για τη συλλογική Δύση, αφού το σχέδιο «Αντι-Ρωσία» είναι πολύ σπουδαιότερο γι’ αυτήν, από τα όποια καπρίτσια των δικών της εγκάθετων στην εξουσία αυτής της χώρας. Ο νυν «Πρόεδρος» Βλαντίμιρ Ζελένσκι, με την αλλοπρόσαλλη ρητορική του και με την ακόμη πιο αλλοπρόσαλλη πολιτική πρακτική (ειδικά σε σχέση με τις προεκλογικές διακηρύξεις του εδώ και δύο χρόνια) αποτελεί το τέλειο αντιπαράδειγμα πολιτικού ηγέτη (ακόμη και υποτακτικού της Δύσης). Ωστόσο οι χώρες του ΝΑΤΟ, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την… Τουρκία (!), δείχνουν διατεθειμένες να ανεχτούν, όσο μπορούν, τα «καπρίτσια» του και συνεχίζουν να αποστέλλουν διαφόρων ειδών εξοπλισμούς (όπως τους φορητούς πυραύλους Javelin, τα τουρκικά drones Bayraktar, πεπαλαιωμένα πλοία του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού κοκ, ενώ εκπαιδεύουν και τις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας (και, ακόμη χειρότερα, τις νεοναζιστικές παραστρατιωτικές μονάδες τύπου Azov, Aidar κλπ).
Οι κινήσεις των χωρών του ΝΑΤΟ στο έδαφος της Ουκρανίας (και όχι μόνο) αποδεικνύουν κάτι που γράψαμε και πιο πάνω στο παρόν άρθρο: ότι σημαντικό τμήμα της πολιτικής και οικονομικής ελίτ των χωρών της Δύσης αντιμετωπίζει ως «ευκαιρία» την κλιμάκωση της έντασης των σχέσεων με τη Ρωσία και είναι ικανοί να οδηγήσουν τα πράγματα (με τη βοήθεια, ασφαλώς, των ντόπιων «χρήσιμων ηλιθίων») έως και τη στρατιωτική σύρραξη. Με μία, όμως, βασική προϋπόθεση: ότι στη στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία δεν θα υπάρξει καμία άμεση συμμετοχή δυνάμεων του ΝΑΤΟ, αλλά μόνο των Ενόπλων Δυνάμεων της Ουκρανίας. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Ως επίλογο στο συγκεκριμένο θέμα, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε στην εμμονή των πολιτικών ηγεσιών του Κιέβου για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ (και δευτερευόντως στην ΕΕ). Είναι φανερό από τις κινήσεις των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ ότι κάτι τέτοιο μετατίθεται διαρκώς σε χρόνο… αόριστο μέλλοντα, αφού από τη μία η Ουκρανία εξ ορισμού δεν μπορεί να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ από τη στιγμή που ήδη σοβεί μια στρατιωτική αναμέτρηση στο εσωτερικό της, ενώ από την άλλη υπάρχουν χώρες εντός του ΝΑΤΟ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία κ.ά.) που αντιτίθενται με σφοδρότητα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, για τους δικούς λόγους καθεμιά. Ωστόσο ο Βλ. Ζελένσκι, ακολουθώντας κατά πόδας τα βήματα του προκατόχου του Π. Ποροσένκο, καλλιεργεί χίμαιρες στο «φιλοθεάμον» κοινό, έχοντας ήδη παραβιάσει ωμά τα άρθρα του προηγούμενου Συντάγματος της χώρας, που προέβλεπε ρητά πολιτική και στρατιωτική ουδετερότητα.
Οι κινήσεις της σημερινής, εκφασισμένης ουκρανικής πολιτικής ηγεσίας είναι δυνατόν να οδηγήσουν, υπό προϋποθέσεις, σε θερμή στρατιωτική σύγκρουση με τη Ρωσία, η οποία με τη σειρά της και δια στόματος του ίδιου του Προέδρου Πούτιν έχει δηλώσει ρητά, ότι εάν η Ουκρανία ξεκινήσει ευρείας κλίμακας επίθεση στην περιοχή του Ντονμπάς θα θέσει σε αμφισβήτηση την ίδια της την κρατική υπόσταση. Η Ρωσία θα υπερασπιστεί, εάν κάτι τέτοιο καταστεί αναπόφευκτο, τους περίπου 800 χιλιάδες κατόχους ρωσικών διαβατηρίων που ζουν στο Ντονμπάς (και που μπορούν να γίνουν έως και 1,5 εκατομμύριο μέσα στο έτος που ακολουθεί), παρόλο που την παρούσα στιγμή δεν έχει την παραμικρή διάθεση να εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση στην περιοχή αυτή. Ο χαρακτηρισμός της ουκρανικής πολιτικής ηγεσίας ως «μαϊμούς που κρατάει χειροβομβίδα» ίσως και να είναι επιεικής…
Θέμα 3ο: Λίγο ακόμη για την Ουκρανία
Εκτός από το φλέγον θέμα του Ντονμπάς, στην Ουκρανία είχαμε και μια σειρά από γεγονότα που θεωρητικά έχουν μόνο εσωτερικό ενδιαφέρον, αλλά στην πραγματικότητα έχουν και διεθνή αντίκτυπο, αφού καταδεικνύουν την απόλυτη αδυναμία του δυτικού, δήθεν «δημοκρατικού» κόσμου να παραδεχθεί ότι επέτρεψε να δημιουργηθεί στην καρδιά της Ευρώπης ένα κράτος-«τέρας», με κυρίαρχη ιδεολογία τον εφαρμοσμένο νεοναζισμό που επιβάλλεται από τις ολιγάριθμες μεν, πλην καλά οργανωμένες πολιτικοστρατιωτικές παραφυάδες, που ως είδωλά τους έχουν τους Ουκρανούς δωσίλογους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως ο Στεπάν Μπαντέρα και ο Ρομάν Σουχέβιτς.
Ο νυν «πρόεδρος» Βλαντίμιρ Ζελένσκι, θεωρητικά «δημοκρατικότερος» του προκατόχου του Πετρό Ποροσένκο, στην πραγματικότητα έκανε βήματα στην κατεύθυνση του αυταρχισμού που ούτε ο προκάτοχός του τόλμησε να πραγματοποιήσει. Η φυσική ή/και ψυχολογική εξόντωση των πολιτικών του αντιπάλων, όπως ο Βίκτορ Μεντβεντσούκ, αλλά εσχάτως και ο… Πετρό Ποροσένκο (!), το παράνομο κλείσιμο ΜΜΕ (μεταξύ των οποίων και δημοφιλέστατα τηλεοπτικά κανάλια) που εξέφραζαν διαφορετική άποψη από την κυρίαρχη, το περαιτέρω κυνηγητό της ρωσικής γλώσσας στο δημόσιο βίο (από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ως ρωσόφωνος) η έξαρση της διαφθοράς και της διαπλοκής με συγκεκριμένους ολιγάρχες (λέγε με Ίγκορ Κολομόισκι), το σκάνδαλο με τις προσωπικές off shore εταιρείες του ίδιου του Ζελένσκι και άλλων στελεχών της κυβέρνησής του είναι μερικά μόνο από τα γεγονότα της χρονιάς που τελειώνει, τα οποία πιστοποιούν ότι η Ουκρανία εκτός από ένα γεωπολιτικό πεδίο που χρησιμοποιείται από τη Δύση εναντίον της Ρωσίας, είναι και ένα τέλειο αντιπαράδειγμα κράτους, ακόμη και με αστικοδημοκρατικούς όρους.
Οι προβλέψεις για το επόμενο έτος είναι δυσοίωνες, αφού τίποτε δεν δείχνει ότι η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας θα βελτιωθεί. Ο πληθυσμός της Ουκρανίας μειώνεται δραματικά, κυρίως εξαιτίας της μεταναστευτικής ροής προς τις γειτονικές χώρες (κυρίως Ρωσία και Πολωνία). Το βιοτικό επίπεδο των πολιτών έχει καταβαραθρωθεί, αφού οι τιμές των προϊόντων είναι το μόνο πράγμα που θυμίζει… Ευρώπη, την ίδια στιγμή που οι μισθοί και οι συντάξεις (όταν πληρώνονται) παραμένουν επιπέδου Ουκρανίας… Ο Ζελένσκι προσπαθεί να διοχετεύσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια στο πολεμοφοβικό κλίμα που καλλιεργεί τεχνηέντως, με αποφάσεις που πολλές φορές ξεπερνούν κάθε όριο κοινής λογικής (πιο πρόσφατη από αυτές το Προεδρικό Διάταγμα για την επιστράτευση των… γυναικών για την αντιμετώπιση της «εισβολής» που δήθεν ετοιμάζει η Ρωσία στην επικράτεια της Ουκρανίας!). Ωστόσο η δημοτικότητά του έχει φτάσει στο ναδίρ από την ημέρα που νικούσε στις τελευταίες προεδρικές «εκλογές» της χώρας, αφού από το 73% του 2019 σήμερα κυμαίνεται από 16 έως 28%, ανάλογα με την εταιρεία που πραγματοποιεί τη δημοσκόπηση.
Οι πιθανότητές του να κερδίσει μια δεύτερη «προεδρική» θητεία είναι ισχνές, υπό την προϋπόθεση ωστόσο ότι θα βρεθεί ένας αντίπαλος ικανός να συσπειρώσει τη δυσαρέσκεια του ουκρανικού λαού εναντίον του, όπως έκανε ο ίδιος το 2019 εναντίον του Πετρό Ποροσένκο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το μεγάλο θύμα παραμένει ο ουκρανικός λαός, που καλείται να επιλέξει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τον μονόφθαλμο ανάμεσα στους τυφλούς. Ο μοναδικός τρόπος διάσωσης της Ουκρανίας και του λαού της θα ήταν η «επιστροφή στις ρίζες», δηλαδή η απάρνηση της αυταπάτης περί «ευρωπαϊκού δρόμου» και εισόδου στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η επιστροφή στο στάτους ουδετερότητας, η εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία, ο τερματισμός της εμφύλιας διαμάχης στο Ντονμπάς και η πλήρης «αποναζιστικοποίηση» του κρατικού μηχανισμού. Το εάν τα παραπάνω θα επιτευχθούν και σε τι χρονικό ορίζοντα είναι ερώτημα προς απάντηση…
Θέμα 4ο: Λευκορωσία
Δύο βασικά γεγονότα που προέρχονται από τη Λευκορωσία απασχόλησαν φέτος τη διεθνή ειδησεογραφία: το πρώτο είναι η διαδικασία ενοποίησης με τη Ρωσία σε ένα ομοσπονδιακό κράτος και το δεύτερο είναι η προσφυγική κρίση των τελευταίων τριών, περίπου, μηνών και τα επεισόδια στα σύνορα με την Πολωνία.
Σε ό,τι αφορά στο πρώτο θέμα, κατά το έτος που φεύγει έγιναν τόσα βήματα προόδου όσα δεν είχαν γίνει τα προηγούμενα 27 χρόνια, από τότε δηλαδή που είχε υπογραφεί από τον πρόεδρο της Λευκορωσίας Αλεξάντρ Λουκασένκο και τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας Μπορίς Γέλτσιν η Συμφωνία για την ενοποίηση σε μία Ομοσπονδία των δύο κυρίαρχων κρατών. Επί πάνω από δυόμιση δεκαετίες η διαδικασία ενοποίησης είχε κολλήσει, κυρίως με ευθύνη της Λευκορωσίας, αφού επί χρόνια η πολιτική της ηγεσία «ακροβατούσε» στις διεθνείς της σχέσεις ανάμεσα στη σύσφιξη των σχέσεων με τη «μεγάλη αδελφή» Ρωσία και την πρόσδεση στο «άρμα» της Δύσης. Η ιταμή συμπεριφορά των Δυτικών έναντι του προέδρου Λουκασένκο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2020, ήταν αυτή που έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της περαιτέρω σύσφιξης των σχέσεων με τη Ρωσία.
Υπενθυμίζω εδώ, ότι την άνοιξη του 2020 επισκέφθηκε το Μινσκ ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο και υπέγραψε σειρά συμφωνιών συνεργασίας και επενδύσεων με τη λευκορωσική κυβέρνηση και λίγες εβδομάδες αργότερα η «συλλογική δύση» ανακήρυσσε τον Λουκασένκο ως «δικτάτορα» και τις προεδρικές εκλογές (τις οποίες ο Λουκασένκο κέρδισε με ποσοστό άνω του 80%) ως «παράνομες». Για τη Δύση Πρόεδρος της χώρας δεν είναι ο Λουκασένκο, αλλά η αντίπαλός του Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, η οποία συγκέντρωσε το… «συγκλονιστικό» ποσοστό του 10%! Η Τιχανόφσκαγια, παρεμπιπτόντως, άρχισε να ασκεί την… προεδρία της φεύγοντας για μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό (Λιθουανία) και ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα με χρήματα που αφειδώς της προσφέρουν διάφορα «ευαγή» ιδρύματα της Δύσης (μεταξύ των οποίων και το Ίδρυμα Σόρος) για να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους το πόσο «δυστυχισμένος» είναι ο λευκορωσικός λαός και πόσο στενάζει κάτω από τη «μπότα» του «δικτάτορα» Λουκασένκο. Κάτι σε Γκουαϊδό, αλλά σε ευρωπαϊκή έκδοση δηλαδή…
Ο Λουκασένκο, αφού αντιμετώπισε με επιτυχία (και ελάχιστη χρήση βίας) ήδη από την προηγούμενη χρονιά τις κατευθυνόμενες από τη Δύση «κινητοποιήσεις» εναντίον του, κατά τη φετινή χρονιά επικεντρώθηκε στην εμβάθυνση των σχέσεών του με τη Ρωσία και το προχώρημα της διαδικασίας που είχε τελματωθεί τα προηγούμενα χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν θεαματικό: μέσα στο 2021 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον τέσσερις συναντήσεις «δια ζώσης» με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και ακόμη περισσότερες τηλεδιασκέψεις και τηλεφωνικές συνομιλίες των δύο ηγετών. Συμφωνήθηκε και εγκρίθηκε το πλαίσιο 28 «οδικών χαρτών» για την ενοποίηση, μεταξύ των οποίων και το ενιαίο αμυντικό δόγμα των δύο κρατών, ο ενιαίος χώρος οικονομικής δραστηριότητας, η ενιαία τελωνειακή και φορολογική πολιτική κοκ. Ένα από τα τελευταία «αγκάθια» στις σχέσεις των δύο κρατών, που ήταν η μη αναγνώριση από τη Λευκορωσία της Κριμαίας ως τμήματος της ρωσικής επικράτειας ξεπεράστηκε με ρητή δήλωση του Αλεξάντρ Λουκασένκο και, πλέον, η διαδικασία ενοποίησης της Λευκορωσίας με τη Ρωσία σε ένα ομοσπονδιακό κράτος έχει μπει στην τελική ευθεία και τεχνικά αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στα επόμενα δύο με τρία χρόνια.
Σε ό,τι αφορά στην προσφυγική κρίση στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Πολωνία, να υπενθυμίσουμε ότι περίπου 2.000 πρόσφυγες προερχόμενοι κυρίως από το Βόρειο Ιράκ και κουρδικής καταγωγής, εισήλθαν νόμιμα στο έδαφος της Λευκορωσίας με αεροπορικές πτήσεις μέσω Τουρκίας και άλλων κρατών, με τελικό στόχο να περάσουν στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμέσου της Πολωνίας, με προορισμό κυρίως τη Γερμανία, αλλά και κάποιες σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Σουηδία κοκ). Ωστόσο οι αρχές της Πολωνίας, πιστές στην αντιμεταναστευτική πολιτική της «τετράδας του Βίσεγκραντ» (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία), όχι μόνο δεν επέτρεψαν τη διέλευση των προσφύγων μέσα από το έδαφος της χώρας τους, αλλά τους αντιμετώπισε με χημικά, «αύρες» και γενική ωμή φυσική βία, απωθώντας τους εκ νέου στο έδαφος της Λευκορωσίας. Οι αρχές της τελευταίας, σε αντίθεση με την Πολωνία, προσέφεραν στέγη, τροφή και αποδεκτές συνθήκες υγιεινής στο μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων, σε αποθήκη logistics δίπλα στη συνοριακή γραμμή, η οποία παρέμενε σε αχρηστία εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων της ΕΕ εναντίον της Λευκορωσίας με αφορμή τις προεδρικές εκλογές του 2020. Ένα μέρος των προσφύγων δέχθηκε και επέστρεψε οικειοθελώς στην πατρίδα του.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω, θα περίμενε κανείς ότι το «ιερατείο» των Βρυξελλών θα αναγνώριζε, τουλάχιστον, τις προσπάθειες της Λευκορωσίας για εκτόνωση της κρίσης και θα επέπληττε, έστω και για τα μάτια του κόσμου, την Πολωνία για την αντιμεταναστευτική της θέση. Όμως, φευ! Τόσο οι «χαρτογιακάδες» της ΕΕ, όσο και οι περισσότεροι ηγέτες των χωρών-μελών της, διακήρυξαν σε όλους τους τόνους ότι η Λευκορωσία και ο Λουκασένκο προσωπικά «εργαλειοποιούν» τους πρόσφυγες για να ασκήσουν πιέσεις προς την ΕΕ για άρση των κυρώσεων εναντίον τους! Από το στόχαστρο των δυτικών «φωστήρων» δεν ξέφυγαν ούτε η Ρωσία, ούτε ο Πρόεδρος Πούτιν προσωπικά, αφού κατηγορήθηκαν πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, καθοδηγούσαν τον Λουκασένκο για το πώς να πιέσει την «αγία δυτική οικογένεια». Τελικά η κρίση στα σύνορα Λευκορωσίας – Πολωνίας εκτονώθηκε, ωστόσο οι κατηγορίες εναντίον του Μινσκ και της Μόσχας παρέμειναν, όπως και οι κυρώσεις εναντίον τους για κάθε πιθανό και απίθανο λόγο…
Θέμα 5ο: Ενεργειακή κρίση
Το θέμα αυτό έχει επηρεάσει δραματικά όλη την Ευρώπη και ειδικότερα τις χώρες της ΕΕ, αλλά πηγάζει από την πολιτική αυτών των χωρών έναντι της Ρωσίας στο θέμα της προμήθειας φυσικού αερίου. Εξαιτίας της προσήλωσης του «ιερατείου των Βρυξελλών» Ένωσης στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της «ελεύθερης αγοράς» και της δήθεν «αυτορύθμισης» της, όπως και στο μύθευμα περί «ενεργειακής εξάρτησης» των χωρών της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο και την ανάγκη για δήθεν «απεξάρτηση» από αυτό, μέχρι σήμερα δεν έχει λειτουργήσει (αν και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε από τις 10 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους) ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream-2, που ενώνει τη Ρωσία με Γερμανία διαμέσου της Βαλτικής Θάλασσας σε μια υποθαλάσσια διαδρομή 1234 χιλιομέτρων και θα μπορούσε να προσφέρει στις χώρες της ΕΕ επιπλέον 55 δισεκ. κυβ. μέτρα φυσικού αερίου το χρόνο.
Η εμμονή, επίσης, στη διατήρηση της διαμεταφοράς (transit) φυσικού αερίου διαμέσου της Ουκρανίας, της οποίας το δίκτυο μεταφοράς είναι απαρχαιωμένο, αλλά και η ίδια η χώρα αποτελεί επισφαλή χώρο οικονομικών δραστηριοτήτων, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου στο Ντονμπάς, η οποία είναι καθαρά πολιτικού χαρακτήρα και δεν σχετίζεται ουδόλως με το οικονομικό όφελος των χωρών της ΕΕ, αποτελεί πρόσθετη αιτία δυσχέρειας στο συγκεκριμένο θέμα. Το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν η απόφαση των ΗΠΑ να πουλήσουν το 90% του παραγόμενου από τις ίδιες LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) όχι στις χώρες της ΕΕ, αλλά στην… εχθρική Κίνα, σε τιμές υπερβολικά υψηλές για τα δεδομένα της παγκόσμιας αγοράς, αφού οι Κινέζοι έχουν τη δυνατότητα ν’ αγοράσουν «όσο-όσο» τις ποσότητες φυσικού αερίου που χρειάζονταν.
Το αποτέλεσμα ήταν, η τιμή του φυσικού αερίου ανά 1.000 κυβ. μέτρα να επταπλασιαστεί (!) από τις αρχές του χρόνου μέχρι σήμερα, φτάνοντας από τα 300 δολάρια στα 2.100. Η πρόταση της Ρωσίας και της κρατικής της εταιρίας GazProm ήταν η σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων προμήθειας και η διατήρηση των τιμών σε αποδεκτά επίπεδα. Η απάντηση που εισπράττει μέχρι σήμερα είναι η στείρα άρνηση, κάτι που έχει την απάντησή του σε ξεκάθαρα πολιτικούς λόγους και όχι λόγους οικονομικού συμφέροντος. Όλα τα προηγούμενα θέματα του παρόντος άρθρου μπορούν να δώσουν, εμμέσως πλην σαφώς, την απάντηση στο «γιατί» συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι τραγικό για της χώρες της «συλλογικής Δύσης», αφού η τεράστια αύξηση στις τιμές των ορυκτών καυσίμων, σε συνδυασμό με την αδυναμία κάλυψης της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια διαμέσου των περίφημων ΑΠΕ (ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), οδήγησαν σε εκρηκτική αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στην αδυναμία της πλειονότητας των πολιτών να αντεπεξέλθουν οικονομικά σε αυτό. Για όσους/-ες απορούν και στη χώρα μας για την περίφημη «ρήτρα αναπροσαρμογής» στους λογαριασμούς των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας, ας αναζητήσουν τη «ρίζα του κακού» σε όσα γράφτηκαν παραπάνω.
Θέμα 6ο: Βουλευτικές εκλογές στη Ρωσία
Αν και το θέμα αυτό μοιάζει τυπικά ως «εσωτερικό» της Ρωσίας, στην πραγματικότητα έχει τον αντίκτυπό του και στον διεθνή χώρο, αφού τα αποτελέσματα των φετινών βουλευτικών εκλογών στη Ρωσία αποτέλεσαν ενός είδους «βαρόμετρο» για την επιδοκιμασία ή όχι από το εκλογικό σώμα της χώρας της γενικής πολιτικής που ακολουθούν ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση της χώρας, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στον διεθνή χώρο.
Η κυβερνητική «Ενιαία Ρωσία» κέρδισε και πάλι τις εκλογές με ένα ποσοστό λίγο κάτω από το 50% (49,85% για την ακρίβεια), έχοντας υποστεί σχετική φθορά από τις προηγούμενες εκλογές του 2016, ωστόσο έδειξε και πάλι ότι είναι κυρίαρχη στο εσωτερικό πολιτικό παιχνίδι. Ωστόσο, οι βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το τριήμερο 17-19 Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους ανέδειξαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ) σε ισχυρό αντιπολιτευτικό πόλο, που αύξησε κατά 50% την εκλογική του δύναμη (19% έναντι 13,5% το 2016). Μειώθηκε η δύναμη του εθνικιστικού LDPR του Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι, αυξήθηκε αυτή της σοσιαλδημοκρατικής «Δίκαιης Ρωσίας – Πατριώτες Για την Αλήθεια», ενώ για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια εισήλθε στη ρωσική Ανώτατη Δούμα (Βουλή) και πέμπτο κοινοβουλευτικό κόμμα, οι κεντρώοι «Νέοι Άνθρωποι», με 13 από τις συνολικά 450 έδρες.
Το σπουδαιότερο, ίσως, συμβάν που σχετίζεται με αυτές τις εκλογές, ήταν η συμμετοχή στην ψηφοφορία σημαντικού μέρους των περίπου 700 χιλιάδων Ρώσων πολιτών που ζουν στα εδάφη του μαρτυρικού Ντονμπάς. Το τελευταίο δείχνει να αντιμετωπίζεται πλέον από τις ρωσικές αρχές ως οιωνεί «ζώνη ρωσικού ενδιαφέροντος». Το πρόσφατο, μάλιστα, Προεδρικό Διάταγμα του Βλαντίμιρ Πούτιν για δημιουργία ενιαίου οικονομικού χώρου με το Ντονμπάς και το άνοιγμα της ρωσικής αγοράς στα προϊόντα που παράγει η περιοχή, από τον άνθρακα μέχρι τα οπωροκηπευτικά, ενισχύει τους δεσμούς της περιοχής με τη «μητροπολιτική» Ρωσία και αποκόπτει όλο και πιο πολύ την περιοχή από την όποια επιρροή της Ουκρανίας, με την οποία τη χωρίζει, ασφαλώς και ένας εμφύλιος πόλεμος…
Επίλογος
Είναι φανερό, ότι αρκετά γεγονότα δεν κατέστη δυνατό να χωρέσουν στο παρόν άρθρο. Αρκετές χώρες και ευρύτερες περιοχές (όπως π.χ η Μολδαβία ή η Μέση Ασία) έμειναν απέξω, με ευθύνη, ασφαλώς, του γράφοντος. Ωστόσο, επειδή η ενασχόλησή μας με τη συγκεκριμένη γεωπολιτική περιοχή θα συνεχιστεί αδιάλειπτα και κατά τη διάρκεια του νέου έτους, θα επανέλθουμε αρκετές φορές σε ειδήσεις και σχολιασμό των όσων συμβαίνουν εκεί, με την ευχή και την ελπίδα τα κείμενα αυτά θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να αποκτήσει μια πληρέστερη εικόνα για το τι συμβαίνει σε μια «γειτονιά» του κόσμου που δεν βρίσκεται τόσο μακριά, όσο πιθανόν νομίζουμε.. Καλή χρονιά, λοιπόν!