Το filibuster (ελληνιστί κωλυσιεργία) συνιστά μια τακτική καθυστέρησης που χρησιμοποιείται επί δεκαετίες στη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών για να αποκλείσει ένα νομοσχέδιο, τροπολογία, ψήφισμα ή άλλο μέτρο που εξετάζεται να φτάσει σε τελική ψηφοφορία.
Τι κάνει όμως τη συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής των κανονισμών που διέπουν τη συγκεκριμένη πρακτική επιτακτική στην παρούσα φάση και ποιες πολιτικές προτεραιότητες επιβάλλουν μια τέτοια μεταβολή;
Τι είναι κι από πού έρχεται το filibuster
Το filibuster δεν αποτελεί μέρος του αμερικανικού Συντάγματος. Αντίθετα, η εμφάνισή του κατέστη δυνατή το 1806 όταν η Γερουσία –κατόπιν συμβουλής του Αντιπροέδρου Άαρον Μπερ- αφαίρεσε από τους κανόνες της μια διάταξη που επέτρεπε στην απλή πλειοψηφία να προκαλέσει ψηφοφορία επί του ζητήματος το οποίο συζητείτο.
Με το πέρασμα του χρόνου η συγκεκριμένη διαδικασία εξελίχθηκε σε τακτικό χαρακτηριστικό της δραστηριότητας της Γερουσίας, τόσο πριν όσο και μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, με ηγέτες της πλειοψηφίας και από τα δύο κόμματα να προσπαθούν αλλά να αποτυγχάνουν να την απαγορεύσουν, αφού σε μια αποθέωση κοινοβουλευτικού κρετινισμού οι αντίπαλοί τους τη χρησιμοποιούσαν για να σταματήσουν την κατάργησή της.
Το 1917, ως μέρος μιας συζήτησης σχετικά με μια πρόταση να οπλιστούν τα αμερικανικά εμπορικά πλοία καθώς οι ΗΠΑ προετοιμάζονταν να εισέλθουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υιοθετήθηκε η πρώτη εκδοχή του κανόνα του κλεισίματος (cloture). Επιτράπηκε έτσι στα δύο τρίτα όλων των γερουσιαστών που ήταν παρόντες και ψήφιζαν να τερματιστεί η συζήτηση για «οποιοδήποτε εκκρεμές μέτρο». Ακολούθησαν αρκετές αλλαγές στον κανόνα τις επόμενες δεκαετίες. Πιο πρόσφατα, το 1975, ο αριθμός των ψήφων που απαιτούνταν για την επιβολή cloture σε νομοθετικά θέματα μειώθηκε στα τρία πέμπτα (ή 60, εάν η Γερουσία είναι σε πλήρη ισχύ). Το 1979 και το 1986, η Γερουσία περιόρισε περαιτέρω τη συζήτηση για τις περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί cloture.
Η πλειοψηφία των 3/5 είναι η κρατούσα, με εξαίρεση τη θέσπιση του προϋπολογισμού, την προώθηση του εμπορίου, την τροποποίηση διάταξης του κανονισμού του Κογκρέσο και των έκτακτων εθνικών προβλημάτων, που απαιτούν απλή πλειοψηφία (50 από τους 100 Γερουσιαστές).
Έτσι, σήμερα, για πολλά θέματα στη Γερουσία, η συζήτηση μπορεί να διακοπεί μόνο εάν τουλάχιστον 60 γερουσιαστές το υποστηρίξουν. Ως εκ τούτου η πρακτική του filibuster, συνδεδεμένη με μακροσκελείς ομιλίες γερουσιαστών των οποίων ακριβώς η κωλυσιεργία αποσκοπεί στην καθυστέρηση της ψηφοφορίας, έχει ως αποτέλεσμα η απλή απειλή της κατάργησης ενός νομοσχεδίου να είναι αρκετή για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει τη ψήφισή του.
Μάλιστα, από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα η ψήφιση νομοσχεδίων με τη διαδικασία του cloture έχει πολλαπλασιαστεί, γεγονός ενδεικτικό ακριβώς της εντεινόμενης πολιτικής και ιδεολογικής πόλωσης που διέπει την αμερικανική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Στον πειρασμό της συγκεκριμένης τακτικής έχουν διαχρονικά ενδώσει και τα δύο μεγάλα κόμματα.
Δέον να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη τακτική είναι κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο στη Γερουσία, όπου τίθενται ελάχιστα όρια από τον κανονισμό λειτουργίας για τη συμπεριφορά των γερουσιαστών στη νομοθετική διαδικασία, σε αντίθεση με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπου οι κανόνες του Σώματος απαιτούν συγκεκριμένα χρονικά όρια για τις συζητήσεις.
Γιατί οι Δημοκρατικοί θέλουν να αλλάξει
Ελλείψει ενδείξεων ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα συνεργαστούν με τους Δημοκρατικούς για την ψήφιση νομοθεσίας σχετικής με τη διεύρυνση των δικαιωμάτων ψήφου (Voting Rights Bill) ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία, Τσακ Σούμερ, υποσχέθηκε τη διενέργεια ψηφοφορίας σχετικής με την αλλαγή των κανόνων του filibuster έως την Ημέρα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που φέτος εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.
Ο λόγος που οι Δημοκρατικοί θέλουν τόσο απεγνωσμένα να αλλάξουν τη συγκεκριμένη διαδικασία είναι ότι εκτιμούν πως μετά τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησαν τους περασμένους μήνες συντηρητικές Πολιτείες, ιδίως στον Νότο, η ψήφος αρκετών πολιτών φιλικά διακείμενων προς το Δημοκρατικό Κόμμα τίθεται εν αμφιβόλω. Αυτό συμβαίνει καθώς δεν αλλάζει μόνο ο τρόπος ψηφοφορίας αλλά σε μερικές πολιτείες και ο τρόπος καταμέτρησης των ψήφων ή ακόμη και τα κριτήρια της νοθείας.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις και ακτιβιστές υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων διαβεβαιώνουν ότι οι μεταρρυθμίσεις που υιοθέτησαν οι Ρεπουμπλικανοί πλήττουν κυρίως τους Αφροαμερικανούς, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ψήφισαν τον Μπάιντεν στις τελευταίες εκλογές. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, προτάθηκαν δύο νομοσχέδια (τα οποία στο μεταξύ ενοποιήθηκαν σε ένα) ώστε να εναρμονιστούν οι πρακτικές και να δοθεί στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση το δικαίωμα να επιβλέπει τις τοπικές πρωτοβουλίες.
Από την πλευρά τους οι Ρεπουμπλικανοί δήλωσαν δια στόματος του ηγέτη τους στη Γερουσία, Μιτς ΜακΚόννελ, πως στόχος της μεταρρύθμισης είναι οι Δημοκρατικοί «να πάρουν τον έλεγχο των εκλογών». Ο ίδιος συμπλήρωσε πως το κόμμα του θα συνεχίσει να υπερασπίζεται το δικαίωμα των πολιτειών στη παραγωγή νομοθετικού έργου και κατηγόρησε για υποκρισία τους Δημοκρατικούς, με αρκετούς αναλυτές ωστόσο να κάνουν λόγο για αμιγώς πολιτικές σκοπιμότητες πίσω από τη στάση του κόμματος του Ντόναλντ Τραμπ.
Δεδομένων όλων των παραπάνω, η αλλαγή των κανόνων θα επιτρέψει στους γερουσιαστές να περάσουν την πολυπόθητη νομοθεσία με απλή πλειοψηφία. Αλλά πρώτα, ο Σούμερ πρέπει να πείσει τους πιο συντηρητικούς Δημοκρατικούς της Γερουσίας, τον γερουσιαστή της Δυτικής Βιρτζίνια Τζο Μάντσιν (ο οποίος ακύρωσε τον περασμένο Δεκέμβριο την ψήφιση του «Build Back Better») και τη γερουσιαστή της Αριζόνα, Κίρστεν Σίνεμα, η οποία ωστόσο χθες απέκλεισε κάθε πιθανότητα ψήφισης μιας τροποποίησης του filibuster.
Πέραν όμως της προστασίας των εκλογικών δικαιωμάτων μιας ευάριθμης μερίδας των Αμερικανών πολιτών, για τον Λευκό Οίκο υπάρχει και το κίνητρο των ενδιάμεσων εκλογών. Σε περίπτωση που υποστεί ακόμη μια ήττα στο Κογκρέσο το Δημοκρατικό Κόμμα θα βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών του 2022, αφού θα έχει δει μεγάλο μέρος της προεκλογικής του ατζέντας να ακυρώνεται και μάλιστα από δικούς του βουλευτές, γεγονός που θεωρείται πως με τη σειρά του θα οδηγήσει σε περαιτέρω αποσυσπείρωση στις τάξεις του κόμματος και όξυνση των εσωκομματικών διαιρέσεων.
Οι πολυλογάδες και ο κ. Σμιθ
Συνδεδεμένη όπως προείπαμε με μακροσκελείς ομιλίες η διαδικασία του filibuster έχει συνδεθεί με σημαντικούς κοινοβουλευτικούς άνδρες. Και λέμε άνδρες γιατί πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ανδρικό σπορ, αφού τη δεκάδα με τις μακρύτερες σε χρονική διάρκεια ομιλίες στο πλαίσιο του filibuster κατέχουν αποκλειστικά εκπρόσωποι του ενός φύλου.
Στην πρώτη θέση βρίσκουμε τον Στορμ Θέρμουντ της Νότιας Καρολίνας, του οποίου η ομιλία από το βήμα της Γερουσίας κράτησε πάνω από μια ημέρα, στην προσπάθειά του να εμποδίσει την ψήφιση του Νόμου για Πολιτικά Δικαιώματα το 1957. Μεταξύ των υπολοίπων της δεκάδας ο σημερινός γερουσιαστής του Τέξας Τεντ Κρουζ αλλά και δύο εμβληματικές φιγούρες της αμερικανικής Αριστεράς, οι Χιούι Λονγκ και ο Ρόμπερτ Λα Φολέτ.
Ταινία-ενδεικτική της μεθόδου του filibuster θεωρείται το κλασικό πλέον πολιτικό δράμα του 1939, «ο κ. Σμιθ πηγαίνει στην Ουάσιγκτον» («Mr. Smith Goes to Washington»), όπου ο σπουδαίος Αμερικανός ηθοποιός Τζέιμς Στιούαρτ υποδύεται έναν ιδεαλιστή πολιτικό που καταφεύγει στην πρακτική της κωλυσιεργίας για να υπερασπιστεί το όνομά του.
Απαραίτητη είναι ωστόσο μια διευκρίνηση. Όπως σωστά παρατηρεί σε σχετικά πρόσφατο βιβλίο του ο πολιτικός επιστήμονας Γκρέγκορι Κότζερ, ενώ ο ήρωας της ταινίας του Στιούαρτ υπερασπιζόταν το δικαίωμά του να διατρανώσει την πεποίθησή του απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική τάση υπερασπιζόμενος τα συμφέροντα μιας πλειοψηφίας οι σημερινοί filibusters καταφεύγουν στην επιλογή της παράλυσης της Γερουσίας προς χάριν μιας νομοθετικής παράλυσης που ωφελεί μάλλον πανίσχυρα συμφέροντα. Σίγουρα δεν πρόκειται για την Ουάσιγκτον του κ. Σμιθ.