«Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι τιμωρητική για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και τους πολίτες των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων», τόνισε η τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία (ΠΣ), Έφη Αχτσιόγλου, στη Βουλή.
Αναφερόμενη στη διάταξη της ΠΝΠ του υπουργείου Οικονομικών για τη φορολόγηση των αναδρομικών των συνταξιούχων σημείωσε ότι «η κυβέρνηση περιέκοψε τα αναδρομικά που δικαιούντο -από μειώσεις συντάξεων της ΝΔ το 2012- και δεν τους έδωσε για δώρα και επικουρικές συντάξεις», μάλιστα «προσπάθησε να τους αφαιρέσει το δικαίωμα να τα διεκδικήσουν» και «τους φορολογεί αναδρομικά για τα περικομμένα ποσά που έλαβαν».
Πρόκειται, επισήμανε, «για μία ακόμη πράξη αφαίρεσης εισοδήματος από τους συνταξιούχους και μάλιστα σε περίοδο γενικευμένης ακρίβειας», ενώ υπογράμμισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. κατέθεσε τροπολογία, η οποία -ως ελάχιστο αντιστάθμισμα αυτής της μείωσης εισοδήματος των συνταξιούχων- προέβλεπε να μην φορολογηθούν αυτά τα αναδρομικά, όμως η κυβέρνηση την απέρριψε».
Για το ζήτημα της ΛΑΡΚΟ η κ. Αχτσιόγλου δήλωσε ότι «η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, που έταξε πολλές και καλές δουλειές, αφαιρεί το δικαίωμα στην εργασία από 1.200 εργαζόμενους και το δικαίωμα στη στέγη». Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., πρόσθεσε, «στηρίζει το δίκαιο αίτημα των εργαζομένων για διατήρηση όλων των θέσεων και των σχέσεων εργασίας. Είναι απαραίτητο να βρεθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη διατήρηση της λειτουργίας της επιχείρησης».
Για το γενικευμένο κύμα ακρίβειας δήλωσε ότι «σαρώνει τα λαϊκά νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αφαιρώντας διαρκώς ζωτικό μέρος του εισοδήματός τους», για τον λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. «επανακατέθεσε την τροπολογία για τη μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης καυσίμων -πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, βενζίνη, φυσικό αέριο- στα κατώτατα όρια της ΕΕ. Μείωση που θα ελάφραινε ουσιωδώς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, όμως η κυβέρνηση την απορρίπτει».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε ότι «η προστασία από το κύμα ακρίβειας είναι εθνική υπόθεση» και κατήγγειλε τα «ανεκδιήγητα επιχειρήματα του υπουργείου Οικονομικών, πως “οι φτωχοί δεν έχουν αυτοκίνητο”», καθώς και το γεγονός ότι «η κυβέρνηση αρνείται ότι οι έμμεσοι φόροι πλήττουν πρωτίστως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα».
Ανέφερε, επίσης, ότι «πράγματι ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι απεριόριστος, όμως δεν γίνεται να είναι υπαρκτός όταν η κυβέρνηση μειώνει τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου αλλά ανύπαρκτος για να μειώσει τον φόρο στη βενζίνη, υπαρκτός όταν μειώνει τη φορολογία στις μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν κέρδη αλλά ανύπαρκτος για να μειώσει τον φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης, υπαρκτός για να καταργεί τον φόρο στις γονικές παροχές για ανώτατες περιουσίες 800.000 ή 1,6 εκατ. για δύο γονείς αλλά ανύπαρκτος για να μειώσει τον ΦΠΑ στο ψωμί».
Υπογράμμισε, τέλος, ότι «η κυβέρνηση της ΝΔ έχει σαφείς πολιτικές προτεραιότητες. Ούτε μπορεί ούτε και θέλει να προστατεύσει τους πολίτες από το γενικευμένο κύμα ακρίβειας. Το ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό, το ίδιο και η απάντηση, η πολιτική αλλαγή είναι πια αναγκαιότητα».